Χοηφόρες

Συγγραφέας: του Αισχύλου
Μετάφραση: Θανάσης Βαλτινός
Δραματουργική επεξεργασία: Ομάδα VASISTAS
Σκηνοθέτης: Αργυρώ Χιώτη
Σκηνογραφία: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Ηρώ Βαγιώτη, σε συνεργασία με την Ματίνα Μέγκλα
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας
Μουσική: Jan Van de Engel
Ερμηνεύουν: Εύη Σαουλίδου, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Αινείας Τσαμάτης, Αντώνης Αντωνόπουλος, Φιντέλ Ταλαμπούκας, Ματίνα Περγιουδάκη, Γιάννης Κλίνης, Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη, Δημήτρης Κοντός, Ελένη Βεργέτη, Αργυρώ Χιώτη

Περιγραφή

Σημείωμα της σκηνοθέτριας:
«Φωνάζω σε κουφούς; / Ουρλιάζω μάταια σε κοιμισμένους;»
Το κορυφαίο θρηνητικό τραγούδι της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Ένα προμελετημένο έγκλημα, που στήνεται επί σκηνής με συνενόχους τους θεατές. Επικεντρώνοντας στον χορό του έργου –την παντοδύναμη αυτή φωνή, που βρίσκεται συνεχώς παρούσα επί σκηνής, κινεί τα νήματα και οπλίζει το χέρι για τον φόνο–, η ομάδα VASISTAS προσεγγίζει το έργο ως μια βαθιά σύγκρουση των ενστίκτων του ανθρώπου με την κοινωνική του υπόσταση. Ο χορός είναι η συλλογική φωνή που παρατηρεί, κατευθύνει και τελικά εξουσιάζει τα πάντα. Είναι η κοινωνική επιταγή που κατά διαστήματα παίρνει τον πρώτο λόγο και ορίζει αυτόνομα τον ρου της ιστορίας. Τα δύο βασικά πρόσωπα του έργου, οι δύο θύτες, ο Ορέστης και η Ηλέκτρα, μοιάζει να είναι δύο όργανα που δεν έχουν σχεδόν καθόλου δικαίωμα επιλογής. Κουβαλούν στις πλάτες τους το βάρος του παρελθόντος, υποχρεωμένοι να το ακολουθήσουν. Οποιαδήποτε άλλη επιλογή φαίνεται αδύνατη. Το μέλλον τους είναι αναπόδραστα συνυφασμένο με την πράξη του φόνου.

Περισσότερα

Ομάδα VASISTAS - Αργυρώ Χιώτη

Στο δεύτερο έργο της τριλογίας της Ορέστειας, κυριαρχεί η φιγούρα της Ηλέκτρας που πενθεί τον δολοφονημένο πατέρα της προσμένοντας εμμονικά ως μόνο φως σωτηρίας την επιστροφή του αδερφού της, Ορέστη, προκειμένου να σχεδιάσουν μαζί την εκδίκηση. Το ξεκίνημα του έργου είναι ζοφερό με την Ηλέκτρα να θρηνεί πάνω απ’ τον τάφο του πατέρα της και τις Χοηφόρες, τις γυναίκες του χορού που τη συντροφεύουν, να πολλαπλασιάζουν τον θρήνο της ενώ προσφέρουν τις χοές τους. Εκεί την αντικρύζει πρώτη φορά ο αδερφός της που έχει επιστρέψει μετά από χρόνια για να εκδικηθεί τον φόνο του πατέρα του μαζί με τον πιστό του σύντροφό του Πυλάδη, μεταμφιεσμένοι σε ξένους για μην τους αναγνωρίσουν.

Βλέποντάς την να θρηνεί, συνειδητοποιεί ότι θα την έχει σύμμαχο στο ιερό αυτό έργο και της αποκαλύπτει την ταυτότητά του σε μια από τις συγκλονιστικότερες σκηνές αναγνώρισης στο αρχαίο δράμα. Η δράση κατόπιν εξελίσσεται καταιγιστικά. Ορέστης και Πυλάδης με την κάλυψη της Ηλέκτρας προφασίζονται ότι είναι δύο ξένοι που φέρνουν τις στάχτες του πεθαμένου Ορέστη στην Κλυταιμνήστρα. Η Κλυταιμνήστρα υποδέχεται τον Ορέστη και τότε εκείνος, αφού της αποκαλύπτει την ταυτότητά του, την εκτελεί ενώ κατόπιν εκτελεί και τον ομοκρέβατο, συνένοχό της Αίγισθο. Η τραγωδία κλείνει με τις Ερινύες να καταφθάνουν, καταδιώκοντας ανελέητα τον Ορέστη ως τη στιγμή της αθώωσής του από τον Άρειο Πάγο. Αλλά αυτό θα συμβεί στο τελευταίο μέρος της τριλογίας, στις Ευμενίδες.

Με αγγλικούς υπέρτιτλους

Βοηθός σκηνοθέτη: Γκέλυ Καλαμπάκα
Κατασκευή μουσικών οργάνων: Αντώνης Χατζηπέρογλου
Σύμβουλος δραματουργίας: Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος
Συμπαραγωγή: Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου - ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας - Φεστιβάλ Φιλίππων

4 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή

    Μια σπουδή πάνω στο κορυφαίο τραγούδι εκδίκησης για ένα έγκλημα που συντελείται πάνω στη σκηνή και έχει συνενόχους, συνεργούς όλους τους θεατές. Μια «συνωμοσία» που συντελείται στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου, γιατί τα εγκλήματα θέλουν μικρό και κλειστό κύκλο, πόσο μάλλον το μοιρολόι.

    « Δάκρυ πικρό, δάκρυ καυτό…»

    Ένα θέατρο συνόλου, χορευτική κίνηση και ερμηνεία, μουσική ηχογραφημένη και ζωντανή επί σκηνής, όλα με στόχο όχι μόνο την ευαισθητοποίηση των θεατών μα και την κινητοποίησή τους. Ο ρυθμός, με τα κρουστά και μετά οι ροκ ήχοι έκαναν τους θεατές να ακολουθούν την διαβαθμισμένη ένταση του έργου.

    Στις Χοηφόρους, σε αυτό το δεύτερο μέρος της τριλογίας Ορέστεια του Αισχύλου, κυρίαρχο πρόσωπο είναι η Ηλέκτρα που εμμονικά, τρελά θα έλεγε κάποιος, περιμένει την εμφάνιση του αδελφού της για να πάρει εκδίκηση για τη δολοφονία της μητέρας της και του εραστή της. Τα κρουστά και τα έγχορδα στα σημεία που μπαίνουν δείχνουν αυτή την εμμονή, μαζί και η συνεχής κίνηση του χορού, που αναζητά κάτι, που δε ξέρει ακόμα τι, που βρίσκεται σε απόγνωση, που δε ξέρει πώς να διαχειριστεί το αδιέξοδό του. Το έγκλημα δεν είναι πράξη ατομική, είναι συλλογική. Όλη η κοινωνία νοσεί , από ανήθικους, ανελεύθερους κυβερνώντες, από δυνάστες. Έτσι η αντιμετώπιση είναι συνολική. Ο Χορός απλά χρησιμοποιεί τα χέρια των δύο, ή πρακτικά του ενός αδελφού, του Ορέστη. Όλοι όμως, μαζί, Χορός και Ηλέκτρα υποδαυλίζουν την καθαρτήρια πράξη, την ευνοούν.

    Μοναδική, συγκλονιστική η σκηνή της αναγνώρισης των δύο αδελφών, μιας και ο Ορέστης είχε εμφανιστεί με τον Πυλάδη ως ξένοι. « Μάτια μου και χαρά μου, που είσαι πατέρας και αδελφός!»

    Μεγάλος ο πόνος!: « Δόλιε πατέρα! Τι να πω;»

    Ο θρήνος σταδιακά μεταλλάσσεται σε σχέδιο εκδίκησης.

    « Καλός και άξιος ο μεγάλος θρήνος. Καιρός να μετρηθείς με το γραφτό σου!»

    Ο Ορέστης και ο Πυλάδης με την κάλυψη της Ηλέκτρας προφασίζονται ότι είναι δύο ξένοι που φέρνουν τις στάχτες του πεθαμένου Ορέστη στην Κλυταιμήστρα.

    « Θα πληρώσει! Θα τη σκοτώσω κι ας χαθώ !»

    Η απόφασή του «να ξεπλύνει το μίασμα των αρχαίων αιμάτων» συντροφεύεται από ροκ μουσική, σαν το αίμα που κοχλάζει και ζητά εκδίκηση.

    Η Κλυταιμήστρα υποδέχεται τους ξένους και στο άκουσμα του θανάτου του Ορέστη σχεδόν γελά. Είναι μια κραυγή πόνου, που μεταλλάσσεται σε ιαχή καθαρής χαράς, καθώς νομίζει ότι διέλαθε της οργής του τιμωρού της. Σε αντιδιαστολή, η Κίλισσα, η τροφός του Ορέστη, αυτή που τον μεγάλωσε , που από μωρό τον ανέθρεψε πονά, στο άκουσμα του θανάτου του.

    Η κίνηση είναι συνεχής, οι φωνές, τα κρουστά, τα μουσικά έγχορδα όργανα σπαρμένα στη σκηνή, όλα συντονισμένα για την οργανωμένη εκδίκηση. Αρχικά σκοτώνουν τον Αίγισθο, απλά με το σώμα τους δυο άνδρες τον σπρώχνουν μέχρι να τον καθίσουν στο πίσω μέρος της σκηνής. « Έχει πια κριθεί ο αγώνας. Πάει ο Αίγισθος, δεν υπάρχει πια.»

    Ήχοι εγχόρδων, δημιουργούν κραυγές αγωνίας, ελέους. « Τι είναι; Γιατί ουρλιάζεις εσύ; Τους ζωντανούς σφάζουν οι πεθαμένοι! » Βασικό ρόλο έχει η μουσική. Σπαραχτική, τελεσίδικη, μη αναστρέψιμη κατάσταση !

    Η Κλυταιμήστρα : « Σεβάσου το μαστό!» Το δίλημμα του Ορέστη είναι τεράστιο: «Είναι η μάνα μου, τι να κάνω;» κι εκείνη τον εκβιάζει « Εσύ τον εαυτό σου θα σκοτώσεις!»

    Μονόδρομος! Αλαλάζει, λευτερώθηκε. Τα φώτα αναμμένα μέχρι προ ολίγου μέσα στον Οίκο, έσβησαν. Οι Χοηφόροι επιτέλους λευτερώθηκαν ! « Τώρα μπορούμε να δούμε το φως!», ενώ ο τραγικό ήρωας «απομένει με το δράμα της φριχτής του νίκης» Ο προβολέας τον φωτίζει, ο ήρωας έχει να κάνει το δικό του δρόμο, σέρνεται, ήδη βλέπει τι Ερινύες. Οι Χοηφόροι είναι στο πλάι του: «Έκανες το σωστό. Μη φαρμακώνεσαι με τέτοια λόγια. Λύτρωσες τη χώρα!»

    Όλοι επί σκηνής σε όλη την παράσταση υπηρετώντας έναν ρέοντα λόγο, αυτόν της μετάφρασης του Θανάση Βαλτινού, με μια εμπνευσμένη μουσική του Jan Van de Engel, με σωστά επιλεγμένους φωτισμούς του Τάσου Παλαιορούτα, με ευρηματική σκηνοθεσία της Αργυρώς Χιώτη, που θύμιζε μουσικοχορευτικό θέατρο Βούπερταλ (Tanztheater Wuppertal) της Πίνα Μπάους, με κινήσεις των ηθοποιών και κραυγές υπαγορευμένες από το συναίσθημα και με αξιόλογες ερμηνείες συνόλου των Εύη Σαουλίδου, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Αινείας Τσαμάτης, Αντώνης Αντωνόπουλος, Φιντέλ Ταλαμπούκας, Ματίνα Περγιουδάκη, Γιάννης Κλίνης, Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη, Ελένη Βεργέτη, Δημήτρης Κοντός, Αργυρώ Χιώτη.