Κριτική για την παράσταση "Μαρίκα"

Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Η Νένα Μεντή διαθέτει μια σπάνια ικανότητα να ενσαρκώνει σημαντικές φυσιογνωμίες αναπτύσσοντας, θα έλεγε κανείς, μια ειδίκευση πια στις θεατρικές προσωπογραφίες. Όπως λοιπόν τα προηγούμενα χρόνια με την «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» και τις «Γυναίκες του Παπαδιαμάντη», έτσι και φέτος ζωντανεύει επί σκηνής τη Μαρίκα Κοτοπούλη.

Η Μαρίκα Κοτοπούλη  διακρίθηκε ως τραγωδός στα έργα ξένων κι Ελλήνων κλασικών συγγραφέων. Πρωταγωνίστησε σε πολλά διαφορετικά θεατρικά είδη, ανάμεσά τους η κομεντί και η φάρσα. Έπαιξε και επιθεώρηση, αλλά μετά την απέρριψε. Η ερμηνεία της σε έργα σύγχρονων συγγραφέων θεωρείται ανεπανάληπτη.  Δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη, όμως κέρδιζε το θαυμασμό με τη γοητεία που εξέπεμπε, καθώς και με τη σπιρτάδα του μυαλού της, τη δημιουργικότητα της σκέψης της και τη δύναμη του λόγου της. Είχε μια έντονη προσωπικότητα και λόγο δυνατό και θρασύ. Άφησε το στίγμα της στην εποχή της, γνωρίστηκε με τις μεγαλύτερες προσωπικότητες και λειτούργησε επεμβατικά στο κοινωνικό σώμα μαζί τους.

Προερχόταν από μια φτωχή οικογένεια κάτι που την κράτησε γειωμένη στα πράγματα συγκεντρώνοντας έτσι έναν βιωματικό πλούτο που ήταν η βάση για τις ερμηνείες της μαζί και το ιδιοσυγκρασιακό θάρρος και το πείσμα της. Έζησε τρεις πολέμους και έμαθε να επιβιώνει και να στέκεται όρθια γιατί η τέχνη της την απελευθέρωνε. Βίωσε ακραία το πάθος και τον έρωτα. Μετά τον θάνατο του μεγάλου έρωτα της ζωής της,  του Ίωνα Δραγούμη, από βενιζελικό στρατιωτικό σώμα ασφαλείας στο κέντρο της Αθήνας, θύμα του φανατισμού και του εθνικού διχασμού μετά την απόπειρα δολοφονίας κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Παρίσι, έφερε πάντα μια πληγή μέσα της. Στην παράσταση, τον επικαλείται πολλές φορές ειδικά στις δύσκολες στιγμές. Ενώ ανήκε στο κατεστημένο, ήξερε να πηγαίνει κόντρα σ΄αυτό, όποτε η περίσταση και τα πιστεύω της το απαιτούσαν.

Τέσσερα χρόνια μετά την δολοφονία του Δραγούμη η Μαρίκα παντρεύτηκε τον Γιώργο Χέλμη, το 1924, ο οποίος  ανέλαβε τη διεύθυνση του θεάτρου της. Δεν απέκτησαν παιδιά.

Σημαντική στιγμή στην καριέρα της νεαρής Κοτοπούλη υπήρξε η συμμετοχή της στην τριλογία του Αισχύλου Ορέστεια το 1903, όπου η απαγγελία για πρώτη φορά αρχαίου δράματος στη δημοτική γλώσσα προκάλεσε σεισμό στα θεατρικά και κοινωνικά δεδομένα της εποχής. Οι οπαδοί της καθαρεύουσας, οι οποίοι υποκινήθηκαν από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Γεώργιο Μιστριώτη, αντέδρασαν βίαια, προκλήθηκαν επεισόδια με τραυματίες και έναν νεκρό (τα λεγόμενα Ορεστειακά) και η συνέχεια των παραστάσεων διακόπηκε.

Το κείμενο της παράστασης είναι του Πέτρου Ζούλια , ο οποίος βασίστηκε σε κείμενα, βιβλία, συνεντεύξεις, δημοσιεύματα και διηγήσεις που αφορούν την πολυσχιδή αυτή προσωπικότητα με τις πολλές αδυναμίες, τις ανακολουθίες, αλλά και το τεράστιο ταλέντο.

Τον Δεκέμβριο του 1936 η Μαρίκα  εγκαινιάζει το σημερινό θέατρο ΡΕΞ. Βρισκόταν σε ανταγωνισμό με την Κυβέλη,  ανταγωνίστηκε το Εθνικό Θέατρο ιδρύοντας τη δική της δραματική σχολή  το 1941 μέσα στην καρδιά της Κατοχής. Δημιούργησε πολλά ταλέντα, τον Λογοθετίδη, την Έλλη Λαμπέτη  τη Μαίρη Αρώνη, την  Άννα Συνοδινού και την  Μελίνα Μερκούρη. Το 1954 έφυγε πια από τη ζωή.

Η παράσταση διαπνέεται από χιούμορ όπως και η ίδια η Κοτοπούλη, που προφανώς πέρα από το τεράστιο ταλέντο της για το οποίο διακρινόταν, διέθετε αστείρευτο χιούμορ και δύναμη ψυχής. Είχε σκληραγωγηθεί δουλεύοντας δίπλα στην Κυβέλη, που την αποκαλούσε «σκύλα» και έμαθε να προσαρμόζεται ή να δείχνει ότι προσαρμόζεται για να επιτύχει τον σκοπό της. Όπως είχε πει ο Τσαρούχης: «Δεν είχε ανάγκη από σκηνοθέτη, δημιουργούσε μόνη το ρόλο της»

Α ν και ο Δημήτρης Μυράτ ήταν παιδί της αδελφής της, εκείνη και ο Γιώργος Χέλμης, ο παραγωγός της, έφεραν έλληνα σκηνοθέτη από το Παρίσι για να σκηνοθετήσει στο ΡΕΞ, τον Γιαννούλη Σαραντίδη (Γιάννης Σίντος). Εκείνος της εξήγησε με βεντετισμό ότι τώρα διανύουν την περίοδο της παντοδυναμίας του σκηνοθέτη, οπότε ο ηθοποιός υπακούει στον σκηνοθέτη του. Το 1939 το Θέατρο Κοτοπούλη έγινε ημικρατικό ή όπως της άρεσε να λέει ημιεθνικό.

Η Κοτοπούλη ήταν ένας τύπος λαϊκός κι ας σύχναζε στο παλάτι. Σεβόταν την βασιλεία, σα θεσμό αποδεκτό από σημαντικά κράτη. Όμως αν και δήλωνε βασιλόφρων, και παράλληλα φανατική του Ιωάννη Μεταξά, έκανε παρέα μ’ όλο τον κόσμο ασχέτως κομμάτων και προστάτευσε πολλούς αριστερούς ηθοποιούς από τους χίτες και τους Γερμανούς. Χρησιμοποιούσε τις γνωριμίες της για να τους σώσει και το κατάφερνε.

Ήταν μια ελεύθερη φύση που μπορούσε να συνάψει σχέσεις και με άντρες και με νεότερες γυναίκες, πρωτόβγαλτες ηθοποιούς.

Αυτή τη διττή φύση της απέδωσε απόλυτα η Νένα Μεντή, που πραγματικά φάνηκε ότι  «κατοικήθηκε» συγκινητικά από την ουσία αυτής της μεγάλης ηθοποιού, έγινε η Μαρίκα Κοτοπούλη. Η  Νένα Μεντή έγινε αυτό το λαμπερό από ταλέντο άτομο, αναδεικνύοντας βέβαια και το δικό της μεγάλο ταλέντο. Ήταν απλά συγκλονιστική. Ακολούθησε την ηθοποιό σε όλα τα στάδια της ζωής της, σε όλες τις αδυναμίες, τις εμμονές της, τις παραξενιές της, το μεγαλείο της. Δημιούργησε εικόνες, μέσα από την επιδεξιότητα του σκηνοθέτη Πέτρου  Ζούλια, που κατάφερε να αποδώσει τις διάφορες εποχές με μικρές εμβόλιμες θεατρικές σκηνές της εποχής, αλλά και μέσα από διηγήσεις σχεδόν ακούσαμε την Κοτοπούλη στο θρήνο της Εκάβης, είδαμε τη δυσφορία της με τα κοστούμια στην Ελισάβετ,  γευτήκαμε την αδυναμία της για τη Λαμπέτη, που την είχε απορρίψει το Εθνικό στις εξετάσεις, βιώσαμε τη λατρεία της για τον Ίωνα Δραγούμη.

Ο Γιώργος Δεπάστας (Γιώργος Χέλμης), και ο  Μάκης Πατέλης (Βασίλης Λογοθετίδης), την πλαισίωναν σταθερά στις θεατρικές της επιχειρήσεις με την ιδιότητα του επιχειρηματία ο Χέλμης και ηθοποιού, διαμεσολαβητή και διαιτητή, ο Λογοθετίδης.  Εξαιρετική η Νεφέλη Κουρή  στο ρόλο της νεαρής, δειλής, εκκολαπτόμενης ηθοποιού Έλλης Λαμπέτη.  Κομβικός ο ρόλος του  Δημήτρη Σαμόλη (Ίων Δραγούμης), ρόλος εξομολογητή, υποστηρικτή, εικόνισμα στη ζωής της Κοτοπούλη. Αρχοντικός, στιβαρός, σοβαρός, όπως ο Δραγούμης, που τη λάτρεψε και την υποδέχθηκε στο τελευταίο της ταξίδι.

Ο θίασος Μαριάννα Τουντασάκη ( Ελένη), Χριστιάννα Μαντζουράνη ( Φρόσω), Τόνια Μαράκη ( Μαρίτσα), Γιώργος Λόξας (Τάκης), Ναταλία Αθανασιάδη (Δημοσιογράφος), πλαισίωσαν αποτελεσματικά το εγχείρημα της ενσάρκωσης επί σκηνής ενός κολοσσιαίου ταλέντου και έδωσαν το στίγμα των σταδίων της εποχής, τα επιθεωρησιακά νούμερα,  σκηνές στα καμαρίνια, τη συντριβή με το θάνατο του Παλαμά, αποτελώντας την συνοδεία αυτής της μεγάλης ηθοποιού και αποτυπώνοντας τη μαθητεία κοντά της. Υπέροχα τα σκηνικά της Άννας Ζούλια , τα κοστούμια της Ηλένιας Δουλαδίρη μαζί και ο φωτισμός της Κατερίνας

Πληροφορίες για την παράστασηΕδώ