Κριτική για την παράσταση "Ηλέκτρα"

Από την κριτικό θεάτρου Βαλεντίνη Δαφνούλη

Στο θέατρο Αλτιναλμάζη της Αλεξανδρούπολης βρέθηκε μέσα στην καλοκαιρινή της περιοδεία η Ηλέκτρα του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία του Θέμη Μουμουλίδη, κλείνοντας τη σεζόν με μια ατόφια τραγωδία, ακριβείας και αναμφίβολα άμεμπτη. Με πρωταγωνίστρια τη Λένα Παπαληγούρα η οποία με το ταλέντο της μειώνει τις πιθανότητες αποτυχίας, σε ένα αρχαίο δράμα, η διανομή της παράστασης ήταν τουλάχιστον αρμοστή, και σε συνδυασμό με την ξεκάθαρη και ισορροπημένη μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη, όδευσε προς την επιτυχία.

Η Ηλέκτρα του Ευριπίδη έρχεται μετά τον Τρωικό πόλεμο και αφορά το δράμα της οικογένειας της ομώνυμης πρωταγωνίστριας και του αδελφού της, Ορέστη. Συγκεκριμένα, η μητέρα του Ορέστη και της Ηλέκτρας, Κλυταιμνήστρα, με τον εραστή της Αίγισθο, δολοφόνησαν και ξεφορτώθηκαν τον πατέρα των δύο παιδιών, Αγαμέμνονα, αφού γύρισε απ’ τον πόλεμο. Το ίδιο προσπάθησαν, στη συνέχεια, να κάνουν και με τα δύο παιδιά του, εξορίζοντας τον Ορέστη από την πόλη, και παντρεύοντας την Ηλέκτρα με έναν ταπεινό και φτωχό γεωργό, αλλά από, κατά τα άλλα και τυχαία, καλή γενιά, ώστε να της αφαιρέσουν κάθε βασιλικό δικαίωμα. Τα αδέλφια, τουτέστιν, έχουν για χρόνια χωριστεί, τόσο που δε θα αναγνώριζε ο ένας τον άλλον, μέχρι που ο Ορέστης επιστρέφει έτοιμος να ξαναγκαλιάσει την αδελφή του, και να εκδικηθούν μαζί για τον θάνατο του πατέρα τους, και το χωρισμό που προκάλεσε η διάλυση της προσωπικής τους ζωής.

Η σκηνοθετική προσέγγιση του Μουμουλίδη βρήκε την ισορροπία μεταξύ σύγχρονου και κλασικού, απέφυγε περιττές σκηνογραφικές φανφάρες, και βασίστηκε κατά κύριο λόγο στη μαγεία του αρχαίου κειμένου, νοήματος και πλοκής του Ευριπίδη, τα οποία ανέδειξαν οι συντελεστές, με τις εξαίσιες ερμηνείες, τη μουσική και τον φωτισμό.

Η Λένα Παπαληγούρα έθεσε τον τόνο της παράστασης από το πρώτο δευτερόλεπτο, και βρέθηκε και η ίδια να ισορροπεί με επιτυχία στο μεταίχμιο παλιάς δραματικής μεθόδου, αλλά και σύγχρονης, στεκόμενη μακρυά από αυτό που εις την αγγλικήν θα ονομάζαμε overacting, αλλά κοντά στο στοιχείο υπερβολής που της επέτρεπε μια τέτοια τραγική πλοκή με βαθύ, δραματικό ύφος. Τεχνικά, φωνητικά και ερμηνευτικά, απέδωσε επιτυχώς και ακριβώς τη δύσμοιρη, επαναστατική και αδικημένη Ηλέκτρα, κάνοντας τον θεατή να ζητάει και να απαιτεί μαζί με αυτήν το δίκιο της. Ο Νίκος Κούρης στο ρόλο του Ορέστη ήταν απόλυτα ταιριαστός. Κέρδισε την συμπάθεια του κοινού εξ αρχής, το οποίο έγινε αυτόπτης μάρτυρας της ολοκληρωτικής και βαθιάς ανάπτυξης και χτισίματος του χαρακτήρα του. Μαζί, στους ρόλους των αδελφών, προκάλεσαν κύματα συναισθήματος και ανατριχίλας, με εξαιρετική προσθήκη το μεταξύ τους παιχνίδι που έπαιζαν ως παιδιά, με το οποίο έγινε και η έναρξη του έργου, αυτή τη φορά, όμως, μεταξύ Ορέστη και Πυλάδη (Παναγιώτης Εξαρχέας), παιδικός φίλος του πρώτου από τα χρόνια της εξορίας, δίνοντας ακόμα μεγαλύτερο νόημα στη σχέση των δύο ομοαίματων αδελφών, και προκαλώντας δάκρυα στα μάτια του κοινού.

Ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης βυθίστηκε μέσα στον χαρακτήρα του και κατέληξε δύσκολα αναγνωρίσιμος, γεγονός που αποτέλεσε πολύ ευχάριστη έκπληξη, μαζί με την ερμηνεία και το βάθος που απέδωσε στον χαρακτήρα του, επίσης προσφέροντας ατέρμονο συναίσθημα. Ο Νίκος Αρβανίτης, στο ρόλο του Αγγελιαφόρου, μάγεψε με την μεταφορά της σκηνής του θανάτου του Αιγίσθου με θυμηδία, ενώ ο Γιάννης Νταλιάνης, ξεκίνησε την αφήγηση εύστοχα και ξεκάθαρα για το κοινό ως γεωργός, και έκλεισε την παράσταση με τον ίδιο τρόπο ως Διόσκουρος.

Ο χορός αποτελούνταν από τις Ελένη Ζαραφίδου, Μαρούσκα Παναγιωτόπουλου, Δανάη Επιθυμιάδη και Μαριάννα Πολυχρονίδη, σε μια διαφοροποιημένη βερσιόν του κλασικού και αναμενόμενου χορού, και δίνοντας μια πιο λυρική χροιά στο έργο, ελαφρύνοντας το ζοφερό κλίμα του έργου. Ολόσωστα κουρδισμένες (αλλά όχι ερμηνευτικά συγχρονισμένες) πάνω στην εξαιρετική και λιτή μουσική επένδυση της παράστασης από τον Θύμιο Παπαδόπουλο, απέδωσαν τόνο και συναίσθημα. Η Παναγιωτοπούλου βρέθηκε επίσης στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας, τον οποίο απέδωσε με την αυστηρότητα και σκληρότητα που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη.

Τα σκηνικά της Παναγιώτας Κοκκορού ήταν ταιριαστά και λιτά, ενώ τα κοστούμια ήταν σύγχρονα και σε συνοχή με τον κάθε χαρακτήρα. Τα αίματα επί σκηνής, καθώς και η χρήση του λείψανου, προσέδωσαν ένα στοιχείο τρόμου, απολύτως αναπάντεχο, παίζοντας με τα όρια του είδους μιας αρχαίας τραγωδίας, παράγοντες που τονίστηκαν και από τον εξαιρετικό φωτισμό του Νίκου Σωτηρόπουλου, που δεν υπερέβαλε ούτε λεπτό.

Η αγωνία που συνεχόμενα δημιουργούσε η ηχητική επένδυση του έργου, κρατούσε τον θεατή σε επαγρύπνηση. Η παράσταση δεν έχει κανένα ουσιαστικό μειονέκτημα, αφού με το ολοκληρωμένο αποτέλεσμα που οι συντελεστές προσέφεραν επί σκηνής, και την άρτια απόδοση πλοκής και ύφους, κέρδισαν άξια το αδιάκοπο χειροκρότημα του κοινού, και ειδικότερα χάρη στους ηθοποιούς, που δε δίστασαν να τσαλακωθούν και δε χάθηκαν στο φαίνεσθαι του αρχαίου δράματος. Τέλος, μαζί με την εξαιρετική μετάφραση του κειμένου, η παράσταση είχε σκοπό, περνώντας μηνύματα περί δικαίου, εξουσίας, ενοχής, εκδίκησης, και τη μόνιμη πάλη του θεϊκού στοιχείου με το ανθρώπινο, σε μια παραγωγή υψηλής αισθητικής.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ