Κριτική για την παράσταση "Το τελευταίο όνειρο της Έμιλυ Ντίκινσον"

Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Ο συγγραφέας Σταμάτης Πολενάκης μετά «Το χειμωνιάτικο ταξίδι», το οποίο είδαμε  στο Studio Μαυρομιχάλη σε σκηνοθεσία Έφης Ρευματά με πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Φραγκιόγλου, τη Μάρω Μελισσάρη και τον Βασίλη Μπατσακούτσα, παρουσιάζει στο Θέατρο 104 με την ομάδα «ΔΟΚΙΜΗ» το έργο του «Το Τελευταίο Όνειρο της Έμιλυ Ντίκινσον», εμπνευσμένο από την ποιήτρια Έμιλυ Ντίκινσον, τη μεγαλύτερη Αμερικανή ποιήτρια του 19ου και 20ου αιώνα της οποίας εν ζωή είχαν εκδοθεί μόλις 10 ποιήματα και μετά το θάνατό της πάνω από 1789 ποιήματα, εντάσσοντάς την στο πάνθεον των μεγάλων ποιητών. Εκκεντρική και περίεργη, τραγικά μοναχική, καταθλιπτική, δυστυχισμένη και σημαδεμένη από τον θάνατο των γύρω της, μια εξαιρετική και σπάνια ποιητική ιδιοφυΐα, η Έμιλυ Ελίζαμπεθ Ντίκινσον ακολουθούνταν από ένα μυστήριο, καθώς δεν είχε συναναστροφές και αλληλογραφούσε με ελάχιστους. Ντυμένη στα λευκά  περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της κλεισμένη στο δωμάτιό της. Ο θάνατος εισβάλλει στην ζωή της και η ίδια αρχίζει και πέφτει στη μελαγχολία και το φόβο. Ο θάνατος των αγαπημένων προσώπων την κλείνει ακόμα πιο πολύ και την οδηγεί στον ποιητικό της αναχωρητισμό.

Χαρακτηριστικά της ποίησης της Ντίκινσον είναι οι παύλες, το κεφαλαίο στο πρώτο γράμμα της λέξης στο μέσο του ποιήματος, η έλλειψη των αντωνυμιών, των συνδέσμων και των προθέσεων, η απουσία τίτλων στα ποιήματά της. Θαυμάζει τον Paul Valery και για εκείνη η ποίηση είναι λεπτές αισθήσεις, εικόνες στον ήχο και σκοτάδι.

Θεωρήθηκε ανέραστη ποιήτρια. Ένιωθε ότι η « ζωή της είναι ακίνητη πάνω στο ράφι». Εκείνο τον καιρό όμως ήταν αδύνατο η γυναίκα να συνάψει σχέσεις με το άλλο φύλο παρά μόνο με προξενιό. Η  Ντίκινσον μεγαλωμένη υπό τα αυστηρά χριστιανικά ήθη σκέφτεται τον έρωτα κυρίως πλατωνικά, αλλά μέσα από τα ποιήματά της βλέπουμε ότι και ο έρωτας υπήρξε κομμάτι της ζωής της και ο πόθος, παρόλο που έμειναν ανεκπλήρωτα και τα δύο.

Μετά  το θάνατο του εφημέριου, του πλατωνικού της έρωτα, αντιμετωπίζει ζητήματα υγείας και εμφανίζεται πρόβλημα  στο μάτι της, με συνέπεια να αποτραβιέται σε μια σκοτεινή απομόνωση. Ντύνεται στα λευκά και δεν μιλά με τους επισκέπτες παρά μόνο πίσω από κλειστές πόρτες. Δεν βγαίνει από το δωμάτιό της και όταν την καλούν να επισκεφτεί φίλους της, τους γράφει ότι δεν φεύγει από το Άμχερστ.

Πέρα από τη ανίατη νόσο του Μπράιτ από την οποία έπασχε, είχε μια ευαισθησία στα νεύρα της και κατάθλιψη. Αυτόν  τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της προσπάθησε να αναδείξει η παράσταση με την Έμιλυ Ντίκινσον σε προβολή και τις δυο ηθοποιούς, την Ιωάννα Μυλωνά και την Μαρία Ροβάκη, η μια στα λευκά και η άλλη στα μαύρα να προσπαθούν να αναδείξουν τον  εύθραυστο ψυχισμό της, την καθαρή και ευαίσθητη ψυχή της και  την ίδια στιγμή το φόβο της, το σκοτάδι της μοναξιάς της , την απομόνωσή της. Στο ηλεκτρικό πιάνο η Κατερίνα Ελοσίτου με μια  εξαιρετικά πρωτότυπη για τις ανάγκες της παράστασης μουσική, να αποδίδει όλα τα στάδια της άλλοτε ρομαντικής και ονειροπόλας ψυχής και άλλοτε του φοβικού και σε εγκλεισμό εαυτού.

Ο εξαιρετικός  Κωνσταντίνος Δανίκας, στο ρόλο του ίδιου του αφηγητή, να μελετά και να γοητεύεται από την ψυχή της ποιήτριας, να τη συντροφεύει, να μπαίνει σε ρόλους στη ζωή της και όλα αυτά με στόχο  να ανοίξει το λωτό της σκέψης της, να παρουσιάσει τις λεπτές πτυχώσεις μια αέρινης ποιητικής φιγούρας.

Η σκηνοθεσία του Δημοσθένη Φίλιππα και η σκηνογραφία της Μυρτώς Κοσμοπούλου απέδωσαν τον εγκλεισμό της Έμιλυ, την ελάχιστη απόσταση εκτός σπιτιού που εκείνη είχε διανύσει, πάντα σε μια πολυθρόνα με τον διχασμένο της εαυτό, τον φοβισμένο και θωρακισμένο και τον άλλο εκείνον που λαχταρούσε η θάλασσα να του βρέξει τα πόδια, να γνωρίσει τον έρωτα. Επιτυχημένο το παιχνίδισμα με τον καθρέφτη - πόρτα, τελικά ολοκληρωμένο πορτραίτο της Έμιλυ, που αποκρυσταλλώνεται στους στίχους που προβάλλονται πάνω του.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ