Κριτική για την παράσταση "Contractions"

Από την Υπ. Διδάκτoρα Θεατρολογίας Σιμόνη- Μαρια Γκολούμποβιτς 

Το σκωπτικό θρίλερ με τίτλο “Contractions είναι ένα έργο του πολυβραβευμένου συγγραφέα Μάικ Μπάρτλετ, ο οποίος έχει τιμηθεί τρεις φορές με το βραβείο Lawrence Olivier, έχει κερδίσει το Old Vic New Voices award και το Writer's Guild Tinniswood and Imison, ενώ έχει προταθεί για το σύνολο του έργου του και για Bafta. Το “Contractions” πρωτοπαρουσιάστηκε στο Royal Court Theater του Λονδίνου το 2008.

Η σκηνοθετική προσέγγιση του Βασίλη Μαυρογεωργίου σε συμπαραγωγή των Λυκόφως και Zero Gravity στο θέατρο Μικρό Άνεσις, συνδύασε με θαυμαστό τρόπο κάθε εκφραστικό μέσο και δημιούργησε μια ρεαλιστική παράσταση με ρυθμό, ένταση και ενέργεια, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την ουσία του κειμένου (Χριστίνα Μπάμπου-Παγκουρέλη). Παράλληλα εστίασε στο εφιαλτικό καθεστώς της εργασίας σε μια πολυεθνική εταιρία και συγκεκριμένα στο δυστοπικό γραφείο της Μάνατζερ, που παρά την επιλογή λευκών και φωτεινών χρωμάτων στα έπιπλα προοικονομούσε την απειλή και το σκοτεινό μέλλον της υφιστάμενης (Κωνσταντίνος Ζαμάνης). Σε ένα καφκικό εργασιακό περιβάλλον, που διαπνέεται από την κατίσχυση του φόβου και την απουσία άμιλλας, με το χρήμα και την επιθυμία επαγγελματικής ανέλιξης να αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού αναπτύσσεται η εξοντωτική και απειλητική χειραγωγική σχέση μιας μάνατζερ (Κάτια Γέρου) και της υφιστάμενή της Έμμα (Μαριλίτα Λαμπροπούλου). Η υφισταμένη καλείται σε απολογισμούς από τη Μάνατζερ και ερωτάται για τις σχέσεις της με τους άλλους υπαλλήλους, επισημαίνοντας ότι απαγορεύονται οι ρομαντικές σχέσεις, που μπορεί να οδηγήσουν σε σεξουαλική σχέση.

Μετά από επαναλαμβανόμενες συναντήσεις καταλήγουν να μιλούν για έναν υπάλληλο τον Ντάρεν με τον οποίο η Έμμα είχε αρχικά μια συνάντηση, η οποία εξελίσσεται σε σχέση. Για να μην απολυθούν και οι δύο, με δέλεαρ την προαγωγή της Έμμας, η Μάνατζερ της ζητά να χωρίσουν. Δεδομένου πως περιμένουν παιδί ο Ντάρεν μετατίθεται στο Ρίτσμοντ, μίλια μακριά και η Έμμα κατόπιν της γέννας επιστρέφει στη δουλειά μετά από 7 ημέρες, όπου κατόπιν της ανακοινώνεται η επ’ αόριστον μετάθεση του Ντάρεν στο Κίεβο, στην Ουκρανία για να αποφευχθεί η ευνοιοκρατία και για να μην απολυθούν και οι δύο. Αποκορύφωμα της διαχείρισης της σχέσης του ζευγαριού από την εταιρεία αποτελεί η απαίτηση δολοφονίας του παιδιού από την Έμμα αλλά και η απόδειξη του θανάτου του με την μεταφορά της σωρού του ώστε οι επιστημονικοί συνεργάτες να πάρουν δείγμα για την ταυτοποίηση. Αυτό αποτελεί και το τελικό συμβάν το οποίο κατακερματίζει ψυχολογικά την Έμμα, η οποία παραπέμπεται στον ψυχίατρο της εταιρείας για υποστήριξη. Εν τέλει στην τελευταία συνάντηση τους όλα πια επανήλθαν στους αρχικούς ρυθμούς τους με την Μάνατζερ να δηλώνει ότι έχουν καθήκον μέριμνας για τους υπαλλήλους τους ως εταιρεία.

Πολύ απαιτητική η διδασκαλία των ρόλων αλλά επιτυχής, με τις δυο ηθοποιούς να ενσαρκώνουν εξαιρετικά κυρίως τα συναισθήματα, τις ψυχικές καταστάσεις και τα στοιχεία του χαρακτήρα των δραματικών προσώπων . Η Κάτια Γέρου απέδωσε εξαιρετικά τον ρόλο της Μάνατζερ της πολυεθνικής η οποία σταδιακά κατακερματίζει την ψυχοσύνθεση της Έμμας. Τα νοήματα που ο συγγραφέας εξέφραζε μέσα από τη γλώσσα του κειμένου εξυπηρετήθηκαν από την ηθοποιό στην πλήρη απόδοσή τους χωρίς να υπερβολές και παρεμποδίσεις. Το κοινό αντιλαμβανόταν διαρκώς μια γυναικεία φιγούρα, η οποία τυπικά παρέπεμπε σε μια σκληρή αντρική συμπεριφορά.

Η Μαριλίτα Λαμπροπούλου ως Έμμα απέδωσε με απόλυτη επιτυχία την σταδιακή συρρίκνωση της ηρωίδας της, που από την φρεσκάδα της παρουσίας της και την φυσική ενέργεια της εν τέλει μετατράπηκε σε ένα καταδικασμένο, εξασθενημένο και αδύναμο σώμα, που με τα βίας μπορούσε να σταθεί στη σκηνή, με την ευθραυστότητά του να προκαλεί συγκίνηση και τρόμο ταυτόχρονα. Οι χορευτικές κινήσεις της (Πάρης Μαντόπουλος) που συνοδεύονταν από την ευχάριστη μουσική υπόκρουση (Γιώργος Φουντούκος) -σημείο κατατεθέν για την έναρξη ενός νέου επεισοδίου μεταξύ των δυο γυναικών- μπορεί να ήταν επαναλαμβανόμενες και μηχανικές μεν, αλλά οι σημασίες που εκφράστηκαν μέσω αυτών αλλά και ο ερμηνευτικός συσχετισμός ρόλου και κίνησης λειτούργησαν ως σημεία της ψυχοσύνθεσης του δραματικού προσώπου, της εξάλειψης της ατομικότητας του και εν τέλει ως επέκεινα που λάμβαναν χώρα.

Τα κουστούμια του Κωνσταντίνου Ζαμάνη ήταν σύγχρονα και λιτά και συνδυάστηκαν αρμονικά με τον όλο χώρο και με την αίσθηση του επίκαιρου. Τέλος οι φωτισμοί από την Στέλλα Κάλτσου προσέδωσαν χρώμα στην σκηνή και τόνισαν τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των ηρωίδων.

Συμπερασματικά πρόκειται για μια σκηνοθετική προσέγγιση, όπου πολύ εύστοχα απεικόνισε τις δυσμενείς συνθήκες που λαμβάνουν χώρα σε συγκεκριμένα εργασιακά περιβάλλοντα αλλά και κοινωνικά ευρύτερα, τα οποία μετατρέπουν τους ανθρώπους σε ομήρους ενός απρόσωπου και γιγάντιου συστήματος.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ