Κριτική για την παράσταση "Γουόντερλαντ"

Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Πρόκειται για μεταφορά σε μια φουτουριστική πραγματικότητα, όπου το παραμύθι «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», ένα παραμύθι του Λούις Κάρολ, που ούτως ή άλλως είχε πολλές εφιαλτικές αναφορές μεταφέρεται τώρα με κεντρική ηρωίδα την «Α», που υπακούει όπως και όλοι οι άλλοι στις εντολές της Κυρίας.

Το έργο μοιάζει να έχει επιρροές από τον Γιεβγκιένι Ζαμιάτιν και το έργο του «Εμείς» ( 1921), που αναφέρεται στον ολοκληρωτισμό. Ο Ζαμιάτιν ήταν ο πρώτος συγγραφέας στον 20ο αιώνα, που μας μεταφέρει σε αυτό το είδος της φουτουριστικής δυστοπίας και βέβαια ακολουθούν ο Τζωρτζ Όργουελ, συγγραφέας του «1984» και ο Άλντους Χάξλεϋ συγγραφέας του «Θαυμαστού καινούργιου κόσμου». Ο Χάξλεϋ περιγράφει μια κοινωνία, όπου κανείς δεν έχει ανάγκη να διαβάσει.

Το «Γουόντερλαντ»  έχει διασκευάσει και δραματοποιήσει η Ηρώ Κισσανδράκη, μετουσιώνοντας σε μια παράσταση όλους αυτούς τους εφιάλτες της σύγχρονης κοινωνίας ενώ το σκηνοθετεί η Θάλεια Γρίβα με τρόπο συγκεντρωτικό και πυκνό.

Η κοινωνία στο Γουόντερλαντ είναι μια κοινωνία, άχρονη, καταπιεστική για όσους ζουν σε αυτή, όπου όλα υπαγορεύονται: ο χρόνος, η ώρα του τσαγιού, η ώρα της διασκέδασης, που δεν είναι τίποτα άλλο από έναν καθυποταγμένο, ανέμπνευστο  χορό και ένα χαζό, στατικό παιχνίδι. Ο χρόνος και η θεώρησή του καθώς και όλη η ζωή ορίζεται εξ΄ολοκλήρου από τους δυνάστες.

Όλα γίνονται κατόπιν εντολής και υπόδειξης. Όταν κάποιος περάσει ένα διάστημα στο χώρο αυτό, που θα μπορούσε να είναι και χώρος μια κλινικής, τον στέλνουν για το «Μπάνιο» του, όπου του καίνε όλα τα εγκεφαλικά κύτταρα και τον καθιστούν φυτό και ανίκανο να ορθώσει ανάστημα με οποιαδήποτε τρόπο, αφαιρώντας του καθ’ ολοκληρίαν το λόγο και την σκέψη. Ο άνθρωπος παύει να είναι ένα ον με κρίση, αλλά συρρικνώνεται σε ένα παθητικό όν. Η αναζήτηση της αλήθειας από την « Α» θα είναι ένα μάταιο και ατελέσφορο παιχνίδι μέχρι τέλους. Θα παραπλανάται συνεχώς ή δε θα λαμβάνει απαντήσεις στα ερωτήματά της. Όλοι είναι παγιδευμένοι και ενώ αναζητούν διαφυγή από τον «εγκλεισμό» τους, δεν κατορθώνουν ποτέ να ξεφύγουν. Αναρωτιέται η « Α»: “αφού έφυγα από εσάς, πώς είμαι πάντα μαζί σας; ” Οι τρόφιμοι του ιδρύματος αυτού ελέγχονται μέσα από την απόλαυση και από τον πόνο.

Επί σκηνής βλέπει κανείς θρυμματισμένα φλιτζάνια. Η «Α» προσπαθεί να τα ταιριάξει και να αποδώσει την ακέραιη μορφή τους, την ακέραιη μορφή της αλήθειας ή της ζωής της. Αδύνατο. Συναντά περίεργα πλάσματα με τα οποία μιλά κανονικά. Έναν γάτο, έναν λαγό, ένα ποντίκι, μια κάμπια, τον κύριο Πιλοφόρο ή Π.Φ. Κανείς δεν αναγνωρίζει σταθερά κανέναν ή όταν το κάνει νομίζει ότι τον αναγνωρίζει. Όλοι αναφέρονται στην Κυρία, που δίνει οδηγίες ενώ νιώθουν ότι δεν έχουν χρόνο και ότι πρέπει να κάνουν ό,τι τους έχει « διαταχθεί».

Υπέροχος ο Πιλοφόρος (Κωνσταντίνος Δανίκας), ευαίσθητος, δείχνει να θυμάται ή έτσι νομίζει την « Α» και κάπου νιώθει τρυφερά απέναντί της. Δεν βγάζει ποτέ το καπέλο του καθώς είναι η μόνη αντίσταση την οποία μπορεί να προβάλλει. Θέλει να την προστατεύσει, ενώ όταν τον καλούν για μπάνιο ο φόβος αποκρυσταλλώνεται στο πρόσωπό του σαν να ήταν καρτούν. Ωστόσο πηγαίνει και σώζεται πρόσκαιρα από τον αφανισμό του.

Απελπισμένη και φοβισμένη και η «Α» (Ηρώ Κισσανδράκη) αφού νομίζει ότι επικοινωνεί με μια αόρατη, απρόσωπη εξουσία, που μπορεί να είναι ο θεός ή οποιαδήποτε άλλη μορφή εξουσίας, που όμως απλά παίζει ένα παιχνίδι μαζί της και της υπαγορεύει τις κινήσεις της. Ενδιάμεσος, μεσολαβητής, μεσάζων, δερβέναγας, νταής και δυνάστης ο γιατρός (Δημήτρης Γερολυμάτος) εκφράζει όλη την υποκρισία και την εκμετάλλευση του αδυνάτου, κάνοντας χρήση της καίριας θέσης του. Σύνηθες κοινωνικό φαινόμενο εσωτερικής δυναστείας κάτω από την απρόσωπη και απροκάλυπτη εξουσία. Όσοι βρίσκονται στην κάστα αυτών των «λειτουργών», γίνονται οι μεγαλύτεροι τύραννοι και εκμεταλλευτές ανά τους αιώνες.

Η κάμπια του παραμυθιού καπνίζει ένα πράσινο φύλλο όλη την ώρα, ένα δικό της ναρκωτικό και γενικά βρίσκεται στον κόσμο της, ενώ διατυπώνει θεωρίες.

Το κοστούμια του Roger Legrand, άσπρα  με εκείνη τη νοσοκομειακή σαγιονάρα ή σαγιονάρα πισίνας, παραπέμπει σε κάποιο άσυλο, κάποιο κέντρο φροντίδας άρρωστων ανθρώπων. Ενδιαφέροντα και τα σκηνικά του με τα φλιτζάνια να κρέμονται από το ταβάνι, καθώς η ώρα του τσαγιού διατάζεται από τη θεϊκή βούληση της Κυρίας, ενώ άλλα σπασμένα φλιτζάνια στο πάτωμα αποτελούν δείγμα ταραχής και διάλυσης.

Οι μάσκες της Μάρθας Φωκά εξαιρετικές, παραπέμπουν παράλληλα σε παραμύθι και σε εφιάλτη. Είναι σαν το πρόσωπο του κλόουν που εκπέμπει χαρά και αθωότητα, ενώ κρύβει και ένα μαύρο μυστήριο τρόμου. Εκπληκτική η μουσική του Γιώργου Μιζίθρα. Πρωτότυπη μουσική, ακριβώς για μια τέτοια παράσταση σε ένα ατοπικό και άχρονο καθεστώς, όπου ο άνθρωπος έχει χάσει τον εαυτό του και τον προορισμό του, ενώ το σύστημα μοιάζει να τον μεταχειρίζεται απάνθρωπα όπως τον Βόυτσεκ στο ομώνυμο έργο του Μπύχνερ.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ