Κριτική για την παράσταση "Το Χρυσόψαρο"

Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Το Χρυσόψαρο, του Δημήτρη Νταούλη στο Θέατρο ΜΠΙΠ είναι μια σουρεαλιστική κωμωδία όπου επτά άτομα βρίσκονται σε ένταση, με αφορμή την εξαφάνιση ενός χρυσόψαρου από ένα κατάστημα πώλησης κατοικίδιων ζώων. Οπότε ο καταστηματάρχης, η κατηγορούμενη για κλοπή του χρυσόψαρου, μια αυτόπτης μάρτυρας, μια δημοσιογράφος, η παλιά υπάλληλος του μαγαζιού και ένας νοσηλευτής καταλήγουν σε ένα αστυνομικό τμήμα και αναλύουν το συμβάν στον αξιωματικό ζητώντας ο καθένας να δικαιωθεί ανάλογα με την οπτική του. Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος φέρνει μαζί του την ύποπτη πελάτισσα, που θεωρεί ότι του έκλεψε το χρυσόψαρό του και του στέρησε την δυνατότητα να το αποχαιρετήσει, πριν αυτό πωληθεί και αποχωρήσει από το κατάστημά του.  Αυτόπτης μάρτυρας  υπεράσπισης της ύποπτης πελάτισσας είναι μια κυρία, σύζυγος μεγαλοεπιχειρηματία, που σε όλο το έργο σαν επωδό επαναλαμβάνει ότι αυτή είναι «σύζυγος εφοπλιστού» φανερώνοντας τη μοναξιά μιας εγκαταλελειμμένης μέχρι το τέλος γυναίκας.

Ενώ οι σκηνές εκτυλίσσονται μέσα σε ένα κλίμα υστερικού παροξυσμού, εμφανίζεται ξαφνικά κάθε τόσο ένα δημοσιογραφικό κλισέ όπως: «η εποχή των παχυλών μισθών έχει περάσει ανεπιστρεπτί» ή «το φαινόμενο της τρύπας του όζοντος επιδεινώνεται» ή «να ξέρετε ότι οι πληγές του εμφυλίου, θα αργήσουν να φύγουν». Ο καταστηματάρχης κατηγορεί την κυρία ότι του έκλεψε το χρυσόψαρό του, ότι το έβαλε στην τσάντα της και δηλώνει την πρόθεσή του να τη σύρει στα δικαστήρια.

Θίγεται παρεμπιπτόντως και το θέμα της αποξένωσης, όταν ανακαλύπτει ο αστυνομικός ότι έχει πεθάνει η μητέρα του καταστηματάρχη και τον συλλυπείται, ενώ εκείνος προσπαθεί να διαλευκάνει το θέμα του χρυσόψαρού του. Ακραίες καταστάσεις εκτυλίσσονται, που διεγείρουν τη σκέψη και προκαλούν το γέλιο. Μια δημοσιογράφος, προβληματισμένη από την κατάντια της δουλειάς της που την υποχρεώνει να καλύψει ακόμα και την ιστορία του χρυσόψαρου, αναλογίζεται ότι έχει ξεχάσει την ουσία της ζωής, καθώς τρέχει πίσω από οποιαδήποτε είδηση, ανέραστη και κολλημένη σε μια σχέση με κάποιον Κώστα.

Μια λαϊκή και αφελής πρώην υπάλληλος του μαγαζιού έρχεται να καταθέσει και τη δική της εκδοχή για την υπόθεση του χρυσόψαρου. Έτσι, προκειμένου να υπάρξει και αυτή κάπου και να φύγει από την αφάνεια.

Τίθεται θέμα μνήμης και ελευθερίας και γίνεται έμμεσα λόγος για την ακεραιότητα του ανθρώπινου πνεύματος, την αξία της ζωής, την αυτοδιάθεση και την επιδίωξη ικανοποίησης των προσωπικών επιλογών. «Το κάθε χρυσόψαρο είναι μοναδικό και κάποια φορά θα βγουν όλα από τη γυάλα». Ως τα μεγαλύτερα δεινά καταδεικνύονται ο εγκλεισμός της συνείδησης, η χειραγώγηση του ανθρώπου, η ποδηγέτηση της «ελεύθερης» βούλησης. Κάποιος θα ήθελε να έχει τη μνήμη του χρυσόψαρου, άλλος φαντάζεται το χρυσόψαρο αυτοβούλως να πηδάει έξω από τη γυάλα του.

Τον όλο πανικό καλύπτει η ρεπόρτερ, με ειδήσεις που φαίνεται να αφορούν κάποιους θεατές. Περαστικός νοσοκόμος εικάζεται ότι πήρε από την κυρία το χρυσόψαρο και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο προσπαθεί να «κουράρει» όλους τους ήρωες, που βρίσκονται σε παροξυσμό.

Το κείμενο του Δημήτρη Νταούλη αποδίδει με νεανικό τρόπο το αλαλούμ της σύγχρονης ζωής με όλες τις νευρώσεις και τα αδιέξοδα ενώ δίνει την ευκαιρία να δείξουν τις δυνατότητές τους νέοι και ταλαντούχοι ηθοποιοί όπως ο Δημήτρης Μπούρας στο ρόλο του αστυνομικού, ενός λαϊκού, καταπιεσμένου ανθρώπου, με χοντροκομμένους τρόπους, ο Γιώργος Ημέρης στο ρόλο του ιδιοκτήτη του καταστήματος κατοικίδιων, ενός πληγωμένου, έτοιμου να εκδικηθεί, η Δώρα Πανταζοπούλου που υποδύεται την κατηγορούμενη για κλοπή του χρυσόψαρου, με τρομερά ασθενή μνήμη και χειριστική για να γλιστρά σαν χέλι, η Βερόνικα Μπακόλα, η «κυρία εφοπλιστού», με την  ξιπασιά  και την απέραντη ερημιά της, η Ανδριανή Κυλάφη, η δημοσιογράφος, θύμα ενός συστήματος που νοσεί και την υποχρεώνει να καλύπτει ειδησεογραφικά κάθε ανοησία, με τίμημα την ποιότητα της ζωής της, ο Σάββας Βασιλειάδης, ο νοσοκόμος που ερωτοτροπεί με όλους, αποκαλύπτοντας τον ερωτικό ευνουχισμό της εποχής και η Κωνσταντίνα Αλεξανδράτου, η πρώην υπάλληλος, η οποία παρουσιάζεται αφελής, με κίνηση ασυγχρόνιστη σε σχέση με τους άλλους, κάνει την προσπάθειά της να μη χαθεί στον κυκεώνα της αφάνειας.

Η σκηνοθεσία των Δημήτρη Νταούλη και Έλλης Ταμπάκη ήταν φρέσκια, δυναμική και επηρεασμένη από τον ελληνικό κινηματογράφο και τα μιούζικαλ του ‘ 60, όπως και η εξαιρετική κίνηση από την Έλλη Ταμπάκη. Τα κοστούμια της Δώρα Πανταζοπούλου, πολύχρωμα, ευφάνταστα συνέπλεαν με την σκηνοθετική οπτική, το ίδιο και η μουσική  της Λένας Σέρρα.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ