Κριτική για την παράσταση "Του Κουτρούλη ο γάμος"

Από τον Ιωάννη Λάζιο

Πάντοτε μένουμε έκπληκτοι απέναντι στην εφευρετικότητα και το ταλέντο των καλλιτεχνών, όταν αυτό καταφέρνει να μας προσφέρει συγκινήσεις. Η μεγαλύτερη συγκίνηση όλων είναι όταν το Διονυσιακό δράμα, η ιερή τρέλα, η μέθη και ηδονή συναντά το Απολλώνιο, δηλαδή την ισορροπία, το μέτρο, το ήθος και την εγκράτεια. Αυτό το σπάνιο πάντρεμα είδα επί σκηνής στην παράσταση «Του Κουτρούλη ο γάμος».

Από τη μια η σκηνοθεσία, το σκηνικό, τα κοστούμια, η μουσική, οι στίχοι και ο φωτισμός βρίσκονταν σε αρμονία, λογικό μέτρο, υπολογισμένα με ακρίβεια και από την άλλη η ερμηνεία και η χορογραφία ήταν χαμένες στο απόλυτο Διονυσιακό πάθος. Εσωτερική ζέση για τέχνη και εκλεπτυσμένα αποτελέσματα λάμπουν στα μάτια των ηθοποιών. Κι όλα αυτά βασισμένα σ’ ένα κείμενο… γραμμένο στην καθαρεύουσα. Μάλιστα, στην καθαρεύουσα! Κι ενώ λογικό θα ήταν ένα κείμενο γραμμένο σε τέτοια γλώσσα να είναι βαρετό και αδιάφορο, εντούτοις το ιδιοφυές κείμενο του Α. Ρ. Ραγκαβή γεμάτο διαχρονικές πολιτικές αναφορές, κοινωνικό σχολιασμό και ψήγματα φιλοσοφικού στοχασμού μεταφέρθηκε στη σκηνή θεσπέσια από την Σμαράγδα Καρύδη, η οποία επιμελήθηκε τη δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθέτησε την Αριστοφανική κωμωδία του Μολιερικού ηθικοδιδακτισμού

Η σκηνοθεσία στηρίζεται στιβαρά στη μουσικότητα του λόγου και τον εσωτερικό ρυθμό του. Κάθε λέξη ξεκινά και τελειώνει υπακούοντας στην αρμονία του τονισμού, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης. Ήταν εντυπωσιακό να ακούς την Ελληνική γλώσσα με τη προσωδιακή ρυθμοποιΐα, δηλαδή να ακούς την ποικιλία του τόνου της φωνής να επηρεάζεται από τη βαρύτητα ή την οξύτητα των φθόγγων κ.ο.κ. Αλλά η σκηνοθέτιδα δεν αρκέστηκε στο ρυθμό και τη ταχύτητα της παράστασης. Δίνει συνεχώς νέα ευρήματα κρατώντας το κοινό σε συνεχή εγρήγορση. Από την έναρξη της παράστασης με την αποδομημένη παρέλαση των ηθοποιών, την έξυπνη εισαγωγή μετά των οργάνων, έως και το τέλος υπάρχουν συνεχώς σκηνοθετικά ευρήματα που ικανοποιούν και το πιο απαιτητικό γούστο. Μια πνευματώδης σκηνή μεταξύ άλλων είναι η εμφάνιση του «τύπου» πάνω σε ξυλοπόδαρα, που συμβολικά θέλει να αναδείξει τη δύναμη του, που πολλές φορές στέκεται ισάξια αν όχι υπέρτερη των άλλων εξουσιών.

Συνολικά, η αίσθηση της απαιτητικής σκηνοθεσίας απαντάται παντού. Ωστόσο, όσο εξαιρετική και να είναι η σκηνοθεσία χωρίς το άγγιγμα της ερμηνευτικής αρτιότητας δεν έχει νόημα. Σ’ αυτή τη παράσταση η υποκριτική τέχνη αναδεικνύει τις ευγενέστερες πτυχές της. Γνώση του σώματος με άριστη κατανόηση της κίνησης, πρωτοφανής χρήση του λόγου σ’ ένα απαιτητικό κείμενο χωρίς λάθη και έκφραση άνευ ορίων. Το σήκωμα του φρυδιού, το γούρλωμα των ματιών ή μια δήθεν τυχαία παραδρομή του λόγου μεταφέρουν ακαριαία στο κοινό τα αισθήματα και προσφέρουν συγκινήσεις. Θα ήταν άδικο να ξεχωρίσουμε τους ηθοποιούς, καθότι φαίνονται ισάξιοι στο ύψος της σκηνής. Ακόμα και αν η ερμηνεία των κύριων πρωταγωνιστών εμφάνιζε σημεία κούρασης ή πτώσης, η υποστήριξη του υπόλοιπου θιάσου το κάλυπτε απόλυτα. Η αγλαής παρουσία της Ανθούσας (Σμαράγδα Καρύδη), η ασυγκράτητα χιουμοριστική παρουσία του Κουτρούλη(Νίκος Κουρής), η ευήθης και εύμορφη παρουσία του Ξανθούλη (Σπύρος Χατζηαγγελάκης), ο κυνικός πιστός υπηρέτης του Κουτρούλη Στροβίλης (Κώστας Κορωναίος), ο υπερέχων Κυρ Σπύρος (Γιώργος Ψυχογιός) αλλά και όλοι οι υπόλοιποι ηθοποιοί-μουσικοί ήταν έκτακτοι!

Θα αποτελούσε τεράστια παράλειψη να μην αναφερθεί η περίφημη ενδυματολογική αισθητική της παράστασης, που φέρει το όνομα του Νίκου Χαρλαύτη. Απαρχής, οι μπλούζες των ηθοποιών με τις στάμπες και τις ιδιαίτερες λεπτομέρειές τους κερδίζουν τις εντυπώσεις και τα κοστούμια των ηθοποιών μας μεταφέρουν την ατμόσφαιρα της εποχής, όταν δηλαδή μπερδευόταν το Ευρωπαϊκό-Φράγκικο ντύσιμο με την Ελληνική παραδοσιακή φουστανέλα (όπως αναφέρει ο Γιώργος Σουρής: Στα δυό φορώντας τα πόδια που ‘χει/στο ‘να λουστρίνι, στ’ άλλο τσαρούχι). Ακόμη, το χαριτωμένο τσαρούχι με τακούνι της Ανθούσας ή το θαύμα της εμφάνισης των μεγάλων δυνάμεων είναι δείγματα της υψηλής αντίληψης της αισθητικής του δημιουργού.

Είναι γεγονός ότι η μουσική της παράστασης, του Μίνου Μάτσα, είναι απίθανη! Βρίσκει ταύτιση και συγχρονίζεται με το λόγο και την έκφραση, ενώ ταυτόχρονα τραντάζει συθέμελα τον θεατή μεταφέροντας του ενέργεια. Στην ίδια γραμμή κινούνται και οι στίχοι της Σοφίας Καψούρου και οι χορογραφίες της Μπέττυ Δραμισιώτη. Ο φωτισμός, του Σίμου Σαρκεζή, «φωτίζει» την παράσταση! Τα φώτα «μιλούν» και αυτά με το δικό τους τρόπο τη γλώσσα του συναισθήματος, σε σημείο που άλλοτε χορεύουν, άλλοτε σιωπούν, θλίβονται και χαίρονται! Όλα αυτά τα ωραία λαμβάνουν χώρα σ’ ένα κυρίαρχο σκηνικό εξαίσιας αισθητικής! Ο Γιώργος Γαβαλάς, τοποθετεί στο κέντρο της σκηνής κορμούς δέντρων μπερδεμένους μ’ έναν μυστήριο τρόπο, που θυμίζει αποδομημένο κυβισμό. Από την οροφή σε αποχρώσεις του πράσινου κρέμονται γιρλάντες, που δημιουργούν την αίσθηση ότι η σκηνή είναι ο «κόλπος» μιας κλαίουσας ιτιάς! Δεν είναι τυχαία η επιλογή του δένδρου, αφού το συνοδεύει σειρά μύθων και θρύλων και ταυτίζεται με την Αθήνα της εποχής.

Επιτέλους, μπορείς να πεις πολλά για μια τέτοια παράσταση με έντονα ποιητικό λόγο και αριστοτεχνικά καμωμένη, αλλά μπορείς να πεις και μόνο μια φράση που συνοψίζει όλα τα συναισθήματα: πρόκειται για μια υπέροχη παράσταση που αξίζει να δει κανείς! Οφείλω να υπογραμμίσω, όμως, ότι αν ως εν δυνάμει θεατής αμφισβητείς τη γνώση των ελληνικών σου, καλό θα ήταν να σκεφτείς και δεύτερη φορά το ενδεχόμενο να δεις αυτή τη παράσταση, καθότι είναι γραμμένη στη καθαρεύουσα και ίσως χαθείς στο κείμενο.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ