Κριτική για την παράσταση "Αλέξης Ζορμπάς"

Από την Υπ. Διδάκτoρα Θεατρολογίας Σιμόνη- Μαρια Γκολούμποβιτς 

Ο Γιάννης Κακλέας και ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος διασκεύασαν το πρώτο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη με τον τίτλο Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946) στο «ΘΕΑΤΡΟΝ» του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος», σε παραγωγή του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού και των θεατρικών παραγωγών «Τεχνηχώρος». Ο κεντρικός ήρωας, ο Ζορμπάς, είναι πραγματικό πρόσωπο και ο Καζαντζάκης είχε συνεργαστεί μαζί του σε μια επιχείρηση μεταλλείων στη Μάνη. Στο έργο βέβαια το πρόσωπο μυθοποιείται και το σκηνικό της δράσης τοποθετείται στην Κρήτη, όπου ο συγγραφέας (αφηγητής) και ο Ζορμπάς προσπαθούν να εγκαταστήσουν λιγνιτωρυχείο. Ο πρώτος είναι το «αφεντικό» και ο δεύτερος ο αρχιεργάτης. Δεν ξέρουν και πολλά πράγματα από τέτοιες δουλειές, αλλά ούτε και τους ενδιαφέρει αν αποτύχουν. Ο συγγραφέας, άνθρωπος των βιβλίων και του στοχασμού, «διανοούμενος» και «καλαμαράς», αναζητάει σ' αυτή την περιπέτεια μια εμπειρία χρήσιμη για τη σκέψη του. Ο Ζορμπάς από την άλλη, γέρος, ορθόκορμος, κοκαλιάρης, γεμάτος ζωική ορμή, κινούμενος από το ένστικτο και το συναίσθημά του, απόλυτα ελεύθερος και έτοιμος για κάθε παράτολμη πράξη— αποτελεί την αντίθεση προς το συγγραφέα, αυτό που ο συγγραφέας θα ήθελε να ήταν, αν μπορούσε. Οι δυο μαζί συνθέτουν ολόκληρο το φάσμα της ζωής: σκέψη και δράση.

Ο σκηνοθέτης Γιάννης Κακλέας εμπνευσμένος από τον Καζαντζάκη και τον ήρωά του ανέγειρε επί σκηνής μια εντυπωσιακή και επιβλητική υφή δραματικής ψευδαίσθησης, με ζωντανές και παλλόμενες πολυπρόσωπες σκηνές. Το έργο είναι χωρισμένο σε σκηνές, με την κάθε μία να παρασημοφορείται από εντυπωσιακή σκηνογραφία και ποικιλία. Ο θεατρικός χώρος κατέστη ευέλικτος από τα καλαίσθητα και λειτουργικά νατουραλιστικά σκηνικά του Μανόλη Παντελιδάκη που τον μετέτρεπαν άλλοτε σε λιμάνι του Πειραιά ή σε ορυχείο, σε ξενοδοχείο της Μαντάμ Ορτάνς, σε καφενείο της Κρήτης ή και σε εκκλησία. Οι φωτισμοί της Στέλλας Καλτσού εύστοχοι όπως και τα κουστούμια της Ηλένιας Δουλαδίρη. Η κινησιολογία προσεγμένη αρκετά με χαρακτηριστικό σημείο τη σκηνή του Κρητικού χορού. Εξαιρετική και η μουσική επιμέλεια από τον Βάιο Πράπα, που επέλεξε εύστοχα να χρησιμοποιήσει την πρωτότυπη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη αλλά και η στιγμή της ερμηνείας του τραγουδιού Μαργαριταρένια μου από την Πηνελόπη Σεργουνιώτη, η οποία εντυπωσίασε φωνητικά και καθήλωσε με την ερμηνεία της.

Ο Γιάννης Στάνκογλου ως Ζορμπάς προσέγγισε τον ήρωα του στο πλαίσιο του λαϊκού ανθρώπου που χαρακτηρίζεται από εξυπνάδα, παρρησία, ευθύτητα, θάρρος και ένταση. Όμως σε αρκετές σκηνές αναλώθηκε σε μια στερεοτυπική ερμηνεία απόδοσης της «πρωτόγονης» παρορμητικότητας και της ζωντάνιας του ήρωα χωρίς να τονιστεί επαρκώς και φιλοσοφική πλευρά του, η οποία εν τέλει αποδόθηκε ως επί το πλείστον μέσα από τις περιγραφές του αφεντικού.

Ο Αιμιλιανός Σταματάκης ενσάρκωσε τον διττό ρόλο του αφεντικού, του συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη ,ο οποίος αφενός ήταν δραματοποιημένος (ομοδιηγητικός) και αφετέρου μη δραματοποιημένος αφηγητής (ετεροδιηγητικός), με τη δράση του να περιορίζεται στην αφήγηση και τη περιγραφή σκηνών και γεγονότων του έργου. Ο Σταματάκης - με εξαίρεση κάποιες στιγμές- προσέγγισε τον ρόλο του αφηγητή με μια ρυθμική μονοτονία δίνοντας την εντύπωση εγκλωβίσμού στην (ποιητικο)-δραματική γλώσσα του κειμένου, με αποτέλεσμα να μετατρέψει τον Καζαντζάκη του σε μια φιγούρα που παραπέμπει σε ρητορικό φιλόσοφο που εξέφραζε τις σκέψεις του με μια στυλιζαρισμένη δομή. Συνεπώς η παραπάνω ερμηνευτική προσέγγιση επηρέασε και την υποκριτική του και ως δραματικό χαρακτήρα χωρίς χρώμα και κορυφώσεις στις μετατοπιζόμενες σκηνές του έργου.

Η Όλια Λαζαρίδου αποτυπώνει έξοχα την Μαντάμ Ορτάνς με το ταλέντο, τη γαλλοελληνική προφορά -που ίσως σε κάποιες σκηνές θα έπρεπε να μετριαστεί- και την τσαχπινιά της. Μέσω της ερμηνείας σκιαγράφησε τον χαρακτήρα που αναπολεί το παρελθόν του και την πεπερασμένη σωματική ύπαρξη και προσπαθεί να σφραγίσει τον τωρινό έρωτά της λίγο πριν το τέλος του. Πολύ καλές ερμηνευτικά η Ηλιάνα Μαυρομάτη, ως «ελκυστική» Χήρα με το υποκριτικό της ταλέντο, που κυμαίνονταν μεταξύ της αδρότητας και της ευαισθησίας και η Δέσποινα Πολυκανδρίτου ως Μαυραντώνενα ειδικά στη σκηνή του θρήνου για την απώλεια του γιου της, Παυλή (Αντώνης Καρναβάς).

Στις πολύ θετικές εμφανίσεις ο Ιβάν Σβιτάιλο στο ρόλο του Μαυραντώνη, ο οποίος προσέγγισε τον ήρωά του με το αρμόζον ύφος, την αμεσότητα και τη ζωντάνια. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στην συγκινητική σκηνή που κουβαλάει το πνιγμένο σώμα του γιου του, Παυλή. Απολαυστικοί οι Δημήτρης Φουρλής στο ρόλο του τρελού Μιμιθού, ο οποίος ερμήνευσε τον ρόλο του με μέτρο χωρίς να ανάγει τον ήρωά του σε καρικατούρα και ο Αντώνης Καρναβάς που με ιδιαίτερη ευαισθησία απέδωσε τον ρόλο του Παυλή, του έφηβου που γίνεται μάρτυρας ενός ανεκπλήρωτου νεανικού έρωτα προς την χήρα του χωριού. Τέλος, ο Θοδωρής Τσουανάτος υποδύθηκε τον Μανώλακα με αρμόζουσα συναισθηματική ένταση, φωνητικές κορυφώσεις και σκληρότητα που προσαρμόστηκαν κατάλληλα στη δομή του έργου.

Άξιος αναφοράς όλος ο καταξιωμένος θίασος που έδωσε ένταση και ρυθμό στην παράσταση: Νίνα Φώσκολου , Γιάννης Γιαννούλης , Δέσποινα Πολυκανδρίτου , Νικόλας Γραμματικόπουλος, Τέλης Ζαχαράκης, Νίκος Κωνσταντόπουλος, Ηρακλής Κωστάκης, Σοφία Μιχαήλ, Ματίνα Περγιουδάκη, Πηνελόπη Σεργουνιώτη, Δανάη Σταματοπούλου, Εμμανουήλ Στεφανουδάκης, Βασίλης Τσιγκριστάρης.

Συμπερασματικά, ο «Ζορμπάς» -με εξαίρεση τις κάποιες αδυναμίες της - πρόκειται στο σύνολό της για μια παράσταση θεαματική με ρυθμό, ένταση, χορό και μουσική, όπου συστήνει μέσα από τις συναπτές σκηνές την εικόνα του πρωταγωνιστή και τη στάση ζωής του και γοητεύει μέσω του έμμετρου λυρισμού και του παρατακτικού και κοφτού ύφους της.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ