Κριτική για την παράσταση "Η κληρονομιά"

Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Η κωμωδία του Πιερ ντε Μαριβώ «Η κληρονομιά» σε μετάφραση Ανδρέα Στάικου και σκηνοθεσία Γιάννη Νταλιάνη,  η οποία πρόλαβε πριν την επιβολή των περιοριστικών μέτρων να πραγματοποιήσει δύο μόνο παραστάσεις στην Πάνω Σκηνή του "Από Μηχανής Θεάτρου", επιτρέποντας σε κάποιους θεατές να την παρακολουθήσουν, παρουσιάστηκε σε On Demand προβολή το Σάββατο 27 και την Κυριακή 28 Φεβρουαρίου.
 
«Με το κλείσιμο ακολούθησε μια περίοδος αδράνειας, όμως η προοπτική του να έρθουν ξανά σε επαφή οι ηθοποιοί με το κοινό, έστω και διαδικτυακά, τους γέμισε με όρεξη για δουλειά. Καινούργιες πρόβες, εξέλιξη, και ιδιαίτερη φροντίδα για μια κινηματογράφηση που θα αναδεικνύει τις αρετές της παράστασης. Η τριάδα των κινηματογραφιστών Πάτροκλος Σκαφιδάς, Διονύσης Κούτσης, Αϊσέ Σαρή, η ηχοληψία του Πάνου Γασπαράτου και όλοι οι υπόλοιποι συντελεστές και ηθοποιοί έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό για να δώσουν στον κόσμο ένα πραγματικά άρτιο αποτέλεσμα». Αυτή η απόπειρα ήταν σαν οι συντελεστές της παράστασης να αφουγκράστηκαν την ανάγκη των θεατρόφιλων για θέατρο.
 
Μπορεί να κλονίσει τον έρωτα μια κληρονομιά 200 χιλιάδων φράγκων; Μπορεί καθώς φαίνεται σε περίοδο κρίσης, σαν αυτή που περνάμε τώρα, σαν αυτή την περίοδο του Μαριβώ, λίγο πριν τη Γαλλική Επανάσταση, μια εποχή μεγάλης οικονομικής και πολιτικής κρίσης στα μέσα του 18ου αιώνα. Όλοι οι ήρωες έχουν έναν σκοπό να κρατούν αποστάσεις και να μην αποκαλύπτουν τα πραγματικά τους αισθήματα.
 
Το εμπόδιο που αντιτίθεται στον έρωτα δεν είναι εξωτερικής φύσης, όπως στον Μολιέρο, ούτε ανυπέρβλητο, όπως στον Ρακίνα. Οι νεαροί ήρωες θύματα του εγωισμού τους δεν θέλουν να αποδεχθούν ότι είναι ερωτευμένοι.
 
Πρόκειται ακριβώς για ένα παιχνίδι, ενδεχομένως λίγο επίπλαστο, αλλά διεισδυτικό και χαριτωμένο. Μετά από τους ελιγμούς τακτικής που επιβάλλει ο εγωισμός, έρχεται η ευτυχής λύση για την οποία καθόλου δεν αμφιβάλλει ο θεατής, αλλά απλά περιμένει τον τρόπο με τον οποίο θα θριαμβεύσει ο έρωτας.
 
Ο Ιππότης (Γιάννης Σοφολόγης) θέλει την Ορτάνς (Παρή Τρίκα)
 
Η Ορτάνς, μάλλον θέλει τον Ιππότη. Τον καθησυχάζει ότι δεν πρόκειται να παντρευτεί τον Μαρκήσιο, αλλά δεν προτίθεται να χάσει και την κληρονομιά, την οποία θα πάρει μόνο αν τον παντρευτεί. Ο Μαρκήσιος (Νίκος Νίκας) θέλει την Κόμισσα (Μαριλίτα Λαμπροπούλου). Η Κόμισσα, μάλλον θέλει τον Μαρκήσιο. Η Ορτάνς σκέφτεται τεχνάσματα ώστε αυτό ο έρωτας να ευοδωθεί και ο Μαρκήσιος να παραιτηθεί από το μερίδιό του στην κληρονομιά και να της το κάνει δώρο. Ο Λεπίν (Γιώργος Πατεράκης ), υπηρέτης του Μαρκήσιου, θέλει την Λιζέτ (Μπίλιω Μαρνέλη), υπηρέτρια της Κόμισσας.
 
Η Λιζέτ, μάλλον θέλει τον Λεπίν. Στο κέντρο αυτών των «θέλω», μια κληρονομιά 200.000 φράγκων και ένας όρος που ανατρέπει όλες τις σχέσεις και επιβάλλει στους ήρωες την αμφισβήτηση των αισθημάτων τους και την επαναδιαπραγμάτευση της ίδιας τους της ζωής, με χρηματοοικονομικούς όρους. Θα καταφέρουν να βρουν την ευτυχία; Θα μπορέσουν να εκδηλώσουν τον έρωτα που τρέφει ο ένας για τον άλλο; Θα αναγνωρίσουν την παρουσία του άλλου;
 
Τα σκηνικά της Άρτεμις Φλέσσα, ενταγμένα απολύτως στο ύφος του έργου και του συγγραφέα, έχουν τέλεια μοιράσει το χώρο για να εξυπηρετηθεί αυτό ακριβώς το δυαδικό σχήμα των ζευγαριών. Ακόμα και τα δυο κλουβιά με τα δυο πτηνά στις δυο άκρες της σκηνής, μαζί και τα κρινολίνα που φορούν η Ορτάνς και η Κόμισσα που υπαινίσσονται κλουβιά, τα φυλακισμένα θέλω και τους πόθους ή τις υποχρεώσεις που δεν αφήνουν τους ήρωες να αφεθούν στη ζωή και τη χαρά της. Η Ορτάνς δε θέλει να χάσει τα λεφτά και η Κόμισσα φαίνεται να είναι πιστή στη μνήμη του άνδρα της και στα κοινωνικά πρότυπα. Όλοι κάθε τόσο τραγουδούν το γνωστό τραγούδι του Yves Montand “ Les feuilles mortes” σχετικά με τον αδικαίωτο έρωτα.
 
« C'est une chanson qui nous ressemble, - είναι ένα τραγούδι που μας μοιάζεi
 
Toi tu m'aimais, moi je t'aimais - εσύ αγαπούσες, εγώ σ’ αγαπούσα
 
Et nous vivions, tous deux ensemble,- και ζούσαμε, και οι δυο μαζί
 
Toi qui m'aimais, moi qui t'aimais.- Εσύ που μ’ αγαπούσες , εγώ που σ’ αγαπούσα
 
Mais la vie sépare ceux qui s'aiment, - αλλά η ζωή χωρίζει όσους αγαπιούνται
 
Tout doucement, sans faire de bruit…… » - γλυκά, χωρίς να κάνει θόρυβο
 
Ο έρωτας που στον κόσμο του Μαριβώ δυσκολεύεται πάντα να εκφραστεί απερίφραστα γιατί εκτός από τα όποια εξωτερικά εμπόδια, υψώνεται μπροστά του ο εγωισμός, η δειλία, και ο φόβος να ξανοιχτούμε στον ωκεανό των συναισθημάτων. Υπέροχοι ηθοποιοί με συντονισμένη σκηνοθεσία. Ο Μαρκήσιος Νίκος Νίκας, περνά όλες τις διακυμάνσεις του ήρωα που δεν τολμά , αλλά θέλει και που στο τέλος υπερβαίνει τον εαυτό του. Απλά καταπληκτικός.
 
Οι υπηρέτες (Μπίλιω Μαρνέλη,Γιώργος Πατεράκης) παραδοσιακά στο θέατρο σώζουν τις καταστάσεις. Με το ύφος τους, το ύψος τους, την ακεραιότητά τους.
 
Η Ορτάνς (Παρή Τρίκα), πάντα μπριόζα και έξυπνη σκαρώνει κόλπο για να λευτερωθεί και να δοθεί στον Ιππότη(Γιάννης Σοφολόγης) που την ακολουθεί πιστά σε ό,τι εκείνη του υποδείξει.
 
Η Κόμισσα (Μαριλίτα Λαμπροπούλου) πέρα από την καταπληκτική φωνή της όταν τραγουδά, έχει το ανάστημα αυτή της αρχοντικής γυναίκας που κρούει την πόρτα του Μαρκήσιου. «Η μετριότητα της θέσεως γεννά τη μετριότητα της σκέψεως. Θα τα βάζατε ποτέ με ένα μυρμήγκι;»
 
Τι να σημαίνει ένα φιλί , την απαλλαγή από τον φόβο; Την απελευθέρωση που όλοι επιθυμούμε αυτόν τον καιρό; Το φιλί που όλοι λαχταρούμε και δεν μπορούμε να έχουμε;
 
Ο Ανδρέας Στάικος μετέφρασε αριστουργηματικά τον Μαριβώ , έχοντας κατανοήσει σε βάθος την απόσταση που επιθυμεί να δημιουργείται κάθε φορά μεταξύ των ηρώων. Είναι η γλώσσα του η γλώσσα του Marivaudage; Η ανάλυση των πιο περίπλοκων αισθημάτων με τους πιο περίπλοκους τρόπους. Η ανάλυση των πιο περίπλοκων συναισθημάτων με τον απλούστερο τρόπο. Ποτέ άλλοτε, η φυσικότητα δεν ήταν τόσο εξεζητημένη και η εκζήτηση τόσο φυσική. Και ποτέ άλλοτε, η ακριβολογία δεν ήταν τόσο αμφίσημη».
 
Μια υπέροχη παράσταση που γίνεται σύγχρονη και επίκαιρη λόγω της περίπλοκης και γεμάτης περιορισμούς εποχής την οποία διανύουμε.
 
Εξαιρετική η κινηματογραφική μεταφορά, μας βοήθησε να ξεδιψάσουμε κάπως θεατρικά.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ