Κριτική για την παράσταση "Οιδίπους"

Από τον Ιωάννη Λάζιο

Πολλές φορές αναζητούμε την λεγομένη υψηλή τέχνη μετά μανίας και όταν δεν την βρίσκουμε, καταφεύγουμε απελπισμένοι στην μεμψιμοιρία. Δεν παράγεται πια τέχνη, δεν αγγίζει την ευαισθησία του κοινού η θεατρική έκφραση και τόσες άλλες δικαιολογίες. Τι συμβαίνει όμως όταν τελειώσουν οι δικαιολογίες; Όταν βρεθείς μπροστά στο αδιαμφισβήτητα εκλεπτυσμένο που αναζητάς; Στην υψηλή τέχνη, πολλές φορές γίνεται για τη τέχνη;

Αυτό το μεγαλείο της καλλιτεχνίας, στη δραματουργία, ανεπιφύλακτα, ομολογώ ότι το βρήκα στο έργο «ΟΙΔΙΠΟΥΣ», μια σύνθεση βασισμένη στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή και στο σενάριο του Πιερ Πάολο Παζολίνι, του Δημήτρη Καραντζά. Τόσο εξαιρετικά δουλεμένο έργο, που σίγουρα απευθύνεται σ’ ένα «εξαίρετο» κοινό, δηλαδή που εξαιρείται του κανόνα.  Ίσως κι αυτή να είναι η αδυναμία της συγκεκριμένης καλλιτεχνικής προσπάθειας.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή, ακολουθώντας την εξελικτική ροή του έργου. Ο λόγος, στη σκηνογραφία, που τελικά είναι η φαντασίωση της φαντασίωσης μιας ιδέας, που πραγματοποιείται μέσω του υλικού κόσμου, ορθώνοντας έτσι έναν νέο κόσμο στηριγμένο στην έκταση, την απόσταση, τον όγκο, την κλίμακα και την προοπτική. Έτσι ορθώθηκε και το επηρεασμένο από δυτικοευρωπαϊκούς μετα-συμβολισμούς σκηνικό της θεατρικής πράξης. Το νεκρικό τοπίο του λοιμικού ολέθρου, που στοιχειώνει τον Οιδίποδα. Λευκά, εξαγνισμένα μπλουζάκια μικρών παιδιών, που πέθαναν ματαίως, τώρα κυκλώνουν τον πρωταγωνιστή οδεύοντας στην αυτοεκπληρούμενη προφητεία του.  Λευκά σαν την αλήθεια που αναζητεί στο ταξίδι της ολοκλήρωσής του. Μια άποψη σύγχρονη, αναθεωρητική, που περιφρονεί ελαφρώς το κλασσικό μεγαλείο της αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Ή μήπως όχι;

Αν το έργο ήταν πραγματικά τραγωδία, η γλώσσα θα ήταν διαφορετική. Το συγκεκριμένο έργο είναι μια άλλη πρόταση, που μετέρχεται συμβολική γλώσσα για να αναδείξει τη σπουδαιότητα του ήρωα και ασφαλώς του ποιητικού λόγου. Δεν είναι μια παράσταση συνεχών, συνεκτικών σκηνών, που αρμονικά οδηγούν στη λύση και τελικά κάθαρση του κοινού. Είναι ένα ταξίδι προβολής της εσωτερικής διαμάχης και αντιπαλότητας του Οιδίποδα, με τον εαυτό του και τη μοίρα. Η απέλπιδα προσπάθεια διαφυγής, που καταλήγει στην τυφλωτική ελευθερία και το φως που προκύπτει από το σκοτάδι.

Η σκηνοθετική  ματιά είναι βαθιά συμβολική, με σημασιολογικές τοποθετήσεις. Προσεγμένη και εμφανής σε κάθε βήμα, κάθε ηθοποιού, με μόνες ατυχίες στο κομμάτι του φωτισμού, όπου ο χειροκίνητος έλεγχος από τους ηθοποιούς δημιούργησε κάποιες αρυθμίες. Μια καλοδουλεμένη, σχεδόν ιερατική προσήλωση στην πνευματικότητα, την οποία θέλει να προσδώσει στο έργο, ο Δημήτρης Καραντζάς. Το πετυχαίνει σε τέτοιο βαθμό που αναγάγει το έργο σε ιερή πράξη και ως εκ τούτου, έχει ανάγκη από συνθρησκευόμενους.  Όπως στο ναό, η κοινή πίστη, πρέπει να διατρέχει το ακροατήριο, ανάλογα και σ ’αυτό το έργο  το κοινό οφείλει να αφουγκράζεται την αισθητική, το ύφος και την άποψη του σκηνοθέτη. Να γνωρίζει το έργο, για να μπορέσει να τοποθετήσει εαυτόν σε διαφορετική θέση με χθες. Να δει τον Οιδίποδα μέσα από τα βγαλμένα μάτια του και πώς τελικά καταλήγει στη τύφλωση. Όλα αυτά αναγάγουν την προσπάθεια αυτή σε ακαδημαϊκή, ελιτίστικη και ασφαλώς αντιεμπορική θεατρική πράξη. Το «αμύητο» κοινό θα στέκει ενεό μπροστά στους ατέλειωτους συμβολισμούς, θα κουραστεί στη προσπάθειά του να κατανοήσει αυτό που βλέπει και τελικά, ίσως, απορρίψει τον Σοφοκλή και έτσι δυστυχήσει να ζήσει χωρίς να γευτεί το μεγαλείο της ποίησής του.

Ακόμα και το ενδυματολογικό κομμάτι σοκάρει τον επιπόλαιο θεατή και προβληματίζει τον περίεργο. Με το ευρωπαϊκό κοστούμι, που θέλει να καυτηριάσει, πιθανά, την καπιταλιστική μεγαλομανία ή να αποτυπώσει την εικόνα ενός σύγχρονου τυράννου. Το χρυσό περιδέραιο, σύμβολο της ιδιότητας του βασιλιά, που αποτινάσει από πάνω του ο Οιδίποδας, δημιουργούν μια αισθητική δυσνόητη και ασύμβατη με το αρχαίο δράμα, από το οποίο αφορμάται το έργο, καθώς κινείται σε μοντέρνες φόρμες, παράταιρες με το αρχαίο κάλλος και αισθητική.   Ακόμα και τα παπούτσια, που μάλλον λειτουργικό ρόλο είχαν, δημιουργούσαν ατμόσφαιρα με τα τακούνια τους, ξένη στον ήχο που κάνει το σύρσιμο στην επιδαύρια πέτρα και περισσότερο οικεία στη ξύλινη ευρωπαϊκή σκηνή.

Όμως ελληνική, ελληνικότατη ήταν  η ερμηνευτική προσέγγιση του συνόλου των ηθοποιών. Η τοποθέτηση της φωνής στα ύψη και στα βάθη, στον όγκο και στην έκταση, που δυστυχώς μπερδεύτηκε πολύ με το σύγχρονο ηλεκτρονικό ήχο και εκεί που αναγνωρίζεις το γνήσιο και ατόφιο ήχο της φωνής που δεν είναι όργανο, αλλά ορχήστρα, επενέβαινε η τεχνολογία με τα επιμέρους μικρόφωνα, για να προσδώσει το συναίσθημα με έναν «νέο» τρόπο, ταιριαστό με την ηχητική επένδυση της παράστασης.

Ήταν και οι τρεις τους (Μιχάλης Σαράντης, Μαρία Κεχαγιόγλου, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης ) τόσο καλοί, καταθέτοντας τη ψυχή τους, που τα ανομήματα συγχωρούνται αυτοδίκαια. Ίσως μονάχα η σκηνοθετική επέμβαση να οδήγησε σε δύο έντονα ερωτηματικά. Το πρώτο: γιατί ο Κρέοντας είχε ομοφυλοφιλικές αναφορές, διαφανέστατες τη στιγμή που συγκρούεται με τον Οιδίποδα; Το δεύτερο: λέξεις αντί πράξεων στην ερωτική σκηνή, όπου ο Οιδίποδας διαπράττει ύβρι συνευρισκόμενος με την μάνα του, με τι σκοπό; Γιατί η ερμηνεία δεν διέγραφε το πάθος ή την έλξη; Επανέρχομαι στο γεγονός ότι δίνεται μεγαλύτερη σημασία στον συμβολισμό και όχι στη δράση, μιας και δεν πρόκειται για δράμα, καταλήγοντας ασφαλέστερα στην άποψη του ακαδημαϊκού θεάτρου.

Κοντολογίς, τι είναι η παράσταση; Μια θεατρική τελετουργία, που περιγράφει μαεστρικά την πορεία του Οιδίποδα, αξιοποιώντας, από τη μια, την εκλεκτή μετάφραση του Μίνου Βολανάκη και τις υψηλές συγκινήσεις που διεγείρει ο Σοφόκλειος λόγος, και από την άλλη την λειτουργικότητα του Πιερ Πάολο Παζολίνι. Απευθύνεται προς όλους; Ασφαλώς και όχι! Δεν είναι εύπεπτη από τον μέσο θεατή και ίσως παρεξηγήσει την προσπάθεια. Για τους υπόλοιπους είναι μια διαφορετική ματιά σε κάτι τόσο σπουδαίο, που όσο και να επέμβεις πάντα θα σε υποβάλει. Ωστόσο, οφείλω να θυμίσω τα λόγια ενός «τεχνίτη» του θεάτρου, του Καρόλου Κουν: Δεν κάνουμε θέατρο για το θέατρο! Δεν κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί […]

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ