Κριτική για την παράσταση "Εκάβη"

 

Από τον Ιωάννη Λάζιο

Δεν χωρά αμφιβολία ότι το κοινό, που μεταβαίνει στην Επίδαυρο για να παρακολουθήσει μια παράσταση, εκφράζει τη βαθιά του αγάπη για το θέατρο και ταυτόχρονα αξιώνει από τους συντελεστές της παράστασης ένα υψηλό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Όμως, η αξίωση ορθά δεν περιορίζεται στο καλλιτεχνικό, καθώς διεκδικεί ιδανική οργάνωση. Πράγματι, ο θεατής περιμένει πολλά όταν βρίσκεται στην Επίδαυρο και πιστεύω ότι καλά κάνει και διεκδικεί το κάτι παραπάνω. Κάποιοι χώροι αξιώνουν τέτοιες απαιτήσεις.

Στην παράσταση Εκάβη που είδαμε στην Επίδαυρο δεν χωρά αμφιβολία ότι περιμέναμε να δούμε την Ελένη Κοκκίδου να μεταμορφώνεται στη βασίλισσα, που πενθεί την πτώση της και τον χαμό των αγαπημένων της. Τη γυναίκα, που πενθεί την εαυτότητά της, που αναγκαστικά αλλάζει κι από βασίλισσα γίνεται σκλάβα. Μετατόπιση, που διατηρεί, όμως, ίχνη μεγαλείου. Δυστυχώς, η παρουσία της Ελένης Κοκκίδου δεν ικανοποίησε την προσδοκία μας. Φωνητικά αδύναμη με εύθραυστη φωνή, η κα Κοκκίδου δεν κατάφερε να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις του θεάτρου. Επιπλέον, έχανε τόσο συχνά τα λόγια της, που χαλούσε η ροή και η αρμονία του συνόλου. Όμως, το σημαντικότερο είναι ότι δεν κατάφερε να ισορροπήσει ανάμεσα στις δύο όψεις της Εκάβης: την πενθούσα και την περήφανη βασίλισσα.

Ακολούθως η Μαρίνα Καλογήρου στο ρόλο της Πολυξένης έμοιαζε χαμένη και αποπροσανατολισμένη στην σκηνή. Αδιαμόρφωτη ακόμα σκηνικά, σαφώς απομακρυσμένη από το πρόσωπο, που υποδυόταν. Ο Αλέκος Συσσοβίτης στο ρόλο του Αγαμέμνονα υπήρξε επιφανειακός και χωρίς καμία συναίσθηση του βάθους του ρόλου, απλά διεκπεραίωσε τον ρόλο του. Όμοια και η Ηλεάνα Μπάλλα υπήρξε διεκπεραιωτική, χωρίς ωστόσο να την βαραίνει η σημαντικότητα του ρόλου της. Ο Θανάσης Κουρλαμπάς στο ρόλο του Οδυσσέα απέδωσε ικανοποιητικά τον χαρακτήρα. Τέλος, ο Ερρίκος Μηλιάρης στον ρόλο του Πολύδωρου υπήρξε πειστικός.

Αυτός που διέφυγε της περιρρέουσας ατμόσφαιρας ερμηνευτικής μετριότητας και έδωσε το κάτι παραπάνω ήταν ο διονυσιακός Άκης Σακελλαρίου στον ρόλο του Πολυμήστορα. Απέδωσε όλη την ανθρώπινη κακότητα, το μένος και την κατάρα μαεστρικά, υπερβαίνοντας την γενική ατμόσφαιρα και προσφέροντας ανάταση στο αφηρημένο κοινό.

Η σκηνοθέτιδα της παράστασης, Ιώ Βουλγαράκη, εντοπίζει το κέντρο του έργου στο συλλογικό πένθος και στο πώς αυτό κοινωνικοποιείται. Η Εκάβη είναι ένα πρόσωπο σύμβολο του πένθους του λαού της Τροίας, που βιώνει ταυτόχρονα με το «εθνικό» πένθος και ένα άλλο προσωπικό. Όμως δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο η Εκάβη της κ. Βουλγαράκη το καταφέρνει αυτό. Θεωρώ ότι η Ελένη Κοκκίδου δεν γίνεται εκφραστής του συλλογικού πένθους, ενώ πασχίζει να πείσει το κοινό και για το πολύ πιο βαθύ και προσωπικό της πένθος.

Μετατόπισε όμως την ευθύνη της απόδειξης του σκοπού της στον χορό, κυρίως στα λυρικά μέρη. Ο χορός (Ασημίνα Αναστασοπούλου, Ελισσάβετ Γιαννοπούλου, Μαρία Κωνσταντά, Ευσταθία Λαγιόκαπα, Λυγερή Μητροπούλου, Ειρήνη Μπούνταλη, Χρύσα Τουμανίδου, Αμαλία Τσεκούρα) κατέδειξε ικανοποιητικά, αλλά όχι απόλυτα τον πυρήνα της σκέψης της σκηνοθέτιδας. Το τίμημα, βέβαια, αυτής της απόδειξης ήταν η οκνηρία του κοινού, που υπέφερε σε πολλά σημεία από την βραδύτητά του, σε βαθμό που το έργο έκανε «κοιλιά».

Οπωσδήποτε στην επιτυχία των λυρικών μερών συνέβαλε τα μέγιστα ο Νίκος Γαλενιανός με την εξαιρετική μουσική του και η Άρτεμις Βαβάτσικα, ως μουσικός επί σκηνής.

Στην επιτυχία του αισθητικού κομματιού της παράστασης συνέβαλε οπωσδήποτε ο Αλέκος Αναστασίου με τους φωτισμούς του και η Μαγδαληνή Αυγερινού τόσο με τα κοστούμια, όσο και με το σκηνικό, που φιλοτέχνησε. Τα κοστούμια, με εξαίρεση αυτό της Εκάβης, που ήταν άκομψο, υπήρξαν λειτουργικά και συμβολικά και ανταπεξέρχονταν στις απαιτήσεις της σκηνοθεσίας. Θαμπά και σκονισμένα, ενώ ταυτόχρονα τόσο ανθρώπινα. Το δε σκηνικό απόλυτα εναρμονισμένο με την εικόνα ολέθρου.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ