Κριτική για την παράσταση "Κάποιος να με προσέχει"

Από την Υπ. Διδάκτoρα Θεατρολογιας Σιμόνη- Μαρια Γκολούμποβιτς 

Στις 11 Νοεμβρίου 2022 για πρώτη φορά παρουσιάστηκε στην Ελλάδα, το συναρπαστικό έργο του Φρανκ Μακγκίνες (Frank McGuinness) Κάποιος να με προσέχει (Someone who’ll watch over me) σε σκηνοθεσία της Αθανασίας Καραγιαννοπούλου, μια παραγωγή του Θεάτρου Αυλαία στη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια, το Φεβρουάριο του 2023 η παράσταση θα παιχτεί και στην Αθήνα στο Θέατρο Ιλίσια.

Το έργο, βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, περιγράφει τη ζωή τριών ομήρων που είναι έγκλειστοι σ’ ένα κελί στο Λίβανο υπό το άγρυπνο βλέμμα των τρομοκρατών/ απαγωγέων τους. Μέσα από συγκρουσιακές και συναισθηματικές μεταπτώσεις προσπαθούν να ανταπεξέλθουν στις ταλαιπωρίες, στις στερήσεις και στην αγωνία του θανάτου. Η συνεχή επικοινωνία και παραμονή τους στο ίδιο κελί αποτελεί την αφορμή της γέννησης μιας αγάπης που δεν τους τρομάζει αλλά τους ενώνει έτι περισσότερο σε σημείο που δύσκολα ο ένας μπορεί να αποχωριστεί τον άλλον.

Η σκηνοθεσία της Αθανασίας Καραγιαννοπούλου εστίασε στην σκιαγράφηση του εσωτερικού κόσμου των τριών ανθρώπων, που υφίστανται μια εξευτελιστική μεταχείριση. Οι τρεις ηθοποιοί (Αντίνοος Αλμπάνης, Δημήτρης Μάριζας, Πήτερ Ραντλ) ακολουθώντας τις σκηνοθετικές οδηγίες μετουσίωσαν τους χαρακτήρες τους, οι οποίοι υπερέβαιναν νοητά τα στενά όρια της επιμελώς επιτηρούμενης και φυλαγμένη ζώνης του κελιού/ δωματίου και παραδίδονταν σε διάφορες βιωματικές και μνημονικές εμπειρίες. Με γνώμονα πως θέατρο ως τέχνη, αφενός εκφράζει τις σημασίες που έχουν προκαθοριστεί από την λογοτεχνία και αφετέρου δημιουργεί νέες δικές της, κάποιες σκηνοθετικές επιλογές στην συγκεκριμένη παράσταση, ίσως να ήταν επί τούτου υπερβολικές, χωρίς ουσία και αιτιολόγηση. Πιο συγκεκριμένα, θα μπορούσε να παραλειφθεί η σκηνοθετική επιλογή της γυμνής εμφάνισης του Έντουαρντ (Αντίνοος Αλμπάνης) στον επίλογο του έργου, που δεν προέκυψε ως ανάγκη του κειμένου και της δραματοποίησής του αλλά ως μέσω εντυπωσιασμού, με αποτέλεσμα την απόσπαση της προσοχής των θεατών (?).

Το λιτό σκηνικό της Μαίρης Τσαγκάρη επεικόνιζε ένα -άχρονο- υπόγειο κρατητήριο, με τρία βρώμικα στρώματα πάνω σε ένα δάπεδο με αλυσίδες και έδωσε τη δυνατότητα συγκρότησης μιας ενιαίας κοινότητας μεταξύ των ηθοποιών. Όμως, ο περιορισμένος χώρος σε συνδυασμό με τη συνεχή και έντονη κινησιολογία στα πλαίσια και μόνο του δαπέδου αποσπούσαν ενίοτε τη συγκέντρωσή του κοινού στο έργο και στις ερμηνείες. Η αλλαγή του χρόνου και του σκηνικού όπως και η αόρατη-βουβή παρουσία των δεσμοφυλάκων έγινε ξεκάθαρα αισθητή χάρη στη μουσική επένδυση (Αθανασία Καραγιαννοπούλου) και στους φωτισμούς (Λευτέρης Παυλόπουλος), που καθόρισαν την ένταση και τον δυναμισμό των σκηνών του έργου. Αυτή βέβαια η επαναλαμβανόμενη μηχανική διαδικασία αλλαγής ίσως θα μπορούσε να παραληφθεί ως προς τη συχνότητά της ή να γινόταν με διαφορετικό τρόπο, με σκοπό να αποφευχθεί η μονοτονία και να επιτευχθεί περισσότερο ο συσχετισμός μεταξύ των πράξεων (που σε αυτή την περίπτωση θεωρήθηκε τυχαίος ή στηριζόμενος σε υποκειμενικούς λόγους και χρονικές παρενθέσεις).

Οι τρεις ηθοποιοί εμφανίζονται και δρουν επί σκηνής σύμφωνα με τα τρέχοντα σκηνοθετικά κριτήρια. Ο Αντίνοος Αλμπάνης ως θρασύς Ιρλανδός ονόματι Έντουαρντ, ερμήνευσε πολύ καλά τον ρόλο του, ο οποίος παλλόταν μεταξύ της σκληρότητας και του χιούμορ βιώνοντας και κάποιες αρκετά ευάλωτες στιγμές. Ο ηθοποιός με εκφραστικότητα και τεχνική του σώματος και της φωνής μορφοποίησε μια ενότητα στη διάρκεια τόσο των διαλόγων όσο και των μονολόγων του. Ο Πήτερ Ραντλ είχε δυναμική παρουσία, ως εθνικιστής Αμερικανός. Με δυναμισμό και καθαρή φωνή προσέγγισε τον ρόλο του με την δέουσα σοβαρότητα, αν και υπήρχαν σημεία όπου δεν κατόρθωσε να προκαλέσει την συγκίνηση που αναμένονταν. Τέλος, ο Δημήτρης Μάριζας ενσάρκωσε τον Άγγλο ακαδημαϊκό, ο οποίος αντιμετωπίζει τις αντιξοότητες με σθένος και ανέδειξε τις ψυχολογικές διακυμάνσεις του ήρωα. Ωστόσο, πάλλονταν ως προς την απόδοση του ρόλου μεταξύ του κωμικού και του τραγικού, χωρίς σαφή προσδιορισμό. Επίσης, έκδηλη ήταν σε ορισμένες σκηνές η υπερβολική του παραστατικότητα. Ο συνδυασμός της ταχύτητας, της έντασης και της δύναμης στην συνολική του ενέργεια είχαν ως αποτέλεσμα να τον καθιστούν μια αυτόνομη θεατρική μονάδα.

Εν κατακλείδι πρόκειται για μια φροντισμένη παράσταση -που παρά τις κάποιες ενστάσεις- είχε μια ενδιαφέρουσα σκηνοθετική προσέγγιση, η οποία όμως περιορίστηκε ως επί το πλείστον στην απόδοση του παρόντος αυτού που αναπαριστούσε.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ