Κριτική για την παράσταση «Περιμένοντας τον Γκοντό»

Από την Βασιλική Μπαλούτσου

Ένα από τα πιο εμβληματικά και πολυπαιγμένα έργα του Ιρλανδού Νομπελίστα συγγραφέα, ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Σάμιουελ Μπέκετ είναι και το «Περιμένοντας τον Γκοντό». Το έργο γράφτηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει παιχτεί πρώτη φορά το 1953 στη Γαλλία στο Theatre Babylon, ενώ στην Ελλάδα το 1965 στο ΚΘΒΕ και αργότερα το 1969. Το «Περιμένοντας τον Γκοντό» είναι ένα έργο δύσκολο που επιδέχεται πολλές ερμηνείες και έχει δεχτεί μέσα στα χρόνια πολλή κριτική, ακόμη και ως προς την ταυτότητα του «Γκοντό». Το έργο εγκαινιάζει το λεγόμενο «Θέατρο του Παραλόγου», ένα στυλ «αντί-θεάτρου» που τονίζει τη φιλοσοφία του Αλμπερτ Καμύ ότι η ζωή έμφυτα δεν έχει νόημα. Μεταπολεμικά, οι ιδέες αυτές της αβεβαιότητας και της επισφαλούς θέσης της ανθρώπινης ύπαρξης μετουσιώνονται και αντιπροσωπεύονται εξαιρετικά από το «Θέατρο του Παραλόγου», και ουσιαστικά συνδέονται με ένα σύμπαν όπου ο χρόνος, ο τόπος και η ανθρώπινη ταυτότητα είναι ρευστά, η επανάληψη κυριαρχεί, ο διάλογος πολλές φορές δεν έχει νόημα και η πλοκή είναι ασήμαντη.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι όση κριτική κι αν δέχτηκε αυτό το έργο, το «Περιμένοντας τον Γκοντό» συνεχίζει μέχρι σήμερα, πολλά χρόνια μετά, να ανεβαίνει σε σκηνές σε όλον τον κόσμο, και να κερδίζει το κοινό με την απλότητά του και τις εκατοντάδες διαφορετικές ερμηνείες του, έχοντας ασκήσει μεγάλη επίδραση στην εξέλιξη του θεάτρου. Η εντυπωσιακότερη παράσταση ήταν στο Σαν Κουεντίν το 1957, όταν ένας θίασος το παρουσίασε στους τετρακόσιους τρόφιμους των φυλακών και οι βαρυποινίτες εκείνοι το κατανόησαν περισσότερο και βαθύτερα από κάθε άλλο κοινό, καθώς η κατάσταση της μάταιης αναμονής τους ήταν οικεία υπαρξιακή συνθήκη.

Η υπόθεση του έργου είναι απλή. Δύο άντρες μεσήλικοι, μάλλον άστεγοι, ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν συναντιούνται στο ύπαιθρο, κοντά σε ένα δέντρο, και συζητάνε για διάφορα πράγματα φαινομενικά ανούσια, θέτοντας υπαρξιακά ερωτήματα, καθώς συνειδητοποιούν ότι περιμένουν έναν άντρα που τον ονομάζουν «Γκοντό» και δεν έρχεται ποτέ, αν και τους στέλνει διαδοχικά μηνύματα με κάποιο αγόρι ότι αναβάλλει τη συνάντηση, αλλά θα τηρήσει οπωσδήποτε το νέο ραντεβού. Καθώς περιμένουν και ο χρόνος περνά μέσα στη δυαδική μοναξιά τους, εμφανίζεται ένα άλλο δίδυμο αντρών, ο Πότζο και ο Λάκυ. Ο πρώτος είναι ο αφέντης και ο δεύτερος ο δούλος του. Ο Πότζο συζητάει με τον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν καθώς ο δούλος του τους διασκεδάζει και στη συνέχεια φεύγουν. Στη δεύτερη πράξη του έργου, έχει περάσει αρκετός χρόνος, το δέντρο έβγαλε φύλλα, ο Πότζο και ο Λάκυ εμφανίζονται πάλι στη σκηνή, μα ο πρώτος είναι τυφλός και ο δεύτερος κουφός, οι άνδρες αποφασίζουν να αυτοκτονήσουν, αλλά δεν το κάνουν. Το «αγόρι» εμφανίζεται πάλι και λέει ακριβώς τα ίδια πράγματα. Ύστερα αποφασίζουν να φύγουν, αλλά κανείς δεν φεύγει από τη θέση του.

Στην παράσταση του ΚΘΒΕ, το πρώτο πράγμα που προκαλεί δέος είναι τα σκηνικά του Κέννυ Μακ Λέλλαν. Στο κέντρο της σκηνής είναι τοποθετημένος ένας τεράστιος ξύλινος διάδρομος υπερυψωμένος που εκτείνεται τόσο σε μήκος όσο και σε ύψος και καταργεί μάλιστα τις πρώτες σειρές των καθισμάτων στο θέατρο αφού στην κυριολεξία εισβάλλει βίαια και υποβλητικά στο χώρο των θεατών. Αριστερά και στο βάθος της σκηνής βρίσκουμε ένα ζευγάρι μπότες, ενώ δεξιά ένα γυμνό δέντρο. Ο διάδρομος ουσιαστικά χωρίζει το χώρο, φωτίζει τους ηθοποιούς, τους φέρνει κοντά στο κοινό σε απόσταση αναπνοής και αναδεικνύει πραγματικά την ουσία του μπεκέτικου θεάτρου. Θεατρικά πλάσματα με στοιχεία κλόουν, σκηνικά λιτά, η κυριαρχία της επανάληψης, ένα θέατρο του παραλόγου όπου ο χρόνος περνά και οι υπαρξιακές αναζητήσεις κυριαρχούν χωρίς εμφανή στοιχεία πλοκής και εξέλιξής της. Αφού η ουσία είναι η αναμονή. «Τίποτα δεν γίνεται, κανένας δεν έρχεται, κανένας δεν φεύγει, είναι φοβερό», όπως πολύ συχνά επαναλαμβάνουν οι πρωταγωνιστές.

Το δίδυμο Εστραγκόν (Κωνσταντίνος Χατζησάββας) και Βλαδίμηρος (Γιώργος Καύκας) με τα φθαρμένα ξεχαρβαλωμένα παπούτσια, μοιάζουν με δύο άστεγους παλιάτσους και αφήνονται στον πανδαμάτορα χρόνο. Δεν ξέρουν τι ώρα είναι, με τι δραστηριότητες να γεμίσουν τον χρόνο τους και μόνο περιμένουν. Περιμένουν τον Γκοντό, που είναι ο θάνατος, είναι ο Θεός, είναι κάποιος Μεσσίας …ποιος ξέρει...πολλαπλές ερμηνείες για την καταγωγή του, αλλά τελικά αυτό που ανέδειξε η σκηνοθετική προσέγγιση του Γιάννη Αναστασάκη και η σκηνική παρουσίαση του Κέννυ Μακ Λελλαν, αυτή η τελική αίσθηση της παράστασης, είναι ότι το έργο αυτό που μιλά για τον χρόνο, τον Θεό, την ατέρμονη επανάληψη και τον τρόπο να ζει κανείς το τώρα, την ανδρική φιλία και το παιχνίδι, τη διασκέδαση με απλά πράγματα, καταφέρνει γίνει προσιτό στο κοινό. Η ταύτιση μπορεί να επιτευχθεί. Όλοι κάτι ή κάποιον περιμένουμε. Αλλιώς, η ζωή είναι αβάσταχτη. Είναι μια ωδή στο εφήμερο. Στην έξοχη ελαφρότητα της ύπαρξης. Με στοιχεία κωμικά και στοιχεία τραγικά. Αλλά κυρίως είναι μια παρωδία, όπου ο χρόνος μπορεί να περνά, οι ήρωες όμως βρίσκονται εκεί στο ίδιο σημείο, είναι φίλοι πάλι, δεν αντέχουν τη μοναξιά, ο ένας τυφλώνεται, ο άλλος είναι μουγγός, όμως μένουν μαζί. Τόσο ο Βλαδίμηρος με τον Εστραγκόν, όσο και το ζεύγος αφέντη και δούλου, ο Πότζο και ο Λάκυ, που είναι το μόνο που διακόπτει την ατέρμονη αναμονή του Βλαδίμηρου και του Εστραγκόν σε μια απολαυστική ερμηνεία άξια συγχαρητηρίων.

Ο Πότζο (Παναγιώτης Παπαιωάννου), ο ευτραφής αφέντης, ένας πλούσιος γαιοκτήμονας που τρώει πραγματικό κοτόπουλο στη σκηνή, σέρνει με το σκοινί πίσω το δούλο του που κουβαλά τις βαλίτσες του και υποδύεται άψογα σε μια εκπληκτική κινησιολογικά ερμηνεία τον ρόλο του. Ο Λάκυ, ένας Λάκυ που μοιάζει να μην έχει κόκκαλα, υποτάσσεται στον αφέντη του σιωπηλός και είναι τόσο πειστικός που δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του. Θέλεις να τον βοηθήσεις, τον λυπάσαι, λαχταράς να τον ακούσεις να μιλάει, ίσως και μια πλευρά σου μειδιά που κάποιος μπορεί να φέρεται με αυτόν τον τρόπο σε μια άλλη ανθρώπινη ύπαρξη. Και τελικά, για εκείνα τα λίγα λεπτά οπότε και ο αφέντης διατάζει τον δούλο του «να στοχαστεί», διακόπτοντας το «τίποτα» που συμβαίνει επί σκηνής, δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις και να καταχειροκροτήσεις στη μέση της παράστασης τον ακατάληπτο αριστουργηματικό μονόλογο που εκφωνεί απνευστί, χωρίς ανάσα ο Λάκυ (Θανάσης Ραφτόπουλος) με έναν καταιγιστικό ρυθμό, σχεδόν «μη ανθρώπινο», σαν σε έκσταση αποδεικνύοντας το ταλέντο του. Έναν μονόλογο με λέξεις που επαναλαμβάνονται, με σύνταξη ανύπαρκτη, σαν μια νέα μυστική γλώσσα που ο Μπέκετ μας χαρίζει ως ένας φιλόσοφος του παραλόγου, με στόχο όχι να καταλάβουμε, αλλά να νιώσουμε. Αυτή την απελπισία, τη μοναξιά, την απόρριψη, τη δυστυχία και τον επαναπροσδιορισμό της ύπαρξης. Αυτή η αναπαράσταση του «τίποτα» συμβαίνει με φόντο ένα μινιμαλιστικό σκηνικό, όπου ο θεατής καλείται να συμμετάσχει στο απογυμνωμένο δράμα του Μπεκετ, να αισθανθεί την απογοήτευση, αλλά και την ελπίδα, την απειλή αλλά και την ευκαιρία, τη μοναξιά, αλλά και την ανακούφιση που προσφέρει η ανθρώπινη φιλία.

Η παράσταση είναι το δίχως άλλο πρωτότυπη, καρφώνεται στο μυαλό σου, και αν απλά αφεθείς να την απολαύσεις μπορείς συγκινησιακά να προσλάβεις τις πολλαπλές της «ερμηνείες». Μπορείς να χαμογελάσεις με το παιχνίδι επιβίωσης που παρουσιάζεται από μια σύγχρονη κλοουνερί, όπου επί σκηνής τρώγονται καρότα, ραπανάκια, κοτόπουλα και κόκκαλα, εκτελούνται νούμερα με καπέλα και εκφωνούνται ακατάληπτοι μονόλογοι σε έκσταση, να νιώσεις τρυφερότητα (με τη σκηνή νανουρίσματος των δύο clochards που σχηματίζουν τη γνωστή «Πιετά», τον θρήνο της Παναγιάς προς τον Χριστό που έχει πεθάνει), να ενοχληθείς βαθιά από αυτή την ατέρμονη αναμονή της ύπαρξης, να αισθανθείς θυμό που αφήνεσαι και περιμένεις έναν «Γκοντό» να σε σώσει στην καθημερινότητά σου.

Τελικά, το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του ΚΘΒΕ στην αξεπέραστη μετάφραση του Μίνου Βολονάκη, με τις μεστές ερμηνείες των ηθοποιών, την εξαιρετική σκηνοθεσία, τα υποβλητικά σκηνικά και τα ιδιαίτερα προσεγμένα κοστούμια, μαζί με αυτά τα «λίγα» που εξελίσσονται επί σκηνής σου προσφέρουν τόσα «πολλά» που δεν χρειάζεται να τα καταλάβεις, ούτε καν να τα συζητήσεις. Αρκεί που ήσουν εκεί και μοιράστηκες τον χρόνο, τον χώρο και την προσπάθεια των θεατρικών πλασμάτων να ξεδιπλώσουν την ανασφάλεια, την απογοήτευση, τη μοναξιά, την αγάπη, την επιθετικότητα, την έλλειψη σκοπού και τις ψευδαισθήσεις τους. Η λύτρωση δεν θα έρθει ποτέ, μην την περιμένεις. Η επόμενη ημέρα δεν θα φέρει κανέναν «Γκοντό» στη σκηνή, ακόμη κι ο αγγελιαφόρος του (Φούλης Μπουντούρογλου) που έρχεται και ξανάρχεται είναι πάντα μόνος και μεταφέρει το ίδιο μήνυμα. Ο Γκοντό δεν θα έρθει σήμερα. Ίσως αύριο. Μα και σήμερα και «αύριο» , σε αυτόν τον μη-χρόνο εσύ θα είσαι πάλι εδώ, σε αυτόν τον μη-τόπο λίγο πιο μόνος, λίγο πιο τυφλός, λίγο πιο γέρος, με έναν άλλο ρόλο, χωρίς τον φίλο σου, αλλά θα είσαι εδώ και θα έχεις την ίδια αγωνία και τον ίδιο φόβο, την ίδια χαρά και την ίδια απελπισία . Μα κυρίως την ίδια ελπίδα να «αλλάξεις» την εξαθλιωμένη ζωή σου και να απαλλαγείς από τα αδιέξοδά σου. Ή μήπως ούτε κι αυτή η ίδια η ελπίδα υπάρχει; Είναι κι αυτή μια μη-επιθυμία. Όπως εύστοχα εκφράζει η λατινική ρήση «ubi nihil valis, ibinihil velis», δηλαδή «Εκεί που δεν υπάρχει τίποτα δεν πρέπει να επιθυμείς τίποτα».

Αυτή είναι και η ουσία και το δώρο που σου προσφέρει το σουρεαλιστικό και μοντέρνο «Περιμένοντας τον Γκοντό». Το ακινητοποιημένο, αλλά ανήσυχο εσωτερικά έργο. Ο σκηνοθέτης κατάφερε με αξιοσημείωτη θεατρικότητα και αναπαραστατικότητα να δημιουργήσει ένα μπεκετικό σύμπαν στη σκηνή, όπου αν και τίποτα δεν καταλήγει κάπου, εντούτοις η βασική εντύπωση επιτυγχάνεται, το ποιητικό μυστήριο είναι παρόν. Σε αυτό το μέρος, όπου τα ανθρώπινα πλάσματα φτάνουν δίχως να γνωρίζουν πως και πότε έφτασαν εκεί, η υπαινικτική αυτή ατμόσφαιρά της παράστασης με ένα αίσθημα του εφήμερου που τονίζεται από τα υπέροχα σκηνικά και τον φωτισμό που δεν καθηλώνεται, μα αλλάζει καθώς αλλάζουν οι διαθέσεις των ηρώων, αναπτύσσει βαθιά συναισθήματα. Ενοχλητικά και υπερβολικά ή ήσυχα και εσωτερικά, αυτό που μετράει στο τέλος είναι ότι το έργο «εξημερώθηκε» και η ουσία του φανερώνεται στη φαντασία των θεατών και γίνεται μέρος της εμπειρίας τους με τόσους διαφορετικούς τρόπους, όσες και οι προσλαμβάνουσες του κοινού και η ψυχολογική τους κατάσταση.

“Θα πάψετε επιτέλους να με βασανίζετε με τον καταραμένο τον χρόνο σας! Είναι απάνθρωπο! Πότε! Πότε! Μια μέρα! Δεν σας φτάνει αυτό; Μια μέρα σαν τις άλλες, μια μέρα μουγγάθηκε, μια μέρα τυφλώθηκα, μια μέρα θα κουφαθούμε, μια μέρα γεννηθήκαμε, μια μέρα θα πεθάνουμε, την ίδια μέρα, την ίδια ώρα, την ίδια στιγμή, δε σας φτάνει αυτό; Ξεγεννάνε καβάλα σ' ένα τάφο, αστράφτει το φως μια στιγμή, κι ύστερα πάλι σκοτάδι”.
Στο τέλος, μένει μόνο η προσπάθεια. Να τα καταφέρουμε. Να υπάρξουμε. Όπως εύστοχα είχε πει κι ο ίδιος ο Μπέκετ «Πάντα προσπάθεια. Πάντα αποτυχία. Δεν πειράζει. Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα».

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ