Κριτική για την παράσταση "Kanata"

Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Ο Ρομπέρ Λεπάζ παίρνει από την ίδια την Αριάν Μνουσκίν, την ψυχή του Théâtre du Soleil, την ιέρεια του διαπολιτισμικού θεάτρου με έδρα την Cartoucherie de Vincennes. Η  θεατρική κολεκτίβα που είχε ιδρύσει η ίδια στο Παρίσι το 1964 και λειτουργεί έκτοτε πάνω στις αρχές της συλλογικότητας, της κοινοβιακής ζωής και της ισότιμης συμμετοχής, ασχολείται πάντα με ένα θέατρο λαϊκό και άρα βαθιά πολιτικό με μια εμβέλεια που ξεπερνά τα όρια ενός κράτους, μιας φυλής, ενός πολιτισμού.

Ο μυστηριώδης για το ξένο κοινό τίτλος «kanata» σημαίνει χωριό στη γλώσσα των ιθαγενών, των Ιροκουά και από τη λέξη αυτή προήλθε και το όνομα του Καναδά.  Η παράσταση αφηγείται ιστορίες ανθρώπων που τέμνονται παγκοσμίως, αλλά και την οδυνηρή ιστορία των αυτοχθόνων κατοίκων του Καναδά. Το κείμενο, κατά τη δήλωση του Λεπάζ, αποτελεί ένα συνδυασμό μυθοπλασίας και πρωτότυπων αφηγήσεων των ίδιων των αυτοχθόνων. Δημιουργήθηκε ωστόσο σοβαρό ζήτημα, καθώς για μια τέτοια παράσταση που τους αφορά άμεσα δεν κλήθηκαν  ηθοποιοί που να προέρχονται από τις κοινότητες των αυτοχθόνων.

Η παράσταση αναζητά την καθολικότητα μέσα από τις προσωπικές ιστορίες.

Όλα ξεκινούν από την καταστροφή της φύσης, γεγονός που έχει άμεση επιρροή στην αλλοίωση της φύσης των ανθρώπων και των σχέσεών τους.

Ένα ζευγάρι Γάλλων μετακομίζει στο Βανκούβερ. Η γυναίκα, η Μιράντα, είναι ζωγράφος και εκείνος, ο Φερντινάν είναι ηθοποιός. Έρχονται στο Βανκούβερ με πολλά όνειρα επιθυμώντας καθένας να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες του.

Η απρόσωπη πόλη, η μοναξιά, η αγριότητα της ζωής και του δρόμου παρουσιάζονται σε διάφορες εκδηλώσεις καθημερινές. Από τη ναρκομανή Ρόζα που μπαίνει σε θεραπεία απεξάρτησης, χωρίς αποτέλεσμα, από τα εξαγριωμένα παιδιά του δρόμου, από τις γυναίκες που κατά συρροή δολοφονούνται από έναν serial killer , από το εκκολαπτόμενο μίσος πίσω από κάθε εκδήλωση ακόμα και από ένα παιχνίδι πινγκ πονγκ.  Η μισαλλοδοξία, ο ρατσισμός, το μίσος κάνουν τον άνθρωπο να χάσει τις αξίες της ζωής και το ήθος αναγκαία για μια εύρυθμη κοινωνική ζωή. Μετά την εξαφάνιση της ιθαγενούς ακούγεται η διαπίστωση « Αν η Ρεβέκκα ήταν μια μικρή ξανθούλα, θα αντιδρούσατε διαφορετικά». Ο κατά συρροή  δολοφόνος «γυναικών της νύχτας», δυστυχισμένων ανθρώπων, συνήθως φτωχών και εξαρτημένων από ουσίες, θεωρεί ότι καθαρίζει τον κόσμο από τη βρωμιά, καθώς τον απαλλάσσει από την σαπίλα αυτών των γυναικών.

Το έργο είναι σπονδυλωτό, όπως συνήθως τα έργα της Μνουσκίν, με κοινό στόχο να αναδειχθούν η απόλυτη μοναξιά και η ασυνεννοησία μεταξύ των ανθρώπων.  Σε εστιατόριο ζευγάρια μιλούν για τις γλώσσες που γνωρίζουν και μιλούν, ενώ το προσωπικό του εστιατορίου τους δείχνει ότι η ώρα έχει περάσει. Μαζεύουν καρέκλες, ζητούν λογαριασμό, κάνουν ό,τι είναι δυνατό για να καταλάβουν ότι το εστιατόριο κλείνει. Εκείνοι απτόητοι συνεχίζουν την κουβέντα τους για μια ακατάληπτη γλώσσα, ενώ αδιαφορούν για τις ανάγκες και τα δικαιώματα των συνανθρώπων τους. Όλα μελετημένα στην λεπτομέρειά τους. Οι κινήσεις, οι φωτισμοί, οι ήχοι, η μουσική, τα σκηνικά, όλα τροχήλατα για εύκολη μεταφορά ώστε να μπορούν να μετασχηματίζονται, όλα μελετημένα στην εντέλεια, με φυσικότητα και ρεαλισμό.

Η ιστορία με το πρεζάκι, τον κοινωνικό λειτουργό και τον μπάτσο, γίνεται αυτοσχεδιασμός σε μάθημα υποκριτικής, προκειμένου να διδαχθεί η ετοιμότητα στην υποκριτική. Σε μια τέτοια συνθήκη, η εξέγερση του δρόμου και τα αγριεμένα παιδιά πάνω στους κάδους σκουπιδιών εξαφανίζονται με το άκουσμα της αστυνομίας.

Η Τάνια εισβάλλει στο σπίτι της Μιράντας μαζί με τον καμεραμάν τον Τόμπι, για να μπορέσει να πάρει τη δόση της, ενώ εκείνος θα την παίρνει με την κάμερα. Ο Τόμπι εξηγεί ότι φιλμάρει τους αυτόχθονες, που ζουν στο δρόμο, είναι εξαρτημένοι από ουσίες και θέλουν να ξεκόψουν. Εδώ θίγεται ο ρόλος των μέσων ενημέρωσης που παρακολουθούν την επικαιρότητα μακρόθεν και δεν επεμβαίνουν για να αλλάξουν το διαγραφόμενο τραγικό αποτέλεσμα.

Η ιδιοκτήτρια απαγορεύει στην Μιράντα να δέχεται άτομα σαν την Τάνια στο σπίτι που της  νοικιάζει, απειλώντας την ότι διαφορετικά θα ακυρώσει το συμβόλαιο.

Η Τάνια φεύγει έντρομη και δυστυχώς στο δρόμο η εξέλιξή της είναι αναμενόμενη. Υποκύπτει στον λάθος άνθρωπο με τίμημα τη ζωή της. Ακολουθούν σκηνές βίας που κλονίζουν. Το θέατρο του Ήλιου καλεί σε περισυλλογή. Φέρνει τον θεατή μπροστά σε γνώριμες καταστάσεις και εικόνες και τον προκαλεί σε συλλογισμό και σε πράξη.

Η εικόνα της κυρίας Φαρκζάντ, μητέρας της Τάνιας, στο νεκροτομείο, για να αναγνωρίσει τα προσωπικά αντικείμενα του παιδιού της  είναι συγκλονιστική, όπως και η ερμηνεία της ηθοποιού. Ενώ εκείνη σπαράζει, οι υπάλληλοι δίνουν αριθμό στα αντικείμενα και τη διαβεβαιώνουν ότι θα της τα επιστρέψουν όταν ολοκληρωθεί η έρευνα.

Το περιστατικό την διαδοχικών δολοφονιών κινητοποιεί τη ζωγράφο, η οποία αποφασίζει να ζωγραφίσει και να εκθέσει πίνακες με πρόσωπα δολοφονημένων αυτοχθόνων γυναικών, προκειμένου να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη. Δε λαμβάνει υπόψη της πόσο αυτό θα μπορούσε να τραυματίσει τους ανθρώπους , που θρηνούν τα αγαπημένα τους πρόσωπα.

Στη συνέχεια στήνεται μια αστυνομική παγίδα στον προφυλακισμένο ύποπτο δολοφόνο για να του αποσπάσουν την ομολογία του. Καταπληκτικά στημένη σκηνή, όπου ο ηθοποιός μπαίνει μέσα στη σκηνή της φυλακής ως φυλακισμένος για να αποσπάσει την ομολογία. Η θεατρική πράξη μετέρχεται όλων των μεθόδων ακόμη και των κινηματογραφικών.

Η ιστορία ενός δρόμου και η δυστυχία του. Τα ναρκωτικά, όπως το όπιο που ήρθε από την Κίνα μαζί με τις « κόρες» του την ηρωίνη και την κοκαΐνη. Η εκμετάλλευση των μεταναστών όπου όλες οι βαριές δουλειές δίνονταν στους κινέζους στους οποίους οι κατακτητές του Καναδά έδιναν τα ναρκωτικά όπως το όπιο για να τους κατευνάζουν, να τους ελέγχουν, να τους χειραγωγούν. Μια καταπληκτική χορογραφία, εμπνευσμένη από τις πολεμικές κινέζικες πρακτικές εξιστορεί όλο αυτό το δράμα του ανθρώπου, αυτό που τελικά του γυρνά μπούμερανγκ.

Απαράμιλλης ομορφιάς και ποιητικού ύφους, η σκηνή του ονείρου με την πιρόγα να πλέει, ενώ μετακινούνταν οι κίονες γύρω της, με τον ήχο του νερού, την αχλή της του δειλινού, τον κατάλληλο φωτισμό. Η πιρόγα αναποδογυρίζει για να βρεθεί η Μιράντα στο κρεβάτι της στο σπίτι της με τον Τόμπι, μιας και δεν πήγε καλά με το Φερντινάν. Η επικαιρότητα, ο κόσμος όλος εισβάλλει αναπόφευκτα στην τέχνη, είτε αυτή είναι στρατευμένη , είτε όχι. Η Μιράντα ζωγραφίζει με μανία τις δολοφονιμένες γυναίκες καλώντας τις όλες στη σκηνή ανακαλώντας και τις 49 ιστορίες γυναικών.

Ο Ρομπέρ Λεπάζ, άξιος συνεχιστής της Αριάν Μνουσκίν και ομόπνοος  στην παράστασή του  Kanata – Επεισόδιο 1ο – Η διαμάχη, κατασκευάζει ένα ποιητικό κολοσσιαίο έργο, με πολλές αιχμές, πολλές αναφορές στην καθημερινότητα του παγκόσμιου ανθρώπου και  θέτει τον θεατή απέναντι στα κρισιμότερα προβλήματα του καιρού του.

Δημιουργός, καλλιτέχνης και θεατής, όλοι μπροστά στα κακώς κείμενα αναλογιζόμενοι τις ευθύνες και αποδέκτες της πρόσκλησης - πρόκλησης να επιλύσουν ή μάλλον να ανατρέψουν τη λαίλαπα που έχουν δημιουργήσει.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ