Συνέντευξη με την Αλεξάνδρα Βουτζουράκη

Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Πλατής

Όσον αφορά την ελληνική δραματουργία που είναι και το πεδίο της έρευνας σας, έχουμε πρωτογενή δραματουργία στο σύγχρονο ελληνικό θέατρο ή επηρεαζόμαστε σε μεγάλο βαθμό από τους ξένους συγγραφείς;
Είχαμε και έχουμε αξιόλογη νεοελληνική δραματουργία, σαφέστατα επηρεασμένη από τις τάσεις στο παγκόσμιο θέατρο της εκάστοτε περιόδου αλλά πάντα με μια προσπάθεια προσαρμογής τους στα ελληνικά δεδομένα από μέρους των συγγραφέων. Το πρόβλημα της νεοελληνικής δραματουργίας ήταν πάντα η σύνδεσή της με τη νεοελληνική σκηνή. Συχνά οι σκηνοθέτες και οι παραγωγοί φοβούνται να εμπιστευθούν έναν νέο συγγραφέα. Εξαίρεση αποτελούν οι συγγραφείς που ήταν και είναι συνδεδεμένοι με μαζικότερα μέσα επικοινωνίας όπως ο κινηματογράφος και η τηλεόραση (Σακελλάριος, Τσιφόρος, Ρέππας & Παπαθανασίου κλπ). Ακόμα πιο δύσκολα βρίσκουν τον δρόμο τους προς τη θεατρική σκηνή παλαιότερα έργα του νεοελληνικού ρεπερτορίου, πολλά από αυτά ξεχασμένα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Ευτυχώς την τελευταία περίπου 15ετία νέοι σκηνοθέτες στρέφονται σε παλιότερα νεοελληνικά έργα, τα παρουσιάζουν με μια φρέσκια σκηνοθετική ματιά που αποκαθιστά τη σχέση τους με την σύγχρονη ελληνική κοινωνία και δείχνει πως η μορφή τους μπορεί να πάλιωσε αλλά η ψυχή τους παραμένει ζωντανή και επίκαιρη.

Έχετε καταλήξει ποιο είναι το βασικό πεδίο του ενδιαφέροντος σας(σκηνοθεσία, διδασκαλία, έρευνα κτλ) ή σας αρέσει να καταπιάνεστε παράλληλα με διαφορετικές πτυχές της τέχνης;
Το πεδίο του ενδιαφέροντος μου είναι το θέατρο, σε όλες τις μορφές του. Λατρεύω την έρευνα. Ως θεατρολόγος είναι δουλειά μου να διατηρήσω τη μνήμη του παρελθόντος, να εξερευνήσω πτυχές του που έχουν πια ξεχαστεί. Η εθνική μας δραματουργία δεν είναι μόνο τα αρχαίο δράμα και δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό. Υπάρχουν πανέμορφα ελληνικά θεατρικά έργα ξεχασμένα εδώ και δεκαετίες και θα ήθελα, ως σκηνοθέτης πλέον, να δω αν μπορούν να συγκινήσουν ένα πιο σύγχρονο κοινό. Η παράσταση των Γειτονισσών το 2016 και η ανταπόκριση που είχε από το κοινό δείχνει ότι κάποια από αυτά δεν έχουν ακόμα ολοκληρώσει τον κύκλο της ζωής τους. Η διδασκαλία είναι επίσης ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου. Ένας νέος ηθοποιός, ειδικά τον 21ο αιώνα που το θέατρο είναι ένα ορθάνοιχτο σύστημα σε συνεχή επαφή με την τεχνολογία, την κοινωνία, τις άλλες τέχνες, πρέπει αρχικά να καλλιεργήσει την περιέργεια και τη φιλομάθειά του. Να μάθει να εξελίσσεται διαρκώς, να αναρωτιέται, να δημιουργεί, να αμφισβητεί… Ως καθηγήτρια προσπαθώ να καλλιεργήσω αυτή την περιέργεια στους μαθητές μου.

Το θέατρο στο ραδιόφωνο μπορεί να προσελκύσει το ενδιαφέρον του θεατή σε μια εποχή που κυριαρχεί η εικόνα;
Το θέατρο στο ραδιόφωνο είναι μια πολύ ιδιαίτερη εμπειρία για τον ακροατή. Μπορεί να κλείσει τα μάτια και να αφεθεί στις φωνές των ηθοποιών, στους ήχους, να αφήσει τη φαντασία του να σχηματίσει εικόνες και συναισθήματα. Όπως ένα βιβλίο ή ένα τραγούδι. Πιστεύω πως άμα κάποιος το δοκιμάσει μια φορά θα θελήσει να ξαναζήσει την εμπειρία.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν το ελληνικό θέατρο του Μεσοπολέμου;
Είναι μια πολύ δραστήρια περίοδος του νεοελληνικού θεάτρου. Στον τομέα της δραματουργίας υπήρξε μια άνθιση πριν τον Μεσοπόλεμο (από το 1907 μέχρι το 1914) όπου καθιέρωσε μια νέα γενιά συγγραφέων οι οποίοι συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται και την περίοδο του Μεσοπολέμου (Ξενόπουλος, Χορν, Μελάς κ.α.) αν και οι συνθήκες του ελληνικής θεατρικής σκηνής (προσωποπαγείς θίασοι, απουσία εθνικού θεάτρου, ολιγοήμερες πρόβες, ανεκπαίδευτοι ηθοποιοί) δεν επιτρέπουν την Ελλάδα να συμβαδίσει με την ευρωπαϊκή πρωτοπορία της εποχής. Οι επιθεωρήσεις και οι οπερέτες κυριαρχούν όπως και οι ξένες φάρσες και κωμωδίες. Η δημιουργία του Εθνικού Θεάτρου το 1932 και η σταδιακή καθιέρωση της σκηνοθεσίας διαμορφώνει νέες καλύτερες συνθήκες σταδιακά αλλά οι σκηνοθέτες προτιμούσαν το ξένο ρεπερτόριο κι έτσι οι έλληνες συγγραφείς στράφηκαν στους εμπορικούς θιάσους προμηθεύοντας τους με φάρσες και κωμωδίες. Μετά τον πόλεμο, από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 εμφανίζεται σταδιακά μια νέα γενιά ελλήνων συγγραφέων που ανανεώνουν το ενδιαφέρον για την νεοελληνική δραματουργία.

Οι ηθοποιοί που αποφοιτούν από την Ανωτέρα Σχολή δραματικής τέχνης Αθηναϊκή Σκηνή έχουν τα κατάλληλα εφόδια για να αντιληφθούν και να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες στο επάγγελμα τους;
Τα παιδιά μας μαθαίνουν εξαρχής ότι μπαίνουν σε ένα μαγικό αλλά και πολύ απαιτητικό επάγγελμα. Από το πρώτο έτος η Αθηναϊκή Σκηνή φροντίζει να τους παράσχει όσο το δυνατόν περισσότερα εφόδια, πνευματικά και σωματικά, για ν’ ανταπεξέλθουν και να πετύχουν. Δουλεύουν ένα εύρος τεχνικών υποκριτικής προκειμένου να μπορούν να ανταποκριθούν στις οδηγίες του εκάστοτε σκηνοθέτη. Πέρα από τραγούδι κάνουν παρτιτούρα και μουσικό όργανο, διδάσκονται μεταγλώττιση καθώς και υποκριτική στην κάμερα. Στο κομμάτι της θεωρίας επίσης το γνωσιακό τους υπόβαθρο ενισχύεται με μαθήματα όπως η Ψυχολογία και η Ιστορία Τέχνης. Νομίζω ότι τελειώνοντας την εκπαίδευση τους έχουν πολλά βέλη στη φαρέτρα τους για να κυνηγήσουν και να πετύχουν τους στόχους τους.

Ποια είναι τα επόμενα σχέδια σας;
Μόλις τελείωσα το διδακτορικό μου πάνω στο Γρηγόριο Ξενόπουλο και ετοιμάζω τα επόμενα βήματα μου στο κομμάτι της θεατρικής έρευνας. Παράλληλα μέσα στο καλοκαίρι ολοκληρώνεται το πρότζεκτ «θέατρο στο ραδιόφωνο» όπου θα παρουσιαστούν με τη μορφή του ραδιοφωνικού θεάτρου εφτά νεοελληνικά θεατρικά έργα των αρχών του 20ου αιώνα, τα περισσότερα από τα οποία ακούγονται για πρώτη φορά μετά από εκατό χρόνια. Το πρότζεκτ είναι υπό την αιγίδα της Αθηναϊκής Σκηνής και συμμετέχουν σπουδαστές της. Ως ηθοποιός ανήκω στο δυναμικό της Αθηναϊκής Σκηνής, ο κορωνοϊός διέκοψε απότομα το ταξίδι μιας υπέροχης παράστασης στην οποία συμμετείχα, τη Δωδέκατη νύχτα, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Καλαμπόκη. Ελπίζω ο κορωνοϊός να μας επιτρέψει τον χειμώνα να επιστρέψουμε στο θεατρικό σανίδι.