Κριτική για την παράσταση "Οθέλλος"

Από τον Ιωάννη Λάζιο

Αιώνες τώρα η ποίηση του Σαίξπηρ εξακολουθεί να γοητεύει πλήθος ανθρώπων σ´ όλο τον κόσμο, κυρίως λόγω της βαθύτητας των νοημάτων, που εκφράζονται άλλοτε από ήρωες απλούς και οικείους και άλλοτε από απρόσιτους βασιλείς. Αυτή η ηθοπλαστική γραμμή του ποιητή, η οποία εμφανώς βαδίζει στις πατημασιές των αρχαίων μας ποιητών δεν είναι ξένη στους Έλληνες. Κι όμως, αν και η δομή είναι γνωστή, σχεδόν συνειδησιακά ταυτισμένη με την θεατρική μας ιστορία, η δραματουργική επεξεργασία του Σαίξπηρ αντιμετωπίζει πάντα σημαντικές δυσκολίες. Κι ενώ γνωρίζω καλά τη φράση του Ζιντ, «Οι κλασικοί είναι πλούσιοι με όλες τις ερμηνείες που μας επιτρέπουν», ωστόσο δεν λησμονώ ότι πρέπει να προσέχουμε ως προς την αποστασιοποίησή μας από το πρωτότυπο, γιατί τότε δεν θα πρόκειται για μια νέα ερμηνεία, αλλά για ένα νέο έργο βασισμένο σε μια κλασική ιστορία.

Για να έρθουμε στον «Οθέλλο», όμως, που απασχόλησε αρκετά κοινό και κριτικούς το φετινό καλοκαίρι. Οι λόγοι πολλοί, μα η κυρίως απορία ήταν για το πώς θα μπορούσε, εν μέσω θέρους, να ανεβεί ένα έργο, που προδιαθέτει στην πολυτέλεια των σκηνικών, των κοστουμιών και της παρουσίας πολλών ηθοποιών επί σκηνής. Πραγματικά πολλών, αν σκεφτείτε ότι μιλάμε για επτά περίπου πρωταγωνιστές, πέντε βοηθητικούς ρόλους και άλλων για την ανάγκη υποστήριξης των ναυτών, των γερουσιαστών, αγγελιοφόρων, αξιωματικών, αρχόντων, μουσικών και ακολούθων. Αλλά πέραν τούτου, έκπληξη προκάλεσε και ο πρωταγωνιστής του έργου. Με πλήθος ερωτημάτων να ανακύπτουν σχετικά με την ηλικία του ήρωα και το πόσο μαύρος ήταν στην πραγματικότητα.

Λοιπόν, για να εξηγούμαστε ο Οθέλλος δεν είναι μαύρος, όπως τον αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Στις μέρες μας, ευτυχώς, αν και καθυστερημένα, θεωρούμε ότι οι μαύροι συνάνθρωποί μας -και όταν λέω μαύροι, εννοώ αυτούς που προέρχονται από την Αφρική, τη Λατινική Αμερική κι αλλού, όπου η απόχρωση της επιδερμίδας τους είναι έντονα διαφορετική από του μέσου ευρωπαίου- λογίζονται ως ίσοι πολίτες και εξ’ αυτού απολαμβάνουν θέσεις τόσο διοικητικές, όσο και θέσεις υψηλού κοινωνικού status. Στην εποχή του Σαίξπηρ, τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Η τότε Αγγλία δεν είχε κατακλυσθεί ακόμα από τους κατοίκους των πρώην αποικιών της, όπως συμβαίνει σήμερα και οι άνθρωποι που συναντούσαν ήταν το ξανθό, σχεδόν ροζέ. Έτσι, είναι ουτοπικό να υποθέσουμε έστω και στο ελάχιστο ότι ο Μαυριτανός είναι ένας Αφρικανός.

Να θυμίσουμε εδώ, την «Dark Lady of the sonnets», η οποία «μάγεψε» τον Σαίξπηρ και ενέπνευσε τον Τζορτζ Μπέρναρντ Σω. Δεν ήταν άλλη από μια μελαχρινή Ιταλίδα (πιθανότατα της commedia dell' arte, που άνθιζε τον 14ο έως τον 16ο αιώνα), την οποία αποκαλεί «μαύρη», «τσουκάλω» κι άλλα τέτοια. Την είχε ερωτευτεί για τα μαύρα της μαλλιά και το γκριζόμαυρο στήθος της, αλλά… την αποκαλεί μαύρη. Γιατί τότε στα μάτια του λογιζόταν ως μαύρη μια τέτοια ύπαρξη.

Όσον αφορά το δεύτερο μέρος της εμφάνισης του Οθέλλου, η απάντηση θα πρέπει να είναι μέσα από το ίδιο το κείμενο. Όταν όλοι οι Βενετσιάνοι απορούν, για το πώς θα μπορούσε να αγαπήσει μια όμορφη κοπέλα σαν την Δυσδαιμόνα έναν τέτοιο άντρα, άλλης φυλής, άσχημο στα μάτια τους, πολύ μεγαλύτερό της, αυτός τους αντιτείνει: «She loved me for the dangers I had passed,
And I loved her that she did pity them», δηλαδή μ’ αγάπησε για τους κινδύνους, που έχω περάσει και την αγάπησα, που τους λυπήθηκε. Έτσι, δεν λέει ότι είναι κάτι άλλο από αυτό που του λένε ότι είναι, αλλά ότι πέρα από αυτό που βλέπουν, υπάρχει και κάτι βαθύτερο που αγνοούν και αυτό ακριβώς είναι το θεμέλιο της γοητείας του.

Ο Οθέλλος είναι ένα χαρισματικό και εντυπωσιακά εκφραστικό άτομο, τόσο που μπορεί να γοητεύσει κάποιον, με τη δύναμη των λόγων του. Λόγων βέβαια που λειτουργούν ως επικύρωση μιας σειράς γενναίων πράξεων. Απέναντι, σ’ αυτόν τον ήρωα στάθηκε ο Γιάννης Μπέζος και προσπάθησε να τον ενστερνιστεί. Αντλώντας τα υλικά της υποκριτικής ποιητικής του, από μια φαρέτρα προσωπικών δραμάτων και εμπειριών. Πράγματι, σε πρώτο επίπεδο κατάφερε να περιγράψει το πλαίσιο του χαρακτήρα όμως, η εμβάθυνση που απαιτείται για να αναδυθεί από το κείμενο ένας ενδιαφέρον χαρακτήρας, τόσο σημερινός όσο και αιώνιος, δεν επιτεύχθηκε. Δυστυχώς το έντονο άγχος του, εκφραζόμενο παρεμβατικά τόσο στις κινήσεις του σώματος όσο και στις εκφράσεις του προσώπου, εμπόδιζε την άφεση του θεατή στη μυσταγωγία του θεάτρου.

Η Μάιρα Γραβάνη στον ρόλο της Δυσδαιμόνας, απεκάλυψε διάφορες ποιότητες της υποκριτικής της παλέτας που όμως επισκιαζόταν από την αμηχανία της σκηνικής παρουσίας. Αυτό σημαίνει ότι αν απαλλαγεί από την αγχόνη της σκηνής θα μπορέσει, ίσως, να διαγράψει μια θεατρική πορεία στο σανίδι, καθότι είναι νέα, ωραία, δροσερή, και με έντονη την υποψία του ταλέντου. Παράλληλα, ο Αλέξανδρος Βάρθης στον ρόλο του Κάσσιου ανέδειξε την γοητευτικότερη πλευρά του.

Στον ρόλο της Αιμιλίας η Μυρτώ Αλικάκη, υπήρξε εντυπωσιακή μέσω των υποκριτικών της εκρήξεων. Σημαντική ήταν η συνεισφορά του Κώστα Κορωναίου στην παράσταση ως Βραβάντιος. Βέβαια μου προκάλεσε το γέλιο η φράση που εκστόμισε ο Οθέλλος, « Πιο καλά με διατάζουν τα χρόνια παρά τα όπλα σου» γιατί όσο να’ναι… δεν είναι και τόσο μεγάλος ο κύριος Κορωναίος.

Ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς στον ρόλο του Ροδρίγου, προσέδωσε την αφέλεια που λειτούργησε ως ερμηνευτικός άξονας, σε όλη την διάρκεια της παράστασης, χωρίς ιδιαίτερες διακυμάνσεις. Επικουρικά λειτούργησαν οι, Κρις Ραντάνοφ, Μανώλης Δούνιας, Ελευθερία Κοντογεώργη , Νίκος Τσιμάρας.

Ενορχηστρωτές της δραματικής αυτής αναπαράστασης του Σαιξπηρικού λόγου, ήταν ο Αιμίλιος Χειλάκης και ο Μανώλης Δούνιας. Ο πρώτος τοποθέτησε την παράσταση σε έναν χώρο συμβολικό, στον οποίο η εναλλαγή του χώρου και του σκηνικού γινόταν μέσο του αναγραμματισμού. Μεγάλοι κύβοι τοποθετημένοι σ’ όλη τη σκηνή, ανατοποθετούνταν για να δώσουν τον τόπο ή το υφέρπον μήνυμα του λόγου. Για να διαχωρίσουν το ουσιώδες από το επουσιώδες. Σύγχρονο, μοντέρνο αλλά λειψό.

Οι δύο αυτοί άντρες συνεργάστηκαν στην προσπάθεια τους να ζωντανέψουν τον Σαιξπηρικό λόγο. Τώρα το αν το κατάφεραν το αποφασίζετε εσείς, στο χειροκρότημα.

Πέραν όμως όλων αυτών, ο Αιμίλιος Χειλάκης διάλεξε για τον εαυτό του έναν από τους πιο μισητούς χαρακτήρες του Σαίξπηρ, τον Ιάγο. Το μεγαλύτερο επίτευγμα σε έναν αρνητικό ρόλο είναι να καταφέρεις να κρατήσεις την αναγκαία απόσταση από τον χαρακτήρα, που θα σου επιτρέψει να μην τον δικαιολογήσεις. Ο Αιμίλιος Χειλάκης παρουσίασε τον Ιάγο ολίγον φρενοβλαβή. Γελούσε μόνος, τα μάτια του έλαμπαν από την τρέλα και το άσβεστο μίσος. Έτσι κατά κάποιον τρόπο δικαιολόγησε τον Ιάγο. Αφού είναι παρανοικός, παρανοικά πράγματα θα κάνει. Όμως ο Ιάγος δεν διαπράττει όλα αυτά τα φρικτά, από φθόνο για μια θέση. Δεν εξηγείται έτσι τόση κακία. Ο Ιάγος δεν ανέχεται τις ανθρώπινες σχέσεις κι είναι λάθος να ερμηνεύεται ο Σαίξπηρ προσπαθώντας να βρούμε δικαιολογίες στο κακό. Το κακό μπορεί να υπάρχει ανεξάρτητα από ζήλεια, φθόνο και όλες τις προσπάθειες μας να το εξηγήσουμε και επομένως να το δικαιολογήσουμε.

Κοντολογίς, πρόκειται για μια μονοδιάστατη παράσταση, στην οποία το απέραντο ταλέντο του Αιμίλιου Χειλάκη, έδινε την ζωτικότητα και τον ρυθμό, τα πάνω και τα κάτω της παράστασης. Ντυμένος με τις ενδιαφέρουσες δημιουργίες του Μάκη Τσέλιου και φωτισμένος από τους ενσταντικούς φωτισμούς του Νίκου Βλασόπουλου. Ειλικρινής προτροπή προς κάθε επίδοξο ηθοποιό να παρακολουθήσει σε κάποια παράσταση τον Αιμίλιο Χειλάκη. Να κλείσει τα μάτια και να ακούσει την ελληνική γλώσσα να λάμπει μέσα από την μουσικότητα του λόγου του. Να μάθουν έτσι από έναν δάσκαλο την σπουδαιότητα της ορθοφωνίας κι ακόμη περισσότερο του ορθού τονισμού των λέξεων.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ