Κριτική για την παράσταση "Το μπουφάν της Χάρλεϊ"

Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Στο Μπουφάν της Χάρλει , μια γυναίκα, μια μητέρα έρχεται και κάθεται δίπλα στο κουβούκλιο του φρουρού στον Άγνωστο Στρατιώτη, στην Πλατεία του Συντάγματος , δίπλα στον εύζωνα που κάνει τη σκοπιά του και του μιλά σα να ήταν ο γιος της, το δικό της παιδί.

Αρχίζει έναν μονόλογο που θυμάται τα δικά της χρόνια, τις αισθήσεις του παρελθόντος, τις μυρωδιές της νεότητας, συγκρίνει τα χρόνια της με τους τωρινούς καιρούς, τους νέους της εποχής της με τους νέους σήμερα , που δυστυχώς κατά τη δική της εκτίμηση δεν έζησαν όπως εκείνη, τα ωραία χρόνια, ούτε αγάπησαν όπως εκείνη και η γενιά της κάποτε, ούτε δούλεψαν όπως εκείνοι στα καπνά στερούμενοι την παιδική τους ηλικία. Όλα αυτά του τα διηγείται. Τώρα, στον καιρό που ζει όλα μοιάζουν άχρωμα για εκείνη και απορεί πως το παιδί της μπορεί να ζει κάτω από τέτοιες συνθήκες. Αρνούμενη βέβαια το παρόν και καθώς εκείνη δεν είναι και τόσο ευτυχισμένη με τις επιλογές της, κρέμεται επάνω του με την δικαιολογία ότι τον προστατεύει, ενώ του αρνείται κάθε δική του επαναστατική αναίρεση της σκληρής και απάνθρωπης για τους νέους πραγματικότητας, που έχει παραγκωνίσει και τα παροπλίσει και βουλιάξει νέα, αξιόλογα παιδιά στην ανεργία και στην έλλειψη αυτοεκτίμησης.

Η μηχανή του είναι η διέξοδός του. Την καβαλά, φορά το μπουφάν Χάρλεϊ και φεύγει από ό,τι σκιάζει την ψυχή του, από ό,τι τον στενοχωρεί. Φεύγει από την ζωή που του έχουν ετοιμάσει να ζήσει, αρνείται τον σταυρό για τον οποίο τον έχουν προορίσει να θυσιαστεί. Ιππεύει τη μηχανή του μαζί με το είδωλό του τον Kurt Cobain (Κερτ Κομπέιν) τραγουδιστή, κιθαρίστα και συνθέτη του εναλλακτικού ροκ  συγκροτήματος Nirvana , ακροαριστερός και αυτός ενάντια σε κάθε μορφή κοινωνικής ανισότητας και προκατάληψης. Πώς να συνταχθεί με ένα σύστημα που δεν τον χωράει;

Η μάνα νιώθει την ανάγκη να απολογηθεί για την συμπεριφορά της απέναντι σε ένα παιδί που δεν μπόρεσε να καταλάβει. Ήταν το παιδί της και όφειλε να τον καταλάβει. Βιάστηκαν ως γονείς να του προσάψουν όλες τις κατηγορίες, χωρίς να μπορούν να αντιληφθούν αν αυτός θα μπορούσε να τις σηκώσει.

Οι γενικεύσεις ότι όλα τα νέα παιδιά είναι ανίκανα, ανώριμα, ανεύθυνα, τεμπέληδες, χαραμοφάηδες και χαβαλέδες δεν τιμά ούτε τους γονείς τους ούτε εκείνα, που βέβαια δεν χαρακτηρίζονται συνολικά με τέτοιους χαρακτηρισμούς. Επίσης όλοι οι άνθρωποι δεν είναι για όλα τα πράγματα. Κάποιες δραστηριότητες αρέσουν σε μερικούς και τις αναλαμβάνουν πρόθυμα, κάποιες όμως είναι εντελώς ακατάλληλες για άλλους, Για παράδειγμα η στρατιωτική θητεία. Δεν είναι ντροπή αν ο γιος κάποιου κριθεί ακατάλληλος για τον στρατό , ή αν το παιδί δεν αντέχει να πάει στο στρατό.

Ποιο είναι αυτό το πλαίσιο που θα μπορεί επιτέλους να ενέχει όλες τις διαφορετικότητες; Που δεν θα χρειάζεται κάποιος να δικαιολογηθεί αν φορά το σκουλαρίκι στο δεξί ή στο αριστερό αυτί, να δικαιολογηθεί αν είναι αναρχικός ή ομοφυλόφιλος.

Έρχεται και τον λυπάται που κάνει το γερμανικό νούμερο, του φέρνει ταπεράκι με φαγητό και αρχίζει να του μιλά ακατάπαυστα. Η ερμηνεία της Μαρίας Λημνιού είναι σπαρακτική. Το βλέμμα της πάντα σε κίνηση μην τη δει κανένας ανώτερος και βρει τον μπελά της και την διώξει. Ο εύζωνας Γιάννης Σουλακιώτης μπαίνει στην σκηνή με άριστη κίνηση ευζώνου και μετά παραμένει, εκεί ακίνητος, να μην επιτρέπει στον εαυτό του ούτε το δάκρυ να κυλήσει βλέποντας τον θρήνο αυτής της γυναίκας , την εξομολόγηση της μάνας που νιώθει ότι δεν έπραξε σωστά, που εξομολογείται χωρίς να μπορεί να πάρει από κανέναν συγχώρεση. Τώρα τον βλέπει εκεί καθηλωμένο χωρίς να μπορεί να εκνευριστεί, να φορέσει το μπουφάν της Χάρλεϊ και να τραπεί σε φυγή. Τώρα θα την ακούσει. Οι γονείς δεν θέλουν να περάσουν τα παιδιά τους ό,τι έχουν περάσει αυτοί και από την άλλη δεν καταλαβαίνουν τη νέα γενιά, δεν ξέρουν τι κάνουν οι νέοι , ούτε ποια μυρωδιά τους φέρνει δάκρυα στα μάτια. Δεν μπορούν να τους ακολουθήσουν.

Η άδικη συμπεριφορά κρύβει μια σπαταλημένη ζωή. Μιλά για τον άντρα της και πατέρα του και τον κατηγορεί ότι «την πήρε κοριτσάκι λουλούδι του αγρού και την μάρανε» .

Ονειρεύεται τους ανεκπλήρωτους έρωτες, τότε που χόρευε με τον ξάδελφό της, τον Τζέιμς Ντην που τον θαύμαζαν, έναν περαστικό με φράντζα, τα κορίτσια του χωριού, το σινεμά στη Ροδόπολη που έπαιζε μια ελληνική και μια τούρκικη ταινία. Όλο μιλά για «το πανίσχυρο παρελθόν και βεβαιώνει το ανίσχυρο παρόν».

Θυμάται που κάποτε ο γιος της ήθελε να της πει ότι έχει μπλέξει , αλλά δεν μπορούσε να της μιλήσει, δεν έφταναν τα λόγια. Καταλάβαινε ότι όλα όσα θα έλεγε θα πήγαιναν στον βρόντο. Κάθε δίαυλος επικοινωνίας είχε διακοπεί μεταξύ τους. Τώρα εκείνη όταν κοιτάζει τα μάτια του βρίσκει τις λέξεις. Του ακουμπά εκεί δίπλα το σημειωματάριό του. Καταλαβαίνει ότι έγραφε τις λέξει ς για να φύγουν από το στήθος του, να ξεθυμάνει , να ανακουφιστεί.

Το μόνο που έχει δικό του είναι το μπουφάν και δεν το δίνει ούτε στον πατέρα του, το έχει κρυμμένο. Σκέφτεται ότι καλό θα ήταν οι νέοι να είχαν λίγη από τη λύπη των γηρατειών. Αυτό βέβαια είναι μάλλον ανέφικτο γιατί τα νιάτα έχουν την ορμή που είναι αναγκαία για την εξέλιξη της κοινωνίας, του κόσμου. Η αποδοχή και ο αέρας να αναπνέει κάθε άνθρωπος ελεύθερα είναι προϋπόθεση για την συνύπαρξη των γενεών, αλλιώς οι γηραιότεροι λειτουργούν σαν βρυκόλακες , που ρουφούν το νέο αίμα. Δε γίνεται τα νιάτα να είναι συγκαταβατικά.

Έτσι όπως μιλά η μάνα και στέκεται δίπλα στον εύζωνα γιο της είναι σαν να φιλά ο καθένας το δικό του μετερίζι, να κάνει τη δική του σκοπιά. Εκείνη φυλά τη μνήμη της και εκείνος τα μάρμαρα , τον Άγνωστο Στρατιώτη. Και οι δυο φυλούν τους νεκρούς τους.

«Το μπουφάν της Χάρλεϊ» αυτό το δυνατό κείμενο του Βασίλη Κατσικονούρη, το συνδύασε ο σκηνοθέτης της Θεατρικής Σκηνής Ηρακλείου Μάνος Μανιάς με το άλλο υπέροχο κείμενο τον «Μάγκα». Ο ρόλος της Θεατρικής Σκηνής είναι κοινωνικός και πολιτικός με την ευρεία έννοια και εμφανώς αποβλέπει στην αφύπνιση του κοινωνικού σώματος με κείμενα δυναμικά όπως αυτά του Βασίλη Κατσικονούρη που αγγίζουν τα θέμα των γενεών και της οικογένειας και βέβαια το άλλο μεγάλο θέμα αυτό της ρυτιδιασμένης αριστεράς, της καλοβολεμένης , της αλλοιωμένης. Από τη μια ένας πατέρας, που δεν αποδέχεται το γιο του και από την άλλη ένας γιος ψευτοαριστερός, ψευτοσοσιαλιστής, γιος πατέρα σταλινιστή, κομμουνιστή. Ένας γιος με διακοπές στη Μύκονο, ο οποίος έχει τις σοσιαλιστικές τους απόψεις, όμως αφήνει τον πατέρα μόνο του στο σπίτι κυνηγώντας το μόνο που μετρά για αυτόν και τη γυναίκα του, το χρήμα.

Η επιλογή του Μάνου Μανιά «κουμπώνει» τέλεια, σχετικά με τη μοναξιά, την έλλειψη επικοινωνίας, που προέρχεται από διαφορετικές μεριές με διαφορετικό εφαλτήριο, αλλά με το ίδιο μοιραίο αποτέλεσμα. Η τεχνική της διδασκαλίας του είναι τέτοια που προσπαθεί να εκμαιεύσει από τους ηθοποιούς του , που είναι μιας άλλης γενιάς, μνήμες και επιλογές ζωής, συναισθήματα και αντιδράσεις, που προκύπτουν με τρόπο φυσικό μέσα από την διεργασία και τη βιωματική επεξεργασία. Βλέπουμε μια μάνα στην ερμηνείας της Μαρίας Λημνιού με όλα τα βιώματα μιας γενιάς που δεν έζησε και τα αποδίδει με τρόπο απολύτως φυσικό με τη φωνή , την κίνηση , την αναπνοή και το βλέμμα. Βλέπουμε ένα νεαρό παιδί , τον Αντρέας Νόνογλου να μπαίνει στο ρόλο του κομμουνιστή παππού, που θα ήθελε να έχει μιαν άλλη παρέα πέρα από τον Μάκη, το χρυσόψαρο της οικογένειας του γιου του, που του το άφησαν να το προσέχει , να το ταΐζει, όσο εκείνοι πήγαν διακοπές. Αυτός επικοινωνεί με τον Μάκη τον πάει βόλτα σαν κατοικίδιο και επιμένει να διεκδικεί το δικαίωμά του στη ζωή, όπως έκανε πάντα με τον αγώνα του τόσα χρόνια πριν ο καπιταλισμός αλλοιώσει όλες τις ιδεολογίες και τις υποδουλώσει με το ζυγό του χρήματος. Η διδασκαλία για να μπορέσει ο ηθοποιός να ερμηνεύσει τέτοιους ρόλους θέλει βαθιά μελέτη και εργασία από σκηνοθέτη και ηθοποιούς.

Ο παππούς γλυκοκοιτάζει τα νεαρά κορίτσια, φίλες της νύφης του και ενώ καταλαβαίνει την ανεπάρκειά του αφήνει τον εαυτό του να παίζει, να χαριεντίζεται, έτσι εις ανάμνηση μιας χαμένης νεότητας, αλλά δε θέλει να πιστέψει και των χαμένων του αγώνων. Αυτός πλήρωσε το τίμημα, όχι για να είναι τώρα παρέα με τον Μάκη, όχι για να μην μπορεί ο γιος του να τον πάει μια εκδρομή χωρίς την συγκατάβαση της γυναίκας του.

Η νύφη του τον κατηγορεί για σεξιστική συμπεριφορά και χαμηλή αυτοεκτίμηση. Τι καταπληκτικά τα κείμενα του Βασίλη Κατσικονούρη, κάθε ατάκα και βολή στο σάπιο κατεστημένο. Σαν το ανέκδοτο με την μύγα που έτρωγε με την παρέα της πάνω σε περιττώματα. Ένα ανέκδοτο για να σπάσει ο καθωσπρεπισμός και η υποκρισία, οι συζητήσεις για το « από πού κλάνει το μπαρμπούνι» και ποιο είναι το μέλλον της αριστεράς. Λέει κάτι έτσι για να κουνήσει τα λιμνάζοντα νερά, το μυαλό που άρχισε να πλαδαρεύει. Εκείνος θα τους πει ποιο είναι το παρελθόν της αριστεράς που «πήγαινε διακοπές στην Μακρόνησο και όχι στη Μύκονο». Ταυτίζεται με τον Μάκη, το χρυσόψαρο. Νιώθει και αυτός μέσα σε γυάλα και αναγνωρίζει το δικαίωμά τους, το δικό του και του Μάκη, να ζήσουν ελεύθεροι. Η νύφη του θέλει να τον βάλει σ’ ένα γηροκομείο Γαλήνη, Ειρήνη, Εδέμ, ιδρύματα με ωραία ονόματα για να «θάβουν πτώματα». Βλέπει τον γιο του άβουλο, παιδί της μαμάς του που πάντα εκείνη έβλεπε τον άντρα της, σαν αντίπαλο και τώρα ο μπούλης της, ο Οιδίποδας, ο παλιός ρεβιζιονιστής έγινε καπιταλιστής και ψηφίζει το «κόμμα της σόγιας και της παπάγιας.» Υπέροχες ριπές του συγγραφέα για κάθε τι δήθεν και μοδάτο. Έχει μαζέψει μέσα του μεγάλο παράπονο και πόνο και θα ήθελε επιτέλους κάποιος να τον καταλάβει. Αυτός που πρόθυμα θα έκανε και το Χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα φωτάκια στο παράθυρο αρκεί να μην τον απομόνωναν συνέχεια στο δωμάτιό του, γιατί ντρέπονται για τον γέρο πατέρα τους. Θα σκεφτεί όμως να επαναστατήσει μαζί με τον Μάκη. Θα σηκώσει το ανάστημά του και θα φωνάξει « No passaran!»

Υπέροχη η ερμηνεία του Αντρέας Νόνογλου, με το γυρτό σώμα, τη φωνή και την κίνηση του γέρου κομμουνιστή, την τελική του εξέγερση. Το κείμενο του Βασίλη Κατσικονούρη βρίσκει έναν σκηνοθέτη τον Μάνο Μανιά που αφουγκράζεται και συμμερίζεται την αγωνία του και την επικοινωνεί ευθέως στο κοινό του.