Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος
Σκηνοθέτης: Γιάννης Τράντας
Κοστούμια: Δημήτρης Παρθένης
Ερμηνεύουν: Γιάννης Τράντας, Μαρία Γώγου
Παίζουν μουσική: Πέτρος Δουρδουμπάκης(Πιάνο)
Σκηνοθέτης: Γιάννης Τράντας
Κοστούμια: Δημήτρης Παρθένης
Ερμηνεύουν: Γιάννης Τράντας, Μαρία Γώγου
Παίζουν μουσική: Πέτρος Δουρδουμπάκης(Πιάνο)
Περιγραφή
Από την συλλογή «Τέταρτη Διάσταση», σε σκηνοθεσία κι ερμηνεία του Γιάννη Τράντα
Περισσότερα
Ο Ρίτσος δεν αναπαριστά τον Αίαντα όπως τον ξέρουμε από τον Όμηρο και το Σοφοκλή, αλλά τον καλλιεργεί ως γη γόνιμη πάνω στην οποία αποθέτει το δικό του καημό, αφού στη ζωή του έζησε και με παρόμοιες εμπειρίες και πίκρες. Από αυτές επιδιώκει να καθαρθεί.
Η χλεύη και η αγνωμοσύνη των ανθρώπων τον πλήγωσαν. Σ’ αυτό δεν υπάρχει από μηχανής θεός. «…τίποτα ο φόβος δεν είναι του εχθρού μπροστά στο φόβο του φίλου που ξέρει τις κρυφές πληγές κι εκεί σημαδεύει»…
Είχα την ευχάριστη τύχη να παρακολουθήσω υον Αίαντα του Ρίτσου μια εξαιρετική δραματοποιημένη λογοτεχνία με θαυμάσια σκηνοθεσία, και με τη συγκλονιστική ερμηνεία του κου Τραντα συνοδευόμενος από την κα Γώγου και με τη ζωντανη μουσική επί σκηνής του κου Δουρδουμπάκη.
Συστήνετε σε όλους όσους αγαπούν τη λογοτεχνία!
Ο «Αίας» του Ρίτσου γράφτηκε το 1967 - 1969 [Λέρος – Σάμος]. Δικτατορία των συνταγματαρχών, νέες εξορίες για τα καλύτερα παιδιά του λαού μας που ακολουθούν εκείνες της μετεμφυλιακής περιόδου αλλά και η διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, η μεγάλη εσωκομματική διαπάλη στο εσωτερικό του, στην οποία ο Ρίτσος συμμετέχει τοποθετούμενος υπέρ των αποφάσεων της 12ης ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής. Μέσα σε αυτό το κοινωνικό – ιστορικό πλαίσιο γράφεται ο «Αίας». Παλιοί σύντροφοι γίνονται εχθροί, αλλάζουν διαδρομές και στόχους. «Δε με λυγίσανε οι Τρώες — τίποτα ο φόβος δεν είναι του εχθρού μπροστά στο φόβο του φίλου που ξέρει τις κρυφές πληγές κι εκεί σημαδεύει». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο «Αίας» [αντάρτης στην αναπαράσταση από το σκηνοθέτη] έρχεται να συλλογιστεί το τι είναι ηρωικό και τι όχι, το νόημα των θυσιών, να αναπολήσει την παιδικότητά του, την απλή καθημερινή ζωή, να αναμετρηθεί με τους φόβους και τις ταλαντεύσεις του. Ο ήρωας γίνεται αντιήρωας, φθάνει στην εσχάτη ταπείνωση, μοιάζει να προδίδει το δήθεν μεγαλείο της κατάκτησης της γενναιότητας – ματαιοδοξίας και συγκρούεται εσωτερικά με την πίεση του προτύπου που οι άλλοι έχουν διαμορφώσει για εκείνον.
Τα σύμβολα και οι υπαρξιακές αιχμές του Ρίτσου επιτρέπουν πολλαπλές αναγνώσεις σε αυτό.
Ο Αίας γνωρίζει πως μόνο ο θάνατος είναι δικός του, ένας θάνατος που κυριαρχεί στο έργο. Τα σφαγμένα ζώα, απόρροια μιας παράνοιας που λειτουργεί εκτονωτικά για εκείνον και που νομίζει ότι είναι οι συμπολεμιστές τους, γίνονται στοιχεία ενός θαυμασμού, σαν το σφαγμένο λευκό κριάρι με το μάτια που παίρνουν την ψυχή σου. Το ζώο που σήπεται πίσω από έναν θάμνο κρατώντας το δόντια του σφιγμένα από το πείσμα και τα δόντια του έτοιμα για μάχη, παρότι έχουν ξασπρίσει τα σαγόνια του από τη σήψη, είναι, ίσως, το σύμβολο εκείνου που φθάνει στο θάνατο γεμάτος αποφασιστικότητα και μαχόμενος. Οι νεκροί στρατιώτες γίνονται λίπασμα για τη νέα ζωή. «Αν περπατήσεις πάνω τους θα νιώσεις κάποια βαθιά, γαλήνια μαλακότητα — όχι αυτή της φθοράς και της αραίωσης, όχι, μιαν άλλη μαλακότητα, του τελειωμένου και του ανύπαρκτου». Και παρακάτω: «Αυτοί που φύγαν γυρίζουν αθόρυβα κοντά μας, απ’ τους δρόμους τους πιο κοντινούς, πάνω απ’ τους λόφους με τα λιόδεντρα, μέσ’ απ’ τ’ αμπέλια…».
Η αυτοκτονία του Αίαντα, ολοκληρώνει το αδιέξοδο που βιώνει αλλά και επιτρέπει μια άλλη ερμηνεία. Μήπως ο Ρίτσος υιοθετεί τη ματαιότητα του αγώνα; Ξέρουμε πως δεν είναι έτσι. Ο λόγος της μητέρας προς τον Αίαντα, ένας τρυφερός και γεμάτος αποφασιστικότητα λόγος, ότι δεν είναι χωρίς νόημα να κοπιάζει για να φτιάχνει ένα κορδόνι με πετράδια και να το ρίξει στο πηγάδι μπορεί να αποτελεί κλειδί. Ο Αίας συνειδητοποιεί πως όλοι, άνθρωποι και πηγάδια, κρύβουν μια πεθαμένη γυναίκα μέσα τους που πρέπει να ξυπνήσει. Ο λόγος του ήρωα προς τη γυναίκα - Τέκμησσα, είναι ένας ανδρικός λόγος που ενοχοποιεί τη γυναίκα, που την αποδιώχνει ουσιαστικά και την υποβιβάζει στο επίπεδο του υπηρετικού προσωπικού και του σεξουαλικού αντικειμένου. Αντίθετα, η πεθαμένη γυναίκα που κρύβει ο άνδρας είναι ο δυνατός άλλος, ο καρτερικός σε εκείνες τις συνθήκες, αυτός που επιδεικνύει αντοχή στις καταστάσεις, με λίγα λόγια και χωρίς εκρήξεις, χωρίς αναπολήσεις…. Ο Αίαντας που φεύγει προς την αυτοκτονία, αναζητώντας μάταια τον φίλο, τον Τεύκρο που δεν έρχεται, είναι μόνος, έχει κλείσει την πόρτα στο πλήθος – λαό, είναι έρμαιο των αδιεξόδων, των εύλογων – σε πολλές περιπτώσεις – αναζητήσεών του. Είναι εκείνος που δεν ανασταίνει τη γυναίκα της καρτερίας μέσα του. Η Τέκμησσα μένει αμίλητη και σταθερή, σαν βράχος από το βράχο των νησιών της εξορίας, συνοψίζοντας την ιστορία και περιμένοντας να γυρίσει ο Αίας, σαν τους άλλους νεκρούς, αθόρυβα πάνω από τους λόφους με τα λιόδεντρα.
Ο Γιάννης Τράντας στήνει μια παράσταση κατανυκτική, καταγράφει και αποχωρίζει ένα φάσμα φωνών μέσα από το μονόλογο που ερμηνεύει. Ίσως, σε στιγμές, να μπορούσε να αποφύγει το στόμφο. Πάντως, πραγματικά, ερμηνεύει ένα δύσκολο και δύστροπο κείμενο, αποφεύγοντας την μονοσήμαντη προσέγγιση και σε αυτή την υπόθεση θέτει τη φωνή, ως χροιά και ως μέσον σηματοδότησης νοήματος αλλά και την κίνηση των χεριών και τη στάση του σώματος. Μπορεί να γίνεται άνθρωπος μεγαλοπρεπής, αρκούδα, να καταρρέει ή να μεταδίδει τη νοσταλγία στο κοινό. Τα σκορπισμένα χειρόγραφα στο πάτωμα παραπέμπουν στον ποιητή, όπως και τα τελάρα με τα ονόματα των νησιών [Λέρος και Σάμος] και τις χρονολογίες, με το συρματόπλεγμα. Ο Πέτρος Δουρδουμπάκης στο πιάνο βρίσκει το δρόμο να αυτοσχεδιάσει μια μουσική που ήρεμα ακολουθεί τις διακυμάνσεις στο λόγο του ήρωα. Η Μαρία Γώγου αποδίδει δωρικά το ρόλο της Τέκμησσας. Τα λιτά σκηνικά, ο σκοτεινός διάκοσμος υπογραμμίζουν τις ψυχικές παλινδρομήσεις και αναζητήσεις.