Κριτική για την παράσταση "Τίμων ο Αθηναίος"

Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Ένα έργο-πρόκληση για τον πλούτο, το χρέος, τη φιλία, την κολακεία, την τυφλότητα, τις ψευδαισθήσεις, τη γενναιοδωρία, την αχαριστία, διαχρονικό και πάντα επίκαιρο.

«Ο Σαίξπηρ δεν κάνει τίποτα μικρό, αναμετριέται πάντα με κάτι  πολύ μεγάλο…»,    σημειώνει ο  σκηνοθέτης της παράστασης και καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Στάθης Λιβαθινός.

Ο «Τίμων ο Αθηναίος ή Μισάνθρωπος» είναι η τελευταία τραγωδία που έγραψε ο Σαίξπηρ αντλώντας υλικό απ’ την αρχαιοελληνική γραμματεία και συγκεκριμένα απ’ τους συγγραφείς Πλούταρχο και Λουκιανό. Ο θάνατος του ήρωα είναι ένας συντριπτικός θάνατος, πιο «ολοκληρωτικός» από τον θάνατο του Βασιλιά Ληρ, του Άμλετ, του Οθέλου, του Βρούτου. Είναι ο θάνατος του Ανθρώπου που έχασε την πίστη του στον Άνθρωπο…

Το ιδανικά πάνω στα οποία θα έπρεπε να στηρίζεται κάθε κοινωνία, αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχουν και άρα δεν υπάρχει μέλλον για την ανθρωπότητα.

Ο Τίμων είναι η προσωποποίηση της οικειοθελούς κι απροϋπόθετης προσφοράς. Άρχοντας στην πόλη των Αθηνών τον 5ο αιώνα π.Χ., ζει πολύ πέρα από τις οικονομικές του δυνατότητες. Το σπίτι του είναι το ίδιο το σπίτι του Ξένιου Δία. Φιλεύει τους πάντες: Τους γερουσιαστές της πόλης, τους καλλιτέχνες και τους λογίους της. Ως και εκείνον τον Απήμαντο, που τα λέει σε όλους κατακρίνοντας όλες τις κοινωνικές ομάδες αλλά και τον ίδιο τον Τίμωνα, καταφέρνοντας, ωστόσο, να ζει μέσα σ’ αυτήν την κοινωνία που νοσεί, καυτηριάζοντας τις αδυναμίες της. Θεωρεί όλους του Αθηναίους κοπρόσκυλα και ψάχνει να βρει έναν τίμιο ανάμεσά τους.

Στο όνομα της φιλίας ο Τίμων ανοίγει διάπλατα το σπίτι του και διοργανώνει λουκούλλεια γεύματα, δίνοντας στους χορτάτους την δυνατότητα να σχολιάζουν τους πάντες και να μιλούν επί παντός επιστητού. Η γενναιοδωρία του δεν περιορίζεται στους τέσσερις τοίχους της οικίας του. Σπεύδει να εξαγοράσει την ποινή που επιβλήθηκε για χρέη στον έναν ώστε αυτός να γλιτώσει τη φυλακή αλλά και να προικίσει με μεγάλη περιουσία τον άλλο καθιστώντας τον άξιο γαμπρό  για την πλούσια κόρη ενός εύπορου πολίτη.

Η αφθονία στα τραπέζια του είναι θαυμαστή και τονίζεται επί σκηνής με τη χρήση μιας κατασκευής που κατεβάζει δίσκους με εκλεκτά εδέσματα κάνοντας τους παρευρισκόμενους να πέφτουν με τα μούτρα στο φαγητό. Εκτός από τον Απήμαντο που τρώει πασατέμπο. Μια σκηνή που είναι μελετημένη στην κάθε της λεπτομέρεια. Από  την πανδαισία της οινοποσίας και των γεύσεων έως την ξιπασμένη κίνηση των καλοζωισμένων συνδαιτημόνων, οι οποίοι αφού ολοκληρώσουν το πλούσιο γεύμα τους τρώγοντας του σκασμού, πέφτουν σαν ύαινες πάνω στα δώρα που τους χαρίζει ο οικοδεσπότης, στοιχεία που θυμίζουν ταινία του Γκρήναγουεη.

Ο Φλάβιος, ο οικονόμος του, τον προειδοποιεί ανήσυχος για τα αποθέματά του σε ρευστό ότι στερεύουν. «Δε νιώθει από έξοδα! Πού ακούστηκε ότι για να είσαι καλός πρέπει αν είσαι και άμυαλος;» Εκείνος, όμως, δεν δίνει σημασία στα οικονομικά στοιχεία που του παρουσιάζονται, αισιοδοξώντας ότι κι αν στερέψουν τα χρήματά του θα σωθεί απ’ τα αποθέματα αγάπης των φίλων του.

Στην αρχή του παρέχουν απλόχερα διευκολύνσεις αλλά με το χρόνο οι δανειστές του γίνονται επίμονοι και άτεγκτοι διεκδικητές. Οι ίδιοι που απολάμβαναν για πολλά χρόνια τα αγαθά του. «Της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη!»  Γίνεται έξαλλος και θέλει να εκδικηθεί αυτή την τάχα ανθρώπινη κοινωνία, με όλους αυτούς τους τύπους που με τα καμώματά τους, τα στολίδια τους και την υποκρισία τους προσπαθούν να κρύψουν τον κτηνώδη, δίχως όρια αμοραλισμό τους.  Με φτηνές δικαιολογίες αρνούνται την προσφορά βοήθειας όταν αυτός προσφεύγει σ’ αυτούς. Ένας μάλιστα με χαιρέκακη, περιπαικτική διάθεση του λέει ότι θα του έδινε τριπλάσια χρήματα αν ερχόταν πρώτα σε εκείνον, αλλά τώρα που έμαθε ότι απευθύνθηκε σε άλλον πρώτα για χρηματική βοήθεια, νιώθει θιγμένος και δεν του δίνει τίποτα. Ο Σαίξπηρ μέγιστος ποιητής της Αναγέννησης, χρησιμοποιεί και οικεία πρότυπα απ’ την εποχή του.

Ακόμα και οι υπηρέτες του Τίμωνα έχουν πια εκπλαγεί με τους συμφεροντολόγους αυτούς και την αφέλεια του αφέντη τους. «Είχες το σπίτι σου ανοιχτό, κλείσου  τώρα μέσα!» Ο Τίμων τρελαίνεται και πέφτει σε κατάθλιψη. Μόνος του δεν μπορεί να αλλάξει τη χυδαία αυτή πραγματικότητα. Παρόλα αυτά ξανακαλεί αυτούς τους καιροσκόπους, τους «πνευματικούς ταγούς», τους «άρχοντες» και με πρόσχημα ένα από τα γνωστά του συμπόσια που διοργανώνει και πάλι δήθεν προς τιμήν τους τους περιχύνει με βραστό νερό εκσφενδονίζοντας προς το μέρος τα πιάτα. Οι κατάρες του είναι εκείνες του πιστού που έχασε την πίστη του. Του ιδεαλιστή που πίστευε σε μια ανώτερη κοινωνία με υψηλά ιδανικά, που αναγνώριζε την αξία του Εμείς και όχι του Εγώ. Τώρα βλέπει ότι οι γύρω του είναι δούλοι του χρήματος και το έχουν ανακηρύξει ως τη μόνη αξία τους. Αρνιέται την ανθρώπινη κοινωνία και την καταριέται. Ο θυμός του είναι τέτοιος που ταράζει, συγκλονίζει το θεατή.

Αποτραβηγμένος σε μια ακροθαλασσιά και τρώγοντας ρίζες, βρίσκει έναν θησαυρό τον οποίο μοιράζει απλόχερα σε όλους μαζί με κατάρες. Όλοι τον δέχονται με χαρά. Εκεί καταφθάνει κι ο Αλκιβιάδης με τις δυο εταίρες, Φρύνη και Τιμάντρα. Ο Τίμων ξεστομίζει λόγια σκληρά για την αχαριστία, τη διαφθορά της εξουσίας, τον πόλεμο και την ανηθικότητα. Ο Αλκιβιάδης του φέρεται φιλικά, θέλει να τον υπερασπιστεί. Θυμήθηκε πως χάρη «στο ξίφος του και τα λεφτά του», σταμάτησαν οι επιδρομές από τους γείτονες των Αθηναίων. Ο Τίμων τον διώχνει να πάει με τα τύμπανα του να κάνει πόλεμο και  να μη λυπηθεί κανέναν, ούτε γέρο, ούτε μωρό. Δίνει χρυσάφι στις πόρνες και τους εύχεται να μείνουν για πάντα πόρνες.

Ο Αλκιβιάδης έχει εναντιωθεί στην Αθήνα γιατί ενώ ζήτησε από τους άρχοντες της να θυμηθούν την προσφορά του στην πατρίδα, να θυμηθούν ότι ενώ αυτός κυνηγούσε τους εχθρούς της πόλης οι γερουσιαστές μετρούσαν τα λεφτά τους και δεν τον σεβάστηκαν. Δεν αποδέχθηκαν το αίτημα του να απαλλάξουν από την ποινή του θανάτου κάποιον φίλο του θερμόαιμο που δε σεβάστηκε το Νόμο. Καθώς λοιπόν δεν εισακούστηκε από την τοκογλύφα γερουσία βαδίζει ενάντια στην Αθήνα με την παρότρυνση του Τίμωνα να μη λυπηθεί κανέναν. Όσο για τον Απήμαντο, ο Τίμων του επιφυλάσσει τη χείριστη υποδοχή. «Αν δεν ήσουν ο πιο κακός άνθρωπος, θα ήσουν μάγκας και κόλακας.» Οι δούλοι του έχουν καταρρακωθεί, νιώθουν σαν «σπασμένα σύνεργα, σε σπίτι ερειπωμένο». Ακολουθεί ο καθένας το δρόμο του: «Χωρίζουμε φτωχοί μα πλούσιοι σε θλίψη».

Τον μόνο άνθρωπο που ξεχωρίζει είναι ο οικονόμος του ο Φλάβιος, ένας απόμαχος, μια τίμια, καθαρή συνείδηση.

Αυτός μέχρι και την τελευταία στιγμή του δείχνει αφοσίωση και τον καθησυχάζει ότι θα είναι πάντα ο υπηρέτης και ο προστάτης του.

Εκείνος τον αποδιώχνει με νουθεσίες Μισάνθρωπου: «Χτίσε το σπίτι σου μακριά απ΄ανθρώπους, μίσος για όλους, κατάρες για όλους, έλεος για κανέναν ! Άνθρωπο μη δεις, να μη σε ξαναδώ! Φύγε όσο σου δίνω ευχές γιατί αν μείνεις θα σε καταραστώ !»

Όλους τους δέχεται ο Τίμων και τους διώχνει με χρυσάφι και κατάρες.

Στον τάφο του που φτιάχνει στην ακροθαλασσιά, για να τον ξεπλένει η θάλασσα από την αηδία και τους ανθρώπινους ρύπους, το επίγραμμα φανερώνει την ψυχική του κατάσταση. «Ενθάδε κείται ο Τίμων, που όσο ζούσε, όλους μαζί τους ζωντανούς μισούσε. Περαστικέ, όσο αγαπάς βλαστήμα , μα πέρασε και μην αργείς το βήμα. Ο Τίμων πέθανε, ενθάδε κείται ένα άθλιο κουφάρι, μιας άθλιας ζωής απομεινάρι.»

Ήταν ο πιο τίμιος άνθρωπος, που τον αφάνισε η καλοσύνη του. Στήριξε όλους τους ανθρώπους, σαν το Χριστό τους δόθηκε. Το αρχικό του ονόματός του, το Τ, προσομοιάζει με σταυρό, το σταυρό που εκείνος μόνος του σήκωνε. Γράμμα που δεσπόζει στη σκηνή φωτισμένο και τεράστιο, μόνιμη υπενθύμιση του μαρτυρίου του ανθρώπου αυτού, που περιστοιχίστηκε από κόλακες, καιροσκόπους, υποκριτές, εκβιαστές, τέρατα. Έδωσε την ψυχή του. Όλες τις απολαύσεις τις μοιράστηκε γιατί θεωρούσε ότι μόνο τότε η απόλαυση πολλαπλασιάζεται, ενώ αντίθετα η λύπη και η κακουχία, όταν μοιράζονται γίνονται πιο υποφερτές. Έτσι κι εκείνος δόθηκε ολοκληρωτικά γιατί πίστευε ότι στη δυσχέρεια αυτοί οι ίδιοι, οι «φίλοι» του θα του συμπαραστεκόταν. Από την αρχή, όμως, όταν έβλεπαν τον Τίμωνα από μακριά, στην πραγματικότητα τον ζήλευαν και τον επιβουλεύονταν, σαν άγρια θηρία, που στήνουν καρτέρι, έτοιμοι με υποκριτικές γονυκλισίες και ευφάνταστες κολακείες να αποσπάσουν ό,τι μπορούν.

Ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός, παρουσιάζει τους κόλακες και συμφεροντολόγους σαν κοπάδι να συμπορεύονται και να τραγουδούν όλοι μαζί. Υπέροχη η κίνηση όλων των ηθοποιών και εξαιρετικές οι φωνές στα χορωδιακά μέρη. Η μουσική διδασκαλία της Μελίνας Παιονίδου είχε άριστα αποτελέσματα και μπόρεσε να εντάξει το θεατή και να τον καταστήσει συμμέτοχο. Τα προσεγμένα κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου με αναφορές ως προς την ενδυματολογική τους αισθητική στην περίοδο του Μεσαίωνα συνδυαζόμενα με τη ζοφερή μουσική του Λύσανδρου Φαληρέα και με άξονα, βέβαια, τη ρέουσα μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου προσφέρουν στο κοινό μια παράσταση υψηλής ποιοτικής στάθμης.

Εξαιρετικός ο Βασίλης Ανδρέου στο ρόλο του Τίμωνα με την ερμηνεία του προβλημάτισε το θεατή για το πού μπορεί να οδηγήσει η δίχως όρια, άμετρη δοτικότητα σε ανάξιους και φαύλους. Ξεχώρισαν ο Ιερώνυμος Καλετσάνος (Χρυσοχόος , Άρχοντας, Γερουσιαστής, Λούκιος), ο Νίκος Καρδώνης ( Σεμπρόνιος, Ερωτιδέας, Γερουσιαστής, Ζωγράφος), ο Χρήστος Σούγαρης (Αλκιβιάδης) και ο Δημήτρης Παπανικολάου ( Απήμαντος).

«Τελείωσε η βασιλεία σου Τίμωνα ! Ήλιε κρύψε το φως σου!»

Ο Τίμων  πορεύεται προς το σταυρό, το αρχικό γράμμα του ονόματος του με αργό βήμα σαν να ανεβαίνει το Γολγοθά ! Ο Αλκιβιάδης από το θεωρείο, απευθύνεται στους Γερουσιαστές, ενώ φέρνει την Αναγέννηση που προσδοκά ο ποιητής: «Φτάνει πια η εξουσία σας, που τους νόμους εφαρμόζατε όπως σας συνέφερε!».

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ