Κριτική για την παράσταση "42497"

Από τον Ιωάννη Λάζιο

Εντός ενός φουτουριστικού και δυστοπικού κλίματος, με σκοτεινό και ανήλιο σκηνικό, λαμβάνει χώρα η παράσταση «42497» του Γιώργου Καπουτζίδη, ένα νέο έργο, εμφανώς επηρεασμένο από την περίοδο της πανδημίας. Παράλληλα, η θεματολογία του έργου είναι τραγικά επίκαιρη, εξαιτίας της συζήτησης για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και της πιθανής κλιμάκωσης του πολέμου στην Ουκρανία σε πυρηνικό πόλεμο. Αν και επίκαιρο, όμως, κατάφερε να μας κρατήσει το ενδιαφέρον;

Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Καταρχάς, ποιο είναι το δραματικό υπόβαθρο του έργου; Κάτι έχει συμβεί στον πλανήτη Γη, που καθιστά την ζωή στην επιφάνειά του αδύνατη και οι άνθρωποι καταφεύγουν σε υπόγειες σήραγγες για να επιβιώσουν. Πότε γίνεται αυτό το γεγονός; Αυτή η ερώτηση απαντάται μέσα από την αφήγηση της Κατιάνας Μπαλανίκα. Ωστόσο, το ερώτημα του "τι έγινε τελικά" δεν απαντάται. Μένει ανοιχτό. Με κάθε σενάριο πιθανό, δεν μπορούν να αξιολογηθούν οι συμπεριφορές των ηρώων. Αν αξίζει, δηλαδή, να τρέφουν ελπίδες για κάποια επάνοδο στην επιφάνεια του πλανήτη ή αν αυτή η σκέψη έχει αποκλειστεί από τα δεδομένα.

Κατόπιν, ποια είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα; Αν και γίνονται αρκετές αναφορές, που εξηγούν κατά κάποιον τρόπο το πλαίσιο δράσης των ηρώων, δεν είναι επαρκής η πληροφόρηση. Δεν εξηγείται σε μεγάλο βαθμό η συμπεριφορά των περισσότερων πέραν του πρωταγωνιστή (Δημήτρης Γκοτσόπουλος). Η Μπαλανίκα, για παράδειγμα, υποφέρει τρία χρόνια από πόνους, πιστεύει ότι αυτό που ζει είναι μια κόλαση, αλλά σε αντίστιξη με αυτά, επιθυμεί να παραμείνει στην ζωή. Η αυταρχική αρχηγός έχει κάποιο κίνητρο να εξουδετερώσει τους ενδεχόμενους αντιπάλους της; Θα κρατήσει με αυτό τον τρόπο την εξουσία για περισσότερο καιρό; Γιατί δρα με αυτό τον τρόπο; Όλα αυτά και άλλα ερωτήματα μένουν αναπάντητα και έτσι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα εξαντλείται σε μια επιδερμική παρουσίαση των συναισθημάτων των ηρώων.

Επιπλέον, και σε αυτό πρέπει να σταθούμε, ποιος είναι ο βασικός ήρωας; Δεν αρκεί να τον εντοπίσουμε ανάμεσα στα πρόσωπα. Ο συγγραφέας οφείλει να δώσει στους θεατές επαρκή στοιχεία για τον πρωταγωνιστή, έτσι ώστε να μπορούμε να κατανοήσουμε τη συμπεριφορά του. Ο πρωταγωνιστής του έργου διακρίνεται για το αίσθημα δικαιοσύνης. Πότε και πώς καλλιεργήθηκε αυτό; Αφού δεν έζησε τη ζωή στην επιφάνεια, αφού πήγε στα σχολεία του συστήματος, όπου δέχθηκε προπαγάνδα, ποιος ήταν αυτός που ενίσχυσε τις -ίσως- φυσικές τάσεις του ήρωα και πότε; Είναι περίεργος άνθρωπος και αναζητά απαντήσεις. Αυτή του η περιέργεια τον οδηγεί στην εξερεύνηση των αισθήσεών του. Εδώ πάλι ανακύπτουν ένα σωρό ερωτήματα που μένουν αναπάντητα: οι πρωταγωνιστές δεν αισθάνονται γιατί τους δίνουν κατασταλτικά με την τροφή τους, ή γιατί «εκπαιδεύονται» έτσι; Γιατί ο βασικός ήρωας διαφέρει από τους υπόλοιπους; Μα το σημαντικότερο ερώτημα είναι γιατί καταλήγει ο ήρωας στον ομοφυλοφιλικό έρωτα. Γιατί η σχέση του με το νέο μέλος της κοινότητας δεν είναι απλώς φιλική; Πολλά -και τα περισσότερα αναπάντητα- ερωτήματα βασανίζουν κάθε σκεπτόμενο θεατή. Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προστεθεί ότι το έργο είναι γραμμένο σε σεκάνς, οι οποίες αλλάζουν πολλές φορές απότομα και χωρίς νοηματική ή άλλη συνάφεια, διαρρηγνύοντας έτσι την σχέση ανάμεσα στο «όλον» και τα μέρη του.

Κατά κάποιον τρόπο, αν θέλουμε να συνοψίσουμε τα παραπάνω, θα λέγαμε ότι πρόκειται για ένα έργο γεμάτο ιδέες, οι οποίες όμως δεν εναρμονίστηκαν στις ειδικές συνθήκες, που καθιστούν ένα θεατρικό κείμενο «σωστό». Προσοχή! Όχι καλό ή κακό, που έχει να κάνει με αισθητικά πρότυπα, αλλά σωστό, που δείχνει την ορθότητα με την οποία έχει αποδοθεί η ιδέα. Αν, δηλαδή, ο δραματουργικός και δραματικός άξονας έχει παραθέσει όλες τις αναγκαίες για τον θεατή πληροφορίες. Δυστυχώς, δεν πιστεύω ότι αυτοί οι δύο άξονες ικανοποιούν την ανάγκη μου για μέθεξη στο συγκεκριμένο έργο.

Έχοντας ως αφετηρία ένα κείμενο με αρκετές δυσκολίες, η σκηνοθεσία ακολουθεί. Όπως, λοιπόν, το κείμενο είναι αρκετά αφηρημένο, έτσι είναι και η σκηνοθεσία. Ο Γιώργος Καπουτζίδης προσπαθεί να δημιουργήσει ατμόσφαιρα, αλλά εξαιτίας της απουσίας ρυθμού και του τρόπου γραφής (σεκάνς) δεν το καταφέρνει. Πιο πολύ δημιουργεί συνθέσεις ανά στιγμές, παρά ένα ενιαίο αποτέλεσμα και όλα αυτά σε έναν βασανιστικά αργό ρυθμό.

Εναρμονισμένη με την σκηνοθετική ματιά ήταν η αισθητική τόσο του άρτιου σκηνικού της Μαίρης Τσαγκάρη, όσο και των όμορφων κοστουμιών της Κικής Γραμματικοπούλου.

Ως προς τις ερμηνείες, σίγουρα ξεχωρίζει από όλες τις άλλες η ερμηνεία της Κατιάνας Μπαλανίκα. Τόσο λόγω της γραφής του ρόλου, όσο και του ότι είναι συνυφασμένη η ίδια με το να μας φέρνει το χαμόγελο στα χείλη, η κυρία Μπαλανίκα λειτουργεί σαν βαλβίδα αποσυμπίεσης γέλιου στο κατά βάση καταθλιπτικό έργο. Βέβαια, δεν ξέρω αν ο κυνισμός του χιούμορ του χαρακτήρα της Μπαλανίκα εναρμονίζεται με το υπόλοιπο έργο, αλλά αυτό συμβαίνει... Οι υπόλοιποι ηθοποιοί (Δημήτρης Γκοτσόπουλος, Γιούλη Τσαγκαράκη, Ανθή Σαββάκη, Μανώλης Κλωνάρης, Αποστόλης Ψαρρός, Ειρήνη Βαλατσού) ερμήνευσαν ικανοποιητικά τους ρόλους τους, με εξαίρεση τον Μιχάλη Συριόπουλο, ο οποίος άρθρωνε τον λόγο του σε έναν ακόμη πιο βασανιστικά αργό ρυθμό από αυτόν που κινούνταν η σκηνοθεσία.

Κοντολογίς, πιστεύω ότι ο Γιώργος Καπουτζίδης σε μια προσπάθεια, συμπερίληψης πολλών κοινωνικών, φιλοσοφικών και μεταφυσικών ανησυχιών του, εκτροχιάστηκε καταλήγοντας σε μια αρκετά νωχελική (σε ορισμένα σημεία μελό) και μακρόσυρτη παρουσίαση των ιδεών του. Δυστυχώς, αν και είναι καταφανείς οι καλύτερες προθέσεις από μεριάς του δημιουργού, το αποτέλεσμα δεν τον δικαιώνει.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ