Κριτική για την παράσταση "Περιμένοντας τον Γκοντό"

Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή

«…Έπρεπε ν’ απαλλαγώ απ’ όλα τα δηλητήρια – τη διανοητική ευπρέπεια, τη γνώση, τις βεβαιότητες που απορρέουν απ’ αυτή, την ανάγκη να κυριαρχήσεις πάνω στη ζωή – να βρω την κατάλληλη γλώσσα…». Σάμουελ Μπέκετ

Για τον  Μπέκετ η τραγωδία του ανθρώπου αρχίζει μαζί με τη σκέψη.

Η ομάδα Σημείο Μηδέν, παρουσιάζει το εμβληματικό έργο του «Περιμένοντας τον Γκοντό» “ En attendant Godot» .

Όπως διευκρινίζει ο σκηνοθέτης της παράστασης Σάββας Στρούμπος, τοποθετεί το έργο «πάνω στα ερείπια του κόσμου, σ’ ένα μέλλον λιγότερο ή περισσότερο κοντινό σε μας, όπου διατηρούνται ανοιχτά όλα τα τραύματα απ’ το παρόν και το παρελθόν της ανθρωπότητας… Αλλά και οι προσδοκίες…»

Το μπεκετικό θέατρο ανατέμνει την τραγικότητα της ύπαρξης σ’ έναν κόσμο χωρίς Θεό, χωρίς επικοινωνία με τον δίπλα, όπου ο άνθρωπος έχει βουλιάξει μέσα στην απόλυτη μοναξιά. Ο τίτλος και μόνο του έργου, φανερώνει αυτή τη μάταιη προσμονή, αυτή την απελπισία, αυτή την αναμονή μπροστά σε ένα πνιγηρό κενό. Ο Εστραγκόν (Κωνσταντίνος Γώγουλος )και ο Βλαντιμίρ (Χρήστος Κοντογεώργης)) περιμένουν τον Γκοντό έξω από την Ιστορία, έχοντας γυρίσει την πλάτη τους σε αυτήν. Οι δυο ήρωες είναι παγιδευμένοι σε μια αιώνια επανάληψη της οποίας σχεδόν δεν έχουν συνείδηση. Δεν θυμούνται πότε άρχισαν να περιμένουν το πρόσωπο αυτό και ούτε γνωρίζουν για πόσο θα περιμένουν ακόμα. Βρίσκονται πάντα στο ίδιο σημείο απ΄ όπου ξεκίνησαν και περιμένουν διαρκώς  κάποιον Γκοντό, χωρίς να έχουν αίσθηση του χρόνου.

Ο κόσμος τους δεν είναι κόσμος πράξεων, είναι κόσμος των επαναλήψεων. Εμβληματική η φράση του Εστραγκόν «Τίποτα δε γίνεται», στην οποία συμπυκνώνονται η αναμονή, η αβεβαιότητα, η ματαίωση και η απελπισία. Η πράξη εδώ έχει αντικατασταθεί με λόγια και κραυγές, που ο καθένας προσπαθεί να βγάλει για να επικοινωνήσει. Στη σκηνή είναι πάντα τέσσερεις. Και οι τέσσερεις συμμετέχουν στη θεατρική πράξη και εναλλάσσονται στους ρόλους. Πότε ο άλλος είναι ο Άλλος, ο ξένος, η απειλή και πότε είναι ο άλλος εαυτός, η πιο ισχυρή και δόλια επιβουλή.  Άναρθρες κραυγές, μεγάλη προσπάθεια να ειπωθούν πράγματα κενά ξανά και ξανά, μαζί με αυτή την προσμονή για την έλευση ενός ανθρώπου για τον οποίο δε θα μάθουμε ποτέ τίποτα. Ο θεατής μπορεί να βάλει  στη θέση του Γκοντό  ό,τι εκείνος θέλει.

Από την άλλη ο Πότζο και ο Λάκυ αποτελούν ένα ζεύγος αφέντη και δούλου, που  η εμφάνισή τους στο έργο δημιουργεί για μια στιγμή την υποψία ή την ελπίδα μιας ανατροπής, όμως  κι αυτοί αποτελούν μέρος της επανάληψης. Είναι τα alter ego του Εστραγκόν και του Βλαδίμηρου.

Ο Πότζο (Έβελυν Ασουάντ) είναι ένας άξεστος, ακαλλιέργητος αφέντης και ο Λάκυ (Έλλη Ιγγλίζ), ένας υποτακτικός δούλος που δεν διαμαρτύρεται για τα βασανιστήρια που περνά. Καρτερικά τα υπομένει. Ωστόσο, δέχεται μια περίεργη διαταγή να στοχαστεί, να σκεφτεί. Και τότε αυτός σα χαλασμένο μηχάνημα αναφέρει απνευστί έναν καταρράκτη λέξεων, φιλοσοφικών θεωριών και απόψεων, με έναν ανερμάτιστο λόγο, παντελώς ακατάληπτο, που πιο πολύ δημιουργεί θόρυβο και τίποτε άλλο. Ο Πότζο μοιάζει με τον αρκουδιάρη και ο Λάκυ με την αρκούδα του. Δύο πρόσωπα από τσίρκο. Αυτό βέβαια σε ένα περιβάλλον δυστοπικό που αναπαριστάται από μια γυμνή σκηνή και ένα δέντρο, που είναι φτιαγμένο από σιδερόβεργες. Αυτό μαζί και τα κοστούμια, παραπέμπει σε εποχή πολέμου, μεγάλης καταστροφής και οδύνης. Η αρβύλα επικρατεί στη σκηνή. Αυτές οι πολυχρηστικές αρβύλες , που άλλοτε γίνονται διαδοχικά κράνος, περιβραχιόνιο,  όπλο, μπάλα, σκουπίδι , κούπα δεσπόζουν στη σκηνική πράξη και αποκτούν λόγο. Ο Μπέκετ μέσα από το δίδυμο Πότζο και Λάκυ καταδεικνύει όλους αυτούς τους δήθεν διανοούμενους, που δεν αντιστέκονται στη δουλικότητα και τον έλεγχο της σκέψης και του λόγου, αλλά υποτάσσονται στο σύστημα χωρίς να προβούν σε κάποια κίνηση ανατροπής. Το ένα ζευγάρι είναι καθρέφτης του άλλου, σε άλλη όμως κλίμακα μεγέθους. Και οι δυο χάνουν τη μνήμη τους, δεν ξέρουν πραγματικά που βρίσκονται και όλα αποτελούν μια μουσική συμφωνία για τους δυο τους. Δεν ισορροπεί ο ρόλος και η ύπαρξή τους χωρίς τον άλλο.

Είναι δείγμα του  ανθρώπου που  έπαψε να επικοινωνεί με τον διπλανό του. Ο λόγος έχει καταρρεύσει σε όλα τα επίπεδα. Πως μπορεί να προχωρήσουμε έτσι; Οι φωνητικές χορδές και οι χορδές ενώ βιολιού γδέρνονται  σε μιαν άκαρπη προσπάθεια να δημιουργήσουν ήχο, κατανοητό, ήχο που να αγγίξει, να συγκινήσει, να επιτύχει να μεταδώσει σκέψεις και συναισθήματα. Αδύνατο. Ο Βλαδιμήρ και ο Εστραγκόν μετατρέπουν την απελπισία και την απραξία τους σε παιγνίδι.

Η μετάφραση του Θωμά Συμεωνίδη δίνει απολύτως αυτή την αδυσώπητη αναμονή, μαζί και η υποκριτική ικανότητα των ηθοποιών. « -Σε χτύπησαν; Πότε σε χτύπησαν; --Τι κάνουμε τώρα που είμαστε χαρούμενοι; -Περιμένουμε τον Γκοντό.»  Όλα αμετακίνητα. « -Καλύτερα θα ήταν να με σκότωνες όπως τους άλλους, παρά να μας σκοτώσουν οι άλλοι.» «-Πες κάτι! -Τι; -Οτιδήποτε!» και ακόμα πιο βαθιά στο ζέον θέμα του πολέμου «- Δε διατρέχουμε κανένα κίνδυνο να σκεφτόμαστε; -  Αν αγαπάμε ο ένας τις σκέψεις του άλλου.» Υπέροχη σκηνή αντιπαράθεσης και μονομαχίας με μέλος του δέντρου, γύρω απ΄αυτό, όπου ανταλλάσσουν βρισιές «- Μυθιστορηματικέ πίθηκε! –Γουρούνι! – Κριτικέ Θεάτρου των Αστών!» Ενεργειακά όλα κυλούν γύρω από το δέντρο με σιδερόβεργες.

Εξαιρετικές οι ερμηνείες και των τεσσάρων ηθοποιών με ξεκάθαρη τη μέθοδο Τερζόπουλου. Η απέλπιδα κατάσταση της επικοινωνίας με τον έξω, αλλά και τον έσω κόσμο, τα απροσπέλαστα σκώμματα αποδόθηκαν θεατρικά με εφιαλτικό τρόπο. Καγχασμοί για το αποτέλεσμα αυτής της συνεννόησης και της λήξης του αλληλοσπαραγμού σε μια « έρημη χώρα» με μεταλλαγμένη φύση.

Ο χρόνος δεν υπάρχει για κανέναν ζευγάρι. Ο Πότζο εξάλλου δήλωσε ότι ο κουφός δεν έχει αίσθηση του χρόνου, τον οποίο θεωρεί κιόλας απάνθρωπο.  Η αλλοίωση του Χρόνου έχει επιφέρει εκείνη του τόπου και της σημασίας των λέξεων.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ