Κριτική για την παράσταση "Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε"

Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Στο έργο του Πιραντέλλο κυριαρχούν οι αντιθέσεις,  το «είναι» και το «φαίνεσθαι», το άτομο και η κοινωνία, οι διαφορετικές οπτικές και το κάλεσμα για ενδοσκόπηση.

Ο Λουίτζι Πιραντέλλο λέει ότι «Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε», καθώς ο Λαουντίζι (Γιάννης Λασπιάς) υποστηρίζει την άποψή ότι η ανιψιά του η Ντίνα (Άντα Κουγιά), που την έχει κιόλας βαφτίσει, έχει άμεση σχέση με τη Θεωρία της Σχετικότητας. Μια συμπαγής, μεγάλη σε διαστάσεις, μάζα όταν κινείται, καμπυλώνει το χωροχρόνο γύρω της, ώστε τα μικρότερης μάζας αντικείμενα να συμπαρασύρονται από αυτήν και να την ακολουθούν. Αυτό λέει ο Αϊνστάιν.  Ο Πιραντέλλο διατύπωσε την ίδια άποψη για τον κοινωνικό χωροχρόνο.  Η Ντίνα, ένα κάπως τροφαντό κοριτσάκι χοροπηδά ανέμελο πάνω σε μικρό τραμπολίνο όσο εκείνος μιλά για την «καμπύλωση που το πλασματάκι αυτό κάνει στο χώρο και το χρόνο». Όλα αυτά σε ένα υπέροχο παιχνιδιάρικο σκηνικό, όπου οι υπόλοιποι πέντε ήρωες είναι καθισμένοι σε καροτσάκια του σούπερ μάρκετ μετασκευασμένα σε πολυθρόνες και κρεμασμένοι με τροχαλία από την οροφή. Είναι όπως αυτό που θα εξηγήσει παρακάτω ότι όλα είναι σαν την κίνηση των ουρανίων σωμάτων, των αυτόφωτων και των ετερόφωτων. Των σημαντικών και των ασήμαντων.»

Αμέσως διαμορφώνεται μια ατμόσφαιρα μυστηρίου, «παραξενισμού» και κωμικού παροξυσμού. Το κοινωνικό σώμα, μέσω του καταναλωτισμού και του ελέγχου της συμπεριφοράς, ενυπάρχει σε αυτά τα μυστηριώδη καροτσάκια, που εξυπηρετούν την εμφάνιση των ηρώων και τη καθυπόταξή τους σε μια κοινώς αποδεκτή θεώρηση της πραγματικότητας που τους περιβάλλει. Οι φίλες Αμάλια Αγκάτσι (Λαμπρινή Θάνου), η κυρία Σιρέλλι (Ασημένια Παπαδοπούλου) και η φίλη της τελευταίας η κυρία Τσίννι(Βίκυ Αθανασίου), κουτσομπόλες και περιορισμένης διάνοιας, προσπαθούν να εντάξουν στον υποτιθέμενο συλλογισμό τους και τη μικρή Ντίνα(Άντα Κουγιά), που ακολουθεί πιστά. Πολλοί οι υπαινιγμοί του Πιραντέλλο.

«Αν ο άνθρωπος ανακαλύψει τρόπο να ελέγξει αυτή τη λύσσα ( εννοεί του  κουτσομπολιού), η δύναμη της θα είναι χιλιάδες φορές πιο καταστροφική από την ατομική ενέργεια του Άλμπερτ. Εδώ δεν ξέρουμε τι συμβαίνει στο ίδιο μας το σπίτι θα ξέρουμε τι γίνεται στα άλλα; Όσο και να προσπαθεί ο Λαουντίζι να τις πείσει ότι δεν υπάρχει μόνο μια αλήθεια, μια αντικειμενική αλήθεια, εκείνες  δεν πείθονται. «Να πιστεύετε στα μάτια σας , αλλά να λαμβάνετε υπ΄όψιν σας και αυτό που βλέπουν τα μάτια των άλλων.»

Η κυρία Φρόλα, αν και έρχεται από καταστροφή, από έναν μεγάλο σεισμό, φορά κόκκινο φόρεμα κι έχει ένα επιτηδευμένα δραματικό στυλ χωρίς όμως να δείχνει καθόλου χτυπημένη από αυτήν την συμφορά, αν και εκείνη θεωρεί το αντίθετο για τον εαυτό της και τη ζωή της.

Ο σύζυγός της, ή και γαμπρός της, την παρουσιάζει σχιζοφρενή και  δημιουργεί μια περίεργη πλεκτάνη γύρω από τη σχέση τους. Την παρουσιάζει πεθερά του , που αγνοεί ότι έχει πεθάνει η κόρη της. Ενώ διατηρεί μια σχέση μακρόθεν μαζί της, με συναντήσεις από το μπαλκόνι και με ανταλλαγή σημειωμάτων. Τι να πιστέψει κανείς; Ούτε τον εαυτό του κάποιος δεν μπορεί να εμπιστευτεί. Ποιος αλήθεια είναι ο καθένας από όλους επί σκηνής και κάτω από αυτή.

Η κοινωνική κατακραυγή είναι μια τρομερή βία, που ασκείται στο άτομο, που πρέπει να αποδείξει την εικόνα του και να την κάνει αποδεκτή από το σύνολο γύρω του. Η κυρία Φρόλα ( Μάνια Παπαδημητρίου) αποφεύγει να αντιπαρατεθεί  επικαλούμενη διάφορες δικαιολογίες, όπως εξάλλου και ο γαμπρός της, κύριος Πόνζα(Νίκος Καραστέργιος). Και οι δύο υπερασπίζονται τη δική τους αλήθεια και παρουσιάζουν μια εικόνα τρελού από την αρχή. Και οι δύο έχουν δημιουργήσει, άλλος περισσότερους και άλλος λιγότερους, οπαδούς. Όπως και να έχει το κοινωνικό σώμα διχάζεται, ο καθένας υπεραμύνεται της δικής του αλήθειας και σε αυτό προστίθεται επιτυχώς η πολιτική με το πρόσωπο του Νομάρχη, ένα πρόσωπο κύρους (Πάνος Σκουρολιάκος ) αλλά και τα όργανα της Τάξης με το πρόσωπο του αστυνόμου- ερευνητή Τσεντούρι, ενός λαϊκού ανακριτή της παλιάς γειτονιάς των νεοφερμένων γειτόνων  (Αντώνης Καφετζόπουλος). Όλοι επιδεινώνουν το πρόβλημα, το οποίο παραμένει άλυτο ή για κάποιους εξαρχής λυμένο. Η εξουσία, ο Νομάρχης θέλει μια εικόνα αντικειμενική, που θα καθησυχάζει την κοινωνία και δε θα ταράζει τα πράγματα. Ο Πάνος Σκουρολιάκος, στην βιντεοσκοπημένη παρέμβασή του, αποδίδει πιστά αυτό το προφίλ της εξουσίας. Το ίδιο προσπαθεί και ο κ. Πόνζα, ακόμα και βασιζόμενος στη μαρτυρία ενός αστυνομικού περιορισμένης ευθύνης, όπως τον ενσαρκώνει ο Αντώνης Καφετζόπουλος που κι εκείνος εμφανίζεται σε βιντεοπροβολή, παραπέμποντας στον κρίσιμο ρόλο των media. Όλα πρέπει να είναι ελεγχόμενα και ήσυχα, ακόμα και αν εξαπατούμε τον εαυτό μας.

Κάποιος είναι αυτός που νομίζει ο ίδιος ότι είναι, αυτό που θα ευχόταν να είναι, αυτό που δηλώνει ότι είναι, αυτό που οι άλλοι βλέπουν ότι είναι, αυτό που η Διοίκηση, οι Αρχές νομίζουν ότι είναι ή αυτό που εκείνος έχει δηλώσει στις Αρχές ότι είναι; Περί ταυτότητας λοιπόν το έργο με ωραία σκηνικά, ωραίες ερμηνείες , ξεχωριστές αυτές του Λαμπέρτο Λαουντίζι(Γιάννης Λασπιάς), από την αρχή καλωσορίζει τους θεατές με νεύμα στο χώρο υποβάλλοντας έτσι την εγγύτητα και το άμεσο του θέματος προς συζήτηση στη σκηνή, επιμένοντας βέβαια σθεναρά στην πολυπρισματικότητα της αλήθειας. Η κα. Φρόλα (Μάνια Παπαδημητρίου) μέσα στη γενικότερη σύγχυσή της, με υπέροχη κίνηση και έξοχο μελαγχολικό παίξιμο στο πιάνο, η Ντίνα, η κόρη (Άντα Κουγιά) στην αρχή αγνό κοριτσάκι, μετά κάτω από τη γενικότερη καθοδήγηση αρχίζει σταδιακά να ταυτίζεται με τη μητέρα της Αμάλια Αγκάτσι( Λαμπρινή Θάνου) και τις φίλες της κυρία Σιρέλλι  (Ασημένια Παπαδοπούλου) και κυρία Τσίννι(Βίκυ Αθανασίου). Οπότε η μικρή αρχίζει να διεκδικεί τη γνώση της «αλήθειας» ή να επιβάλλει τη «δική» εκδοχή για αυτή, κατόπιν επιρροής των υπολοίπων και συνταύτισης με το γυναικείο φύλο. Όλες τους σε κάποια σκηνή έχουν μια κίνηση σαν κινούμενες κούκλες, γύρω από άξονα, γεγονός, που επιτείνει την αίσθηση του παιχνιδιού, μιας καθημερινότητας σε διαφορετική περίπτωση ανιαρής, με την οποία ασχολούμαστε.

Η υπηρεσιακή έρευνα του κύριου Αγκάτσι, ο πατέρας της Ντίνας και προϊστάμενος της έρευνας (Πασχάλης Μερμηγκάκης) για το τι συμβαίνει πραγματικά στο σπίτι των νεοφερμένων γειτόνων τους, που εμπλέκει τον Αστυνομικό και το Νομάρχη δε φαίνεται να επιλύει το ζήτημα. Υπάρχουν  αδιαμφισβήτητα παράλληλα σύμπαντα.

Πόσο αστείοι ή και τραγικοί μοιάζουμε όλοι μέσα στην αστειότητά μας. Στο τέλος όλα τα πρόσωπα ανεβαίνουν στην πρότερη θέση τους με τα κρεμασμένα καροτσάκια, όλοι  σαν κρεμασμένες κούκλες, μαριονέτες, χειραγωγούμενες και ανόητα κενές. Σε αυτό συνηγορούν και τα αντίστοιχα καταπληκτικά, κοστούμια εποχής. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Μίκας Πανάγου ακολουθούν τη σκηνοθετική γραμμή και υπηρετούν το στόχο του συγγραφέα.

Ωστόσο ο Πιραντέλλο, δεν αντιμετωπίζει τον άνθρωπο επικριτικά, δεν τον ταρακουνά, όπως ο Μπρεχτ. Και τους 9 ρόλους που δημιουργεί τους βλέπει τρυφερά, με μια χαρμολύπη, διαπιστώνει  τα όρια αντίληψής τους, και τους κοινωνικούς φραγμούς, που τους ελέγχουν.

Στο τέλος η κα Φρόλα και ο κος Πόνζα φτάνουν στα όριά τους, όταν ο καθένας θέλει να μάθει τα πάντα για αυτούς, νομίζουν και αυτοί ότι  ο καθένας ξέρει τον εαυτό του. « Αν εμάς μας αρέσει να ζούμε όπως ζούμε, εσάς τι λόγος σας πέφτει;» Η κα Φρόλα στο τέλος: «Μη με ρωτάτε ποια είμαι για τον εαυτό μου. Δεν είμαι ένα πρόσωπο. Είμαι γεγονότα αν θέλετε…και ..ναι τα γεγονότα είναι αντικειμενικά. Εγώ όμως όχι».

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ