Πέρσες

Κείμενο: Αισχύλου
Μετάφραση: Παναγιώτης Μουλλάς
Σκηνοθέτης: Δημήτρης Καραντζάς
Σκηνογραφία: Κλειώ Μπομπότη
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης
Μουσική: Γιώργος Πούλιος (σύνθεση - ζωντανή εκτέλεση)
Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος
Ερμηνεύουν: Ρένη Πιττακή, Χρήστος Λούλης, Γιώργος Γάλλος, Μιχάλης Οικονόμου, Γιάννης Κλίνης, Αλεξία Καλτσίκη, Θεοδώρα Τζήμου, Αινείας Τσαμάτης, Ηλίας Μουλάς, Μάνος Πετράκης, Τάσος Καραχάλιος, Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Γιώργος Πούλιος

Σχετικά

30 & 31 Ιουλίου | Ανοιχτό Θέατρο Παλαιού Ελαιουργείου Ελευσίνας | 21.00

2 & 3 Σεπτεμβρίου στο Θέατρο Δάσους στη Θεσσαλονίκη

9 & 10 Σεπτεμβρίου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού

Στελεχωμένη από μια πλειάδα εξαιρετικών ηθοποιών (Χρήστος Λούλης, Γιώργος Γάλλος, Μιχάλης Οικονόμου, Αλεξία Καλτσίκη, Θεοδώρα Τζήμου, Γιάννης Κλίνης, Αινείας Τσαμάτης, Ηλίας Μουλάς, Μάνος Πετράκης, Τάσος Καραχάλιος, Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Γιώργος Πουλιος), προεξάρχουσας της Ρένης Πιττακή, η παράσταση του Δημήτρη Καραντζά θέτει κρίσιμα ερωτήματα για το τι συνιστά «κοινωνία», τι σημαίνει η επίμονη προσκόλληση στην εξουσία και η ανάγκη της πίστης σ’ έναν οδηγό, άνθρωπο ή θεό, μέσα σε έναν συντετριμμένο κόσμο.

«Ο άξονας μέσα από τον οποίο διαβάζω το έργο», σημειώνει ο Καραντζάς, «είναι η πορεία ενός λαού που από την απόλυτη πίστη, περνάει στην αμφισβήτηση και έπειτα στη σύγκρουση, μέχρι που φτάνει σε μια μανιακή, σπασμωδική αντίδραση. Ούτε η τυφλή πίστη λειτουργεί, ούτε και η τυφλή αντίδραση. Σαν να βλέπεις το ανέφικτο του κοινωνικού συμβολαίου».

Το κοίλον και η ορχήστρα ενώνονται για να «συμμετάσχουν» σε μια κοινή συζήτηση για την ήττα, τη δυσκολία της παραδοχής της και την αμηχανία της συνέχειας, με τη συμμετοχή εθελοντών που εισέρχονται σταδιακά στον χώρο, συνθέτοντας μια «κοινωνία» που αναζητά το νήμα της ύπαρξης μετά την καταστροφή, σαν αντικατοπτρισμός της παρούσας ιστορικής συγκυρίας.

«Οι Πέρσες είναι μια οποιαδήποτε κοινωνία: Είναι σαν να κάνεις μια ακτινογραφία της πλευράς του ηττημένου και μιας κοινωνίας που δεν ξέρει πώς μπορεί να συνεχίσει μετά από μια πανωλεθρία. Η δε Επίδαυρος λειτουργεί σαν ένα δημόσιο βήμα. Όπως σε μια πλατεία που βρίσκεται πιθανώς πολύ κοντά μας ή και σε κάποια άλλη χώρα, οι άνθρωποι συζητάνε για το πώς θα αντισταθούν και πώς θα κρατηθούν όταν έχουν χάσει πια όλα τα σημεία αναφοράς τους. Στους Πέρσες χάνεται η πίστη στον βασιλιά, έπειτα στην έννοια της μοναρχίας, μετά στον θεό και τελικά στην ίδια τους τη δυνατότητα να αντιδράσουν».

Την ίδια στιγμή, η Άτοσσα της Περσίας, την οποία υποδύεται η Ρένη Πιττακή, που επιστρέφει στην Επίδαυρο μετά από 20 χρόνια, είναι «η ψυχρή ευγενική φωνή της εξουσίας» που με κάθε τρόπο θέλει να συντηρηθεί και να συνεχιστεί σε μια κοινωνία σχεδόν αποδεκατισμένη. «Δυο τελείως διαφορετικές θεάσεις του τι σημαίνει κόσμος», επισημαίνει ο Καραντζάς.

Λίγα λόγια για το έργο:

Γραμμένη το 472 π.Χ., η τραγωδία του Αισχύλου αποτελεί ίσως την παλαιότερη καταγραφή γεγονότων της ελληνικής ιστορίας στο θέατρο. Στα Σούσα, την περσική πρωτεύουσα, οι πολίτες που έχουν μείνει πίσω και η βασίλισσά τους, Άτοσσα που βασανίζεται από κακούς οιωνούς, αναμένουν νέα από την πολεμική επιχείρηση του Ξέρξη στην Ελλάδα. Ένας αγγελιαφόρος αναγγέλλει τη φριχτή έκβαση της μάχης της Σαλαμίνας: ο περσικός στρατός και οι επίλεκτοι αρχηγοί του έχουν συντριβεί. Η Άτοσσα και ο Χορός καλούν το φάντασμα του Δαρείου για να τους καθοδηγήσει. Ο ένδοξος βασιλιάς καταδικάζει την ύβρη του Ξέρξη, που θέλησε να δαμάσει φύση και θεία βούληση και προβλέπει περισσότερες ακόμη καταστροφές. Με την άφιξη του Ξέρξη, κορυφώνεται η συντριβή. Η ζυγαριά γέρνει πλέον αποφασιστικά προς τον τρόμο του τέλους.

Το έργο διατρέχουν ατέλειωτοι κατάλογοι ονομάτων: εκείνοι που πρώτα φώτιζαν το δρόμο για την ελπίδα, τη νίκη και την ομοψυχία, τώρα πέφτουν ένας-ένας, χάνονται στα σκοτάδια ενός τόπου ρημαγμένου, ενός λαού στο όριο της φρίκης, της λογικής και της υπακοής.

Οι Πέρσες ως τραγωδία της ανθρωπότητας, ως μικροσύστημα που αντανακλά ζητήματα ύπαρξης και συνύπαρξης, άλυτα ανά τους αιώνες, γίνονται, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Καραντζά, κοινός τόπος για μια συνομιλία που φωτίζει εμμέσως τα πολλαπλά παγκόσμια αδιέξοδα του σήμερα. Το θέατρο είναι ο δημόσιος χώρος, η Εκκλησία του Δήμου, η Πόλη. Ο Χορός των Περσών, η «κοινωνία», ξεκινάει με την πίστη και την υπακοή, καταλήγοντας, μετά τον αφανισμό, ένα άναρχο πλήθος χωρίς οδηγό και σημείο αναφοράς.

Συνεργασία στη δραματουργία - Φωτογραφίες - Εικαστική σύνθεση - Βίντεο Γκέλυ Καλαμπάκα
Φωνητική προετοιμασία - σύνθεση Ανρί Κεργκομάρ

Βοηθός σκηνοθέτη Μαρίσσα Φαρμάκη
Βοηθός σκηνογράφου Φιλάνθη Μπουγάτσου
Βοηθός ενδυματολόγου Ιφιγένεια Νταουντάκη

Με τη συμμετοχή 40 εθελοντών

Συμπαραγωγή Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου – Εταιρεία «Το Θέατρο» – 2023 EΛEVΣIS Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης

Εισιτήρια: ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΖΩΝΗ 70€ • ΖΩΝΗ Α΄ 55€ • ΖΩΝΗ Β΄ 40€ / ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ/ 65+ 35€ • ΑΜΕΑ 5€ • ΑΝΩ ΔΙΑΖΩΜΑ 30€, 20€, 15€, 12€ • ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ/ 65+/ ΑΝΕΡΓΩΝ/ ΚΑΛΛ. ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ 25€, 15€
Προπώληση: https://www.viva.gr/tickets/festival/festival-athinon-epidaurou-2022/


Φωτογραφίες

Βίντεο

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Με ένα νέο σκεπτικό αντιμετώπισε ο Δημήτρης Καραντζάς την αρχαιότερη σωζόμενη τραγωδία, τους « Πέρσες» του Αισχύλου. Με μια επίλεκτη ομάδα ηθοποιών τον Χρήστο Λούλη( Αγγελιαγόρος), τον Γιώργο Γάλλο( Δαρείος), τον Μιχάλη Οικονόμου, την Αλεξία Καλτσίκη, την Θεοδώρα Τζήμου, τον Γιάννη Κλίνης, τον Αινεία Τσαμάτη, τον Ηλία Μουλά, τον Μάνο Πετράκη, τον Τάσο Καραχάλιο, τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο, τον Γιώργο Πουλιο και βέβαια την μοναδική Ρένη Πιττακή (Άτοσσα )συγκλόνισε, συντάραξε στην κυριολεξία την Επίδαυρο. Η μετάφραση είναι εκείνη η ιστορική του Παναγιώτη Μουλλά που χρησιμοποίησε ο Κουν το 1987, όπου και τότε έπαιζε την Άτοσσα η Ρένη Πιττακή. Ο σκηνοθέτης αναρωτήθηκε πάνω στο παράλογο του πολέμου, την ασχήμια του, την οδύνη, την απελπισία, την αισχρή ανευθυνότητα ενός υπερφίαλου και τρελού ταγού, που παίρνει τον κόσμο στο λαιμό του και πέτυχε. Η παράσταση ήταν γροθιά στο στομάχι. Ενέταξε την θεατρική δράση και το κοινό, 40 πολίτες εθελοντές, εντάσσοντας πλήρως την κοινωνία στο θέατρο και το θέατρο στην κοινωνία. Όλα είναι πράξη πολιτική. Η θεατρική δράση εξαπλώθηκε σε όλο το χώρο του θεάτρου της Επιδαύρου και ακόμα πιο πέρα. Στο τέλος ο λαός, ηθοποιοί και μη ζήτησαν σαν ενιαίο σώμα την ευθύνη από τον ηγέτη, τον επικίνδυνο εξουσιαστή των ζωών τους.

    Σε κεκλιμένο, επισφαλές επίπεδο σταθερά περιμένει ένα μέλος του Χορού, η Αλεξία Καλτσίκη, πλησιάζει σαν χαμένη, αναζητώντας κάποιο έρεισμα, μόνη επί σκηνής, απαγγέλλοντας ένα ποίημα της Ιρανής ποιήτριας Forugh Farrokhzad, ενώ σιγά σιγά έρχονται ομοίως και τα άλλα μέλη του Χορού, άμαχοι, όσοι έμειναν πίσω περιμένοντας τους δικούς τους ανθρώπους να επιστρέψουν από μια φιλόδοξη εκστρατεία. Είναι φανερή η αγωνία τους, η ταραχή τους, η απόγνωσή τους. Είναι συγκλονισμένοι, ο επιτονισμός στο λόγο τους κάνει φανερή τη μοναξιά τους, την ορφάνια τους. Τους λείπουν οι άνθρωποί τους και ανησυχούν για αυτούς που λείπουν στον πόλεμο, ο ήχος, ο θρήνος , ο οδυρμός γίνεται εκκωφαντικός. Το άνθος των ανδρών έφυγε από τη γη της Περσίας και το μόνο που θα ήθελαν όσοι έμειναν πίσω μόνο ένα παράθυρο να βλέπουν τον κόσμο, να μαθαίνουν τι έχει γίνει. Νιώθουν απειλημένοι, αλλά δεν μπορούν να εστιάσουν στην απειλή , ούτε στην πηγή της.

    Ο στρατός της Περσίας ήταν πάντα αήττητος, όμως αντιλαμβάνονται ή μάλλον νιώθουν ότι κάτι συμβαίνει πολύ δυσάρεστο κι ας βρίσκονται μακριά. Οι φωνές τους, τα ουρλιαχτά τους ταράζουν τους θεατές. Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς, έκανε αυτή την ανάγνωση στο έργο του Αισχύλου, τον οδυρμό και την απελπισία, την απόλυτη τρέλα στην οποία οδηγούνται οι άνθρωποι μέσα σε έναν πόλεμο. Έδειξε τον σπαραγμό των μετόπισθεν. Ουρλιάζουν στα μικρόφωνα, φοβούνται ότι εκεί που έχει συρθεί ο στρατός τους , τα παιδιά τους, η οικογένειά τους, οι φίλοι τους δεν θα ξαναγυρίσουν.

    Η Άτοσσα (Ρένη Πιττακή), «η ψυχρή ευγενική φωνή της εξουσίας» ατάραχη με κοστούμι στελέχους εταιρίας, θέλει με κάθε τρόπο να υπερασπιστεί το γιο της Ξέρξη και τις ματαιόδοξες και υπερφίαλες εκστρατείες του, καθώς πήγε να κυριεύσει τη γη των Ιώνων, βάζοντας σε κίνδυνο τους δικούς του ανθρώπους. Βλέπει ένα δυσοίωνο όνειρο και είναι και αυτή όπως και ο λαός πολύ ανήσυχη. Δεν επιτρέπει ωστόσο στον κόσμο που θα έχει χάσει τους δικούς του ανθρώπους στον πόλεμο να ζητήσουν το λόγο από τον γιο της.

    Ο Αγγελιαφόρος (Χρήστος Λούλης) έρχεται από μακριά αργά και αναγγέλλει την πανωλεθρία των Περσών στη Σαλαμίνα. Η παρουσία του είναι καταλυτική, με μια δυναμική διήγηση ακούμε την εξέλιξη της μάχης. «Χάθηκε το άστρο των Περσών! Αμέτρητοι νεκροί βρήκαν θάνατο στη Σαλαμίνα». Κυκλώνεται από ένα μεγάλο, πολύχρωμο πλήθος κόσμου, ανήσυχο να μάθει για τους ανθρώπους του. Άπειρες κραυγές, τεράστιος πόνος. Εξαιρετική η ερμηνεία του. Σπάει η φωνή του « Τόσοι άνθρωποι ποτέ δεν χάθηκαν σε μια μόνη μέρα!». Εξουθενωμένος καταρρέει, ενώ η Άτοσσα μιλά για τη μισητή μοίρα που τιμώρησε τους Πέρσες και με βάδισμα που είναι πάντα κυριαρχικό, αλλά που δείχνει κάπως να χάνει, θα ετοιμάσει χοές για τους νεκρούς, ενώ ζητά από αυτούς που τώρα έχουν χάσει τους ανθρώπους τους, να παρηγορήσουν το παιδί της. Αποκύημα ο Ξέρξης μιας μωροφιλόδοξης μάνας, που πίσω από εκείνον με παραμύθια που του φουσκώνουν τα μυαλά κινεί τα νήματα και τώρα φοβάται μην αυτοκτονήσει εκείνος που παρέσυρε στο θάνατο το λαό του.

    Το σκηνικό του πολέμου, οι ιαχές, η σταδιακά αυξανόμενη ένταση, η οργή, η εκδίκηση του λαού, είναι τόσο γνώριμα στην παγκόσμια επικαιρότητα με τους κρατήρες αναίτιων πολέμων γύρω τριγύρω. Ο κόσμος όλος, άνθρωποι που προέρχονται από τις θέσεις των θεατών, από το δάσος, από παντού οργισμένοι σηκώνουν τον πόνο τους στα ουράνια και εξεγείρονται. Εκεί που εναγώνια ρώταγαν τον Αγγελιαφόρο για τους ανθρώπους τους, λέγοντας και ξαναλέγοντας τα ονόματά τους, τώρα φωνάζουν κατηγορηματικά το όνομα του υπαίτιου της καταστροφής, του Ξέρξη. Το τρίτο στάσιμο έχει αντικατασταθεί –με τη συνεργασία της Γκέλυς Καλαμπάκα στη δραματουργία‒ με στίχους σημαντικών ποιητών όπως ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Έλιοτ, ο Βαβούρης, η Καρέλλη, ο Πέρσι Σέλεϊ κ.ά. και εντείνεται η άμεση στόχευση στο επίκαιρο και διαχρονικό.

     Η Άτοσσα και ο Χορός καλούν το φάντασμα του Δαρείου για να τους καθοδηγήσει. Το κεκλιμένο επίπεδο σηκώνεται αργά και φωτίζεται μυσταγωγικά ο Κάτω Κόσμος. Όλοι έρποντας πάνω του εκλιπαρούν για τα λόγια του νεκρού βασιλιά, κλονισμένοι από τον χαμό των ανθρώπων τους. Ο Δαρείος (Γιώργος Γάλλος) με μια υπέροχη φωνή και πλάτη στο κοινό, αφού είναι νεκρός, σε μια συνάντηση με την Άτοσσα καταδικάζει την ύβρη του Ξέρξη, που θέλησε να δαμάσει φύση και ανακοινώνει με τονισμό μεταφυσικό περισσότερες συμφορές για τον αλαζόνα γιο του. Με την άφιξη του Ξέρξη (Μιχάλης Οικονόμου), κορυφώνεται η συντριβή. Εμφανίζεται μέσα από τους θεατές, καταρρακωμένος, συντεθλιμμένος, απολογητικός. Το πλήθος πέφτει πάνω του και του ζητά τον λόγο όχι δεν θα γίνονται όλα για εκείνους χωρίς εκείνους. Ο φόβος, ο πόνος, η θλίψη, η τρέλα, η εκδίκηση, το αναπάντητο γιατί τον σέρνει έξω από τη σκηνή.

    Μια συγκλονιστική παράσταση με πολιτική πρόταση αφύπνισης και ενεργοποίησης. Ο καννιβαλιστικός διωγμός από τη σκηνή του Ξέρξη, η απουσία των Γερόντων, συμπαραστατών της Άτοσσας, η αντικατάστασή του από ανθρώπους του λαού και από εθελοντές που κατέκλυσαν το χώρο, τα σύγχρονα ρούχα, η προσθήκες ποιημάτων και τα ουρλιαχτά στα μικρόφωνα κάνουν ξεκάθαρη τη θέση του σκηνοθέτη στον 21ο αιώνα που διανύουμε.