Κριτική για την παράσταση "Γελώντας άγρια"

Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Σε μια κινηματογραφική αίθουσα βλέπουμε τρεις θεατές να κάθονται ο ένας πλάι στον άλλο και να παρακολουθούν μια ταινία. Τρεις άνθρωποι, που θα μπορούσαν να είναι γνωστοί ή και όχι, μικρή σημασία έχει. Η οθόνη στο βάθος της σκηνής, πίσω τους και μπροστά στο κοινό προβάλλει κατά διαστήματα διάφορα αποσπάσματα από ταινίες ή βίντεο κλιπ που σχολιάζουν την απελπισία, τη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου καθώς και τον εγκλωβισμό του σε δεσμά με τα οποία ο ίδιος έχει περιζώσει τον εαυτό του. Στη μέση έχουμε, ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα, ένα βουβό πρόσωπο, μια άλλη γυναίκα που κρατά στα χέρια της έναν δίσκο με αναψυκτικά, ποπ κορν και άλλα συναφή είδη, βυθισμένη κι εκείνη στο κάθισμά της, έτοιμη να απολαύσει την προβολή του φιλμ, καταναλώνοντας όλα αυτά τα μεταλλαγμένα τρόφιμα του κυλικείου, χωρίς να ανταλλάσει  κουβέντα με κανέναν από τους διπλανούς της.

Το σινεμά, το θέατρο όπως και κάθε μορφή τέχνης έρχονται να καταπραΰνουν, κατά κάποιον τρόπο, τον πόνο της ψυχής.

Η κοπέλα στην άκρη ξεσπά, ανακαλώντας τον εκνευρισμό που της προκάλεσε στο σούπερ μάρκετ κάποιος άγνωστός της, πελάτης επίσης του κατατήματος. Αυτός ανυποψίαστος μπροστά σε ένα ράφι, στο οποίο εκείνη δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση λόγω της παρουσίας του. Οπότε φθάνοντας σε οριακό σημείο, σε έξαλλη κατάσταση, τον χτυπά. Στη συνέχεια βγαίνει και αναζητά ένα ταξί και είναι έτοιμη να χιμήξει σε κάποια, που θέλει να της το πάρει. Εκείνη την ώρα αισθάνεται έντονα την ανάγκη της για τέχνη ώστε να προστατευθεί από την ασχήμια τριγύρω.

Η έκρηξη αυτή της ηρωίδας, της Νάνσυς Μπούκλη, είναι κωμική, ενώ παράλληλα δείχνει το βάθος της απελπισίας ενός ανθρώπου μέσα σε μια απρόσωπη πόλη.

Βλέπει την ομορφιά στην Άνοιξη και το Φθινόπωρο όμως όλα αυτά τη γεμίζουν με μια απέραντη θλίψη, συναίσθημα που αποτελεί κοινό τόπο και γενικευμένη κατάσταση.

Μετά ξεκινά τον παραληρηματικό του λόγο ο νεαρός άντρας ο οποίος αποδεικνύεται ότι είναι εκείνος που έπεσε θύμα της απρόκλητης επίθεσης της κοπέλας.

Και οι δυο ήρωες έχουν βρεθεί στο σινεμά με παντούφλες, δηλωτικό μιας αίσθησης πανικού κι εκφραστικό του επείγοντος υπαρξιακού αιτήματος «δώστε λίγη τέχνη γιατί χανόμαστε». Εκείνος, (Πάνος Παπαδόπουλος) την κοιτά και αυτή αναρωτιέται τι να θέλει από εκείνη. Εκείνος θυμάται το περιστατικό στο σούπερ μάρκετ και την αναγνωρίζει. «Η βρωμιάρα με έκανε να μη θέλω να βγω από το σπίτι μου», λέει. Πολλές φορές δεν αναρωτιόμαστε μήπως ο άνθρωπος στον οποίο νωρίτερα έχουμε επιτεθεί είναι αυτός που βλέπει σινεμά μαζί μας ή ότι είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας «γελώντας άγρια» εν μέσω μιας αδυσώπητης θλίψης;

Εκείνη δηλώνει ότι αντιπαθεί τους ευτυχισμένους ανθρώπους. Στο σημείο αυτό παρεμβάλλεται ένα απόσπασμα από τις «Ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ.

Επίσης λέει ότι η μητέρα της θα προτιμούσε να μην την έχει γεννήσει, όπως και εκείνη με τη σειρά της θα ήθελε να μην την έχει γεννηθεί από  τη μητέρα της. Την πληγώνει η ανωριμότητα των γύρω της. «Θέε μου βοήθησέ με να αποδεχθώ όσα δεν μπορώ να αλλάξω!» Αρχίζει να υποψιάζεται ότι ακούγεται σαν αλκοολικός. Εξαιρετική η κίνησή της και η απόδοση αυτού του ασφυκτικού καθημερινού σκότους. «Πάντα να αναπνέεις. Αυτή είναι η βάση της ζωής. Η αναπνοή. Αν δεν αναπνέεις, πεθαίνεις. Εισπνοή-Εκπνοή. Σας αγαπώ, ματς μουτς»!

Μοιάζει προς στιγμή να ανακουφίζεται ακούγοντας την Barbara Streisand, που προβάλλεται  στην οθόνη συνδέοντας συναισθηματικά τους θεατές με τον εύθραυστο ψυχισμό της. Αναλογίζονται τη ζωή τους και εκείνη δηλώνει ότι ήταν αξιαγάπητη ενώ εκείνος αγαπητός. Η μοναξιά τους διαπερνά στην κάθε τους στιγμή. Παρά την απομόνωση όλων, και του βουβού προσώπου, της Μάρας Βλαχοπούλου, που η αφωνία της αποτελεί την κραυγή της απελπισίας της δικής της και των γύρω της, οι άλλοι δυο δε χάνουν ευκαιρία να μαλώνουν: «Μήπως δε θήλασες αρκετά όταν ήσουν μικρός;»  «Δεν κάνει να κριτικάρεις το συναίσθημα!»

Καταλήγουν ότι η ερωτική επιθυμία δεν ικανοποιείται ποτέ καθώς είναι σαν να περπατάς στο φεγγάρι.

Το τραγούδι της Bette Middler μελαγχολικό αποπνέει αυτό το ατελέσφορο των σχέσεων και της επικοινωνίας των ανθρώπων. Η ηρωίδα, Νάνσυ Μπούκλη, γελά άγρια και αυτό είναι μια κραυγή πανικού, μια διάθεση να αναπνεύσει βαθειά οξυγόνο ζωοποιό για να ξεπεράσει τον πανικό της. Πρόκειται για κραυγή τρόμου, όπως και η αφωνία του μεσαίου ρόλου, της Μάρας Βλαχοπούλου, και οι φοβίες του διπλανού θεατή, Πάνου Παπαδόπουλου.

Ωραίες ερμηνείες πάνω σε ένα πανέξυπνο κείμενο.

Ένα κείμενο διασκεδαστικό που σε καλεί σε σκέψη πάνω σε όλα αυτά τα καθημερινά πράγματα της αδιέξοδης ζωής, πράγματα για τα οποία δεν ξέρεις αν πρέπει να γελάσεις ή να κλάψεις.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ