Κριτική για την παράσταση "Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα"

Από τον Ιωάννη Λάζιο

Το έργο «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα ανήκει στην κατηγορία του σύγχρονου θεατρικού δράματος και ως τέτοιο θα πρέπει να θεαθεί και όχι ως μια ηθογραφική αφήγηση. Ο θεατής για να μπορέσει να γίνει κοινωνός του καλλιτεχνικού ενεργήματος οφείλει να οπλίσει τον εαυτό του με υπομονή, αν και εφόσον είναι η πρώτη επαφή του με αυτό το είδος θεάτρου. Ενός είδους, που εξελίχθηκε κυρίως στον 20ο αιώνα και χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση νέων τεχνικών και αναπαραστάσεων, καθώς και την εξέταση σύγχρονων θεμάτων και κοινωνικών πραγμάτων μέσα από τον καθρέφτη της σκηνής. Αν πάλι είναι εξοικειωμένος θα έχει την εξαιρετική τύχη να παρακολουθήσει μια υπέροχη παράσταση.

Το έργο αυτό εκτείνεται σε ένα ευρύ φάσμα θεματικών και εννοιών, που παρουσιάζονται μέσω συμβολισμών. Έτσι, έχει κάποιο ενδιαφέρον να προσπαθήσουμε να αποσυμβολίσουμε , αν όχι όλα, τουλάχιστον τα βασικά σημεία του έργου.

Καταρχάς, έχουμε το «σπίτι». Το σπίτι που αντιπροσωπεύει το λίκνο στο οποίο θεμελιώνεται η οικογενειακή και κοινωνική δομή. Η κατάρρευσή του αμφισβητεί τις παραδοσιακές κοινωνικές νόρμες και φέρνει στην επιφάνεια την άποψη του συγγραφέα ότι το σπίτι αποτελεί την πρώτη μορφή οργανωμένης εξουσίας που συναντά ο άνθρωπος. Κατ’ επέκταση το σπίτι είναι ο φυσικός χώρος μέσα στον οποίο θα γίνει μια θεμελιακή επιλογή: θα επιλέξει ο άνθρωπος την υποταγή στους κανόνες του σπιτιού ή την επανάσταση; Η εξουσία και ο έλεγχος, λοιπόν, πραγματώνονται ως σχέσεις εξουσίας μητέρας και παιδιών και οι προσπάθειες ελέγχου των παιδιών μπορεί να αντιπροσωπεύουν την αναζήτηση της εξουσίας και της κυριαρχίας στην κοινωνία εν συνόλω.

Κατόπιν, σε πολλές σκηνές, το φως και η σκιά χρησιμοποιούνται ως ένα μανιχαϊστικό δίπολο για να συμβολίσουν την αλήθεια και το ψέμα, το καλό και το κακό, την αγνότητα και την αμαρτία. Αμαρτία που εκφράζεται μέσα από το πάθος και τον έρωτα. Οι αναφορές στο πάθος και τον έρωτα συμβολίζουν την απελευθέρωση ή ακόμη και την αιχμαλωσία του ανθρώπινου πνεύματος από τις ανάγκες της σάρκας.

Η Αδέλα σε μια προσπάθεια αναζήτησης της δικαιοσύνης και της ελευθερίας, με όχημα τον έρωτα, εναντιώνεται στην αδικία που εκφράζεται στο πρόσωπο της μητέρας της Μπερνάρντα. Οι αντιφάσεις στις έννοιες της δικαιοσύνης και της αδικίας αναδεικνύουν τις αντιφάσεις της ανθρώπινης κοινωνίας και την αναζήτηση για ισορροπία μέσω των κοινωνικών λειτουργιών.

Τέλος η έννοια της απώλειας, που διαπερνά ολόκληρο το έργο και κορυφώνεται με τον θάνατο της Αδέλας συμβολίζει την απώλεια της αθωότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από διαφθορά και αναξιοκρατία. Υπάρχουν και άλλοι συμβολισμοί, αλλά ας σταθούμε σε αυτούς δίνοντας στον θεατή το κίνητρο να αναζητήσει νέους συμβολισμούς και να αναστοχαστεί τους παραπάνω.

Ας μιλήσουμε όμως τώρα για την παράσταση που ανεβαίνει στο θέατρο Αργώ σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Κοέν και στο ρόλο της Μπερνάρντα Άλμπα την Αιμιλία Υψηλάντη

Η σκηνοθεσία του Αλέξανδου Κοέν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τουλάχιστον εξαιρετική. Καταφέρνει να δώσει ζωηρό παλμό σε ένα έργο του 1936 και να κρατήσει απερίσπαστη την προσοχή των θεατών. Η χρήση των μεγάφωνων, που δημιουργούν την ατμόσφαιρα της φυλακής, τα γνωμικά στους τοίχους, η ανατριχιαστική επανάληψη της φωνής της Αιμιλίας Υψηλάντη, αλλά και η προβολή της μητέρας της, αναδεικνύουν με τον πλέον άρτιο και καλλιτεχνικά ουσιώδη τρόπο τα μείζονα σημεία αυτού του έργου. Πραγματικά αξίζουν συγχαρητήρια σε αυτή την προσπάθεια, διότι καθώς εκσυγχρονίζει το παλιό δεν το εκμαυλίζει και κυρίως δεν του αφαιρεί από νοηματικό περιεχόμενο και αλήθεια. Τουναντίον, τα οπτικοακουστικά μέσα που μετέρχεται ο σκηνοθέτης ενισχύουν την θεατρική εμπειρία.

Ο σκηνοθέτης δουλεύει σε συνεργασία με την Σοφία Μιχαήλ την κίνηση των ηθοποιών, για να αποκτήσουν διαστάσεις υπερρεαλιστικές. Δεν είναι το νόημα να διατηρηθούν κάποια στοιχεία αληθοφάνειας, αλλά να εστιάσει ο θεατής σε αυτό που κρύβεται πίσω από τους συμβολισμούς.

Το καταφέρνει αυτό γιατί έχει μαζί του ένα σύνολο ηθοποιών που επί εβδομήντα και πλέον λεπτά καταφέρνουν να εστιάσουν στο μήνυμα του ρόλου και όχι στον ίδιο το ρόλο. Αυτές είναι οι Νεκταρία Γιαννουδάκη, Ιωάννα Αγγελίδη, Αλεξάνδρα Κουλούρη, Δάφνη Καμμένου, Μαρία Σαρέλη και Φλώρα Καραβελατζή.

Διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση φρονώ πως έχει η Αιμιλία Υψηλάντη. Βυθισμένη σε βαθύ στοχασμό από την αρχή του έργου, γίνεται η προσωποποίηση της βάναυσης, απρόσωπης και παγωμένης εξουσίας που απαντά στο όνομα «μητέρα». Η Αιμιλία Υψηλάντη στο ρόλο της Μπερνάρντα Άλμπα συγκεντρώνει με τρόπο γλαφυρό και εύληπτο τις αντιθέσεις του προσώπου που υποδύεται. Γίνεται μια γυναίκα απόμακρη και αφύσικη, που στο πρόσωπό της εκφράζεται η πατριαρχική αντίληψη του κόσμου. Αυτό το παράδοξο -ότι δηλαδή μια γυναίκα εκφράζει τις πλέον μισογυνικές απόψεις, όχι μονάχα ως στρεβλή απομίμηση ανδρικών προτύπων, αλλά ως εμπεδωμένο λεξιλόγιο της γυναικείας της συλλογιστικής- η Αιμιλία Υψηλάντη το υπηρετεί με αριστοτεχνικό τρόπο.

Εν κατακλείδι, πρέπει να πούμε ότι στο έργο αυτό αναλύεται όλη η γυναικεία ψυχοσύνθεση, ενώ προοικονομείται η κατάρρευση του μοντέλου της οικογένειας της εποχής. Γίνονται σαφείς αναφορές στην καταπίεση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των δικαιωμάτων των πολιτών, με μια γλώσσα αλληγορική. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η παράσταση αυτή απευθύνεται σε σκεπτόμενο κοινό. Ναι, δεν είναι εύπεπτη και ναι, απαιτείται σκέψη από τον θεατή για να γίνει μέρος της θεατρικής διεργασίας. Ωστόσο, αν καταφέρει ο θεατής να «συνδεθεί» με το έργο θα αισθανθεί το αποτέλεσμα της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας.

 

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ