Κριτική για την παράσταση "Άγγελος εξολοθρευτής"

Από την θεατρολόγο Μαρινέλλα Φρουζάκη

Σουρεαλιστικού ύφους και ισάξιος των πρώτων και εμβληματικών του ταινιών, όπως ο «Ανδαλουσιανός Σκύλος» (Un chien andalou) και η «Χρυσή εποχή» (L' Âge d' Or), για τις οποίες συνεργάστηκε με τον Σαλβαδόρ Νταλί, ο «Εξολοθρευτής Άγγελος» («El ángel exterminador»), δανείζεται τον τίτλο του από ένα Τάγμα Καθολικών του 19ου αι. που σκοπό του είχε την εξόντωση των δημοκρατών, αλλά δεν κάνει καμία αναφορά σε κάτι τέτοιο. Επίσης, ο όρος απαντά στην Αποκάλυψη. Ο αρχικός τίτλος ήταν «Οι ναυαγοί της οδού Προνοίας» και το σενάριο, στη συγγραφή του οποίου συμμετείχε ο σεναριογράφος Luis Alcoriza, το υπογράφει ο ίδιος ο σκηνοθέτης.

Ο Buñuel αναφέρεται στις φροϋδικές ιδέες που κυριαρχούσαν στην Ευρώπη εκείνη την εποχή αλλά τις πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα με την απελευθέρωση αυτών των φυλακισμένων χαρακτήρων. Χρησιμοποιεί τη θεωρία του Φρόυντ σύμφωνα με την οποία η ίδια η σκέψη μας ως ο βασικός μηχανισμός παραγωγής υποκειμενικών κι επομένως, διαστρεβλωμένων ερμηνειών τού γύρω μας κόσμου – κι η μνήμη, – ως ο μηχανισμός αναπαραγωγής των λανθασμένων αυτών ερμηνειών, είναι τα γενεσιουργά αίτια της νεύρωσης, και καταλήγει στην θεωρία της εγγενούς διαστροφή της Λογικής του Νίτσε, σύμφωνα με την οποία ο ανθρώπινος εγκέφαλος παίζει παιχνίδια προς τον εαυτό του, επιλέγοντας να δημιουργήσει δυσεπίλυτα προβλήματα, παρά να τα επιλύσει. Έτσι ο Buñuel κλείνει το μάτι στην ψυχανάλυση ασπαζόμενος τη θεωρία του Νίτσε: ο μηχανισμός της σκέψης, έχει ως κύριο γνώρισμά του την αέναη δημιουργία προβλημάτων και την αυτοπαγίδευση του σε μικρούς χώρους χωρίς διαφυγή.

Ο Buñuel εισήγαγε τις ιδέες της επανάληψης και των αναμενόμενων και των μη αναμενόμενων γεγονότων νωρίς στο δείπνο. Ο οικοδεσπότης, Edmundo Nobile, κάνει μια πρόποση σχετικά με την όπερα που μόλις όλοι παρακολούθησαν. Οι φιλοξενούμενοι με χαρά απαντούν στην πρόποση. Πολύ σύντομα, ο Nobile κάνει την ίδια πρόποση ξανά, αλλά αυτή τη φορά, προς απορία του, οι επισκέπτες τον αγνοούν – η προβλέψιμη κατάσταση έχει γίνει ήδη απρόβλεπτη. Η οικοδέσποινα Lucia λέει στους καλεσμένους της ότι πρόκειται να μεταβάλει τη συνήθη σειρά των πιάτων με ένα μαλτέζικο πιάτο. Ο σερβιτόρος έρχεται με την πιατέλα αλλά σκοντάφτει, πέφτει και ρίχνει το φαγητό. Οι επισκέπτες γελούν επειδή το περιστατικό είναι αρκετά απροσδόκητο. Ο Buñuel μας ζητά από την αρχή να παρατηρήσουμε τη διαφορά μεταξύ του τι είναι τυχαίο και απρόβλεπτο και τι είναι χαρακτηριστικό και προβλέψιμο.

Σημείωμα σκηνοθέτη

Ένα δείπνο λαμβάνει χώρα σε μια πολυτελή έπαυλη. Κάποια στιγμή έρχεται η ώρα να φύγουν οι επισκέπτες. Τότε διαπιστώνουν ότι δεν μπορούν να βγουν από το σαλόνι. Ο άγγελος εξολοθρευτής παγιδεύει μέλη της υψηλής κοινωνίας σε ένα περιβάλλον που τα αναγκάζει να έρθουν αντιμέτωπα με την πραγματικότητα. Ο άγγελος τιμωρεί. Αναγκάζει τους επισκέπτες να επιδοθούν σε βάρβαρες πράξεις για να τους δείξει τη σκληρή πλευρά της ανθρώπινης φύσης.

Τη στιγμή της κρίσης ξεχνούν τους τρόπους τους και στρέφονται ο ένας ενάντια στον άλλο. Σε μια εποχή πολιτικής αβεβαιότητας, το κοινό ερώτημα του «τι πρόκειται να συμβεί», ο πανικός αλλά και η αδράνεια που το συνοδεύουν, βρίσκουν την ηχώ τους σ’ αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι μετά βίας μπορούν να ξεσηκωθούν για να βγουν από το δωμάτιο, να δράσουν αποφασιστικά για την επιβίωσή τους. Όπως στο τέλος της ζωής των περισσότερων ανθρώπων, έτσι και στο τέλος της παραμονής σε αυτό το σαλόνι οι επισκέπτες περιμένουν τον θάνατο. Ίσως τελικά αυτό το σαλόνι να συμβολίζει τη ζωή: η ζωή είναι σαν ένα σαλόνι από όπου δεν υπάρχει διαφυγή.

Η παράσταση της Μπρούσκου δεν αποτελεί ένα πιστό ριμέικ της ταινίας, αλλά εστιάζει κυρίως στον εγκλεισμό αυτών των ανθρώπων, το ότι δεν μπορούν να φύγουν και τελικά επιδίδονται σε κανιβαλισμό, φτάνουν στο έσχατο σημείο της ανθρώπινης υπόστασης − καταρρέει ο πολιτισμός και γίνονται ζώα με τον τρόπο που μπορεί να γίνει ο άνθρωπος ζώο. «Πρόκειται για μεγαλοαστούς που βγάζοντας το σακάκι καταλήγουν να σφάζουν πρόβατα − θα μπορούσαν να φάνε ο ένας τον άλλον. Βγαίνει όλη τους η επιθετικότητα, το μίσος, κι αρχίζουν οι συγκρούσεις μεταξύ τους, ένα θρησκευτικό παραλήρημα κατά το οποίο επικαλούνται εξωγενείς δυνάμεις για να σωθούν, από τα μάγια μέχρι τη θρησκεία. Αυτοί οι άνθρωποι, από την ώρα που τους εγκαταλείπουν οι υπηρέτες τους, που θα μπορούσαν να είναι ο λαός, δεν μπορούν να δράσουν, βρίσκονται σε μια παθητική κατάσταση. Δεν μπορούν να κάνουν τίποτα, ενώ κανείς δεν τους εμποδίζει, φανερά, τουλάχιστον. Ίσως να είναι και ένα φαινόμενο της εποχής μας αυτό, το ότι θέλουμε να κάνουμε πράγματα, μιλάμε γι' αυτά, αλλά δεν τα κάνουμε και μοιραία γινόμαστε παθητικοί θεατές ενός παγκόσμιου δράματος», όπως σημειώνει η σκηνοθέτης.

Για να λύσουν εν τέλει το πρόβλημα και να μπορέσουν να φύγουν πρέπει να επαναλάβουν την είσοδό τους, το πώς μπήκαν και σε ποιες θέσεις καθόντουσαν. Αφού συμβεί αυτό, ξαφνικά καταφέρνουν να ξεφύγουν. Μετά εγκλωβίζονται πάλι σε μια εκκλησία. Σημασία έχει ότι αυτό που συνέβη δεν τους έκανε καλύτερους, απλώς ξαναγυρίζουν σε αυτό που ήταν πριν, τα πράγματα δεν αλλάζουν. Απ' έξω γίνονται διαδηλώσεις, η αστυνομία χτυπάει το πλήθος, υπάρχει μια εξέγερση, αλλά αυτοί επιστρέφουν στην προηγούμενη κατάστασή τους. Δεν υπάρχει λύση κι αυτό επαναλαμβάνεται σαν λούπα, δεν έχει τέλος.

Η θρησκευτική άποψη του έργου, αφορά κυρίως στον φόβο για τον θάνατο, μήπως χάσουν μια ζωή που δεν μπορείς εύκολα να εγκαταλείψεις όσο την απολαμβάνεις. Όλη αυτή η αγωνία μετατρέπεται σε έναν τρόμο που της κάνει να συμπεριφέρονται σαν ζώα στο τέλος. Γι’ αυτό επικαλούνται τη θρησκεία, έχουν ψευδαισθήσεις, οράματα και παραληρούν, γιατί θέλουν να της σώσει κάποιος. Ουσιαστικά, αυτή η τάξη έχει να κάνει με τον εαυτό της, με τον τρόπο που αντιμετωπίζει τη ζωή.

Όσον αφορά στην σεξουαλικότητα, υπάρχει ο ηλικιωμένος μαέστρος, ο οποίος την ώρα που κοιμούνται οι άλλοι επιτίθεται στις γυναίκες σαν σάτυρος, πάει να τις βιάσει. Ένας αδερφός ομοφυλόφιλος και μια αδερφή που έχουν κάτι σαν αιμομικτική σχέση, μια γυναίκα που απατάει τον άντρα της, μια άλλη που δεν θέλει να έχει καμιά επαφή με το σεξ. Θέλω να βγάλω την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα. Όλοι έχουν επιθυμίες, ο ένας θέλει τον άλλον, χωρίς να το ξέρουν. Γενικά, όλοι έχουν πάρα πολλές νευρώσεις. Υπάρχει κι ένα ζευγάρι εραστών που είναι ερωτευμένοι, δεν αντέχουν και αυτοκτονούν.

Οι εξαιρετικές ερμηνείες, σε συνδυασμό με τον ανυπέρβλητο σκηνικό χώρο, αποτελούν τα δυνατά χαρτιά της όλης παράστασης. Το σκηνικό κινείται σε ρεαλιστικές γραμμές, αποδίδει με επιτυχία την αριστοκρατική αισθητική της εποχής. Αμέσως μόλις μπαίνεις στον χώρο σε υποδέχεται ένα εικαστικό θαύμα, με τους τεράστιους καθρέφτες να δεσπόζουν στο πίσω μέρος, και το υψηλής αισθητικής στρωμένο τραπέζι. Όλη η σκηνική και εικαστική επιμέλεια ανήκει στην Μαρία Παπαδημητρίου. Τα εξπρεσιονιστικής αισθητικής κουστούμια ανήκουν στην Άντζελα Μπρούσκου. Οι post punk κομμώσεις επίσης απογείωναν την συνολική αισθητική της παράστασης. Οι φωτισμοί της Στέλλας Καλτσού ανέδειξαν το ζόφο του εγκλεισμού και συνάμα το φωτεινό πεδίο της ειρωνείας. Πολύ καλογυρισμένα και τα βίντεο της παράστασης του Αλέξανδρου – Ρωμανού Λιζάρδου, προσέφεραν μια κινηματογραφική ματιά στην παράσταση, μεταφέροντάς μας τα φαρσικά και γκανγκ στοιχεία της ταινίας. Καθοριστικό ρόλο θεωρώ ότι διαδραμάτισε και η μετάφραση – απόδοση του Θέμελη Γλυνάτση. Προσωπικά, λάτρεψα τις στιγμές της «κρυφής» αλλά ταυτόχρονα φανερής κάμερας, που μας παρουσίαζαν τα γεγονότα «πίσω από τις κάμερες», ένα απόλυτα κινηματογραφικό στοιχείο.

Ένας έξοχος Κωνσταντίνος Τζούμας στο ρόλο του Nobile που διατηρεί την ευγένεια του ονόματος του μέχρι τέλους. Ο μοναδικός Άγγελος Παπαδημητρίου, που με είχε μαγέψει ως Γκάμπι, φέρνει το για πολλά χρόνια alter ego του Bunuel στη σκηνή, ενσαρκώνοντας με μοναδική μαεστρία τον Σαλβαδόρ Νταλί. Η Θέμις Μπαζάκα με χειρουργική μαεστρία ισορροπεί ανάμεσα στον τρόμο και τη φάρσα στο ρόλο της οικοδέσποινας. Εξαιρετικός και ο Γιώργος Κοψιδάς, ερμηνεύει τον μπάτλερ με αυστηρότητα και ακρίβεια. Η Nalyssa Green , η οποία λαμβάνει και τα εύσημα για την μουσική της παράστασης, φέρνει την απόκοσμη γοητεία της ως πιανίστρια, και παρτενέρ του μαέστρου. Η Βάλια Παπαχρήστου πλούσια ερμηνευτικά, αποδίδει εύστοχα την ελευθερία του ακαταλόγιστου της ηρωίδας της, η οποία επιμελήθηκε τη θεσπέσια κινησιολογία των ηθοποιών. Τέλος, ο Άρης Παπαδημητρίου χαρίζει την πιο συναισθηματική, ποιητική σχεδόν ερμηνεία της παράστασης.

Εν τέλει, μιας μοναδικής αισθητικής διασκευή, παντρεύοντας με τρόπο μοναδικό 3 καλλιτεχνικά ρεύματα, ρεαλισμό, εξπρεσιονισμό και υπερρεαλισμό, και παρουσιάζοντας την αμιγώς θεατρική «ψίχα» του έργου.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ

1 ΣΧΟΛΙΟ