Συνέντευξη με την ηθοποιό Σοφία Καψούρου

Επιμέλεια: Ραφαέλα Χαμπίπη

Σοφία φέτος καταπιάνεσαι με πλήθος παραστάσεων. Συνομιλούν μεταξύ τους στο μυαλό σου; Πώς μία δημιουργός δρα δημιουργικά, έχοντας αναλάβει τόσο διαφορετικές θεματικές – ή μήπως δεν υπάρχει ουσιαστικός διαχωρισμός;

Πάντα είμαι άλλη, πάντα είμαι εγώ. Τέχνη στο όριο και όχι όριο στην τέχνη. Εγώ δεν γράφω με στυλό ή με μολύβι. Εγώ γράφω με τα νύχια μου όχι μέχρι να ματώσουν, μέχρι να μην υπάρχουν πια. Γράφω πάνω στο νερό, γράφω πάνω στο χιόνι, γράφω πάνω στον βράχο, γράφω πάνω στο δέρμα. Ο δημιουργός είναι ένα καρναβάλι από μόνος του. Ένας λαβύρινθος λαβυρίνθων που κρύβεται και αποκαλύπτεται, κρύβεται και αποκαλύπτεται. Πειραματίζομαι πάνω μου με έναν πάντα σκοπό: τη συναισθηματική δικαιοσύνη.

Πώς μία Καραϊσκάκενα συνομιλεί με μία νέα σύγχρονη πολίτη, μάνα, ερωμένη, εργαζόμενη;
Η Καραϊσκάκενα έρχεται να μας θυμίσει ότι είμαστε οι ήρωες των καιρών μας. Και άπιαστο τίποτα δεν είναι. Ο Ίσκος γίνεται ίσκιος μπροστά στην Καραϊσκάκενα. Και δεν τον φοβάται. Με τον σκηνοθέτη Δημήτρη Καρατζιά ζωντανέψαμε ένα πλάσμα θρύλο, θρήνο, θηρίο. Μια γυναίκα που μεγαλώνει το παιδί της μόνη της χωρίς να εύχεται ούτε στιγμή να είχε έστω έναν λάθος πατέρα για αυτό το παιδί. Μια γυναίκα που πήρε τη ζωή στα χέρια της και βούταγε το ψωμί στο κρασί της Θείας Κοινωνίας, για να γλυκάνει το μωρό της. Μια γυναίκα που εξορίστηκε, γιατί επαναστάτησε για το σώμα της. Μια άθεη ένθεη της Ιστορίας.
Η Καραϊσκάκενα είναι η Επανάσταση. Και τους κανόνες τους γράφει εκεί που ξέρετε, στα ράσα της. Και ξέρει πολύ καλά ότι η πατρίδα αυτή είναι απ’ τα κόκαλα φτιαγμένη, των μικρών, των μεσαίων, των φτωχών, όσων αγάπησαν την Ελλάδα. Γιατί όποιος αγαπάει αυτή τη χώρα πεθαίνει πριν την ώρα του.

Πώς ξαναδιαβάζεται και ξαναβλέπεται ο Βόυτσεκ, υπό τη σκιά των γυναικοκτονιών και του αρνητικού ελληνικού ρεκόρ όσον αφορά αυτές;

«Η μήτρα όταν άνοιξε
Άνοιξε και ο τάφος
Η βία είναι πάθος
Σε τρώει ό,τι δεν τρως

Από άνθρωπο σε άνθρωπο
Η φύση δεν αλλάζει
Η βία εξουσιάζει
Στο όνομα του πατρός»

Αυτοί είναι οι πρώτοι στίχοι του τρίτου τραγουδιού που έχω γράψει για την παράσταση «Βούτσεκ» σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη και μουσική Μίνου Μάτσα, όταν πια το κτήνος ούτε κρύβεται ούτε κυκλοφορεί μεταμφιεσμένο σε άνθρωπο. Ζούμε μαύρες μέρες, σκοτώνονται γυναίκες από άντρες που οι ζωές τους βρέθηκαν σε κύκλους τεμνόμενους. Τρέμω για τα κορίτσια που γεννιούνται σήμερα, που θα γεννηθούν αύριο, τι μοίρα θα έχουν και ποιο μαχαίρι θα στραφεί εναντίον τους. Η οικογένεια πρωτίστως και το σχολείο από πολύ νωρίς ας βάλουν ένα πρώτο και κύριο μέλημα στην ανατροφή και την αγωγή των παιδιών. Να μην μεγαλώνουν θύματα. Δεν ξέρω τι είναι πιο εύκολο και πιο γρήγορο σε μια ιδανική κοινωνική εξέλιξη. Να τελειώνουμε με τα θύματα ή να τελειώνουμε με τους θύτες. Υποψιάζομαι ότι το πρώτο μπορεί να αρχίσει να πραγματοποιείται, όταν ξεκινήσει πολύ νωρίς μέσα από το σπίτι.
Κορίτσια, που θα γίνετε γυναίκες, φύγετε μακριά από όποιον σας υψώνει τη φωνή, όποιον σας ειρωνεύεται, όποιον σας κοιτάει με πίσσα στα μάτια, όποιον στο όνομα της αγάπης, σας ζητά πράγματα που δεν σας αρέσουν. Φύγετε μακριά από τη μυρωδιά του ψόφιου ανθρώπου. Γιατί η βία μυρίζει. Ακόμα κι αν ανοίξετε το παράθυρο και μπει καθαρός αέρας. Η βία έχει ποτίσει μέσα στον άνθρωπο, στον άντρα που από μικρός άκουσε έναν πατέρα να απειλεί ή είδε ένα χέρι να οπλίζεται και δεν δούλεψε μέσα του, στην ουσία της ύπαρξής του, για να γίνει καλύτερος από αυτό που είδε ή δεν είδε.
Ποιος οπλίζει το χέρι;
Αυτό είναι το ερώτημα. Αλλά απάντηση υπάρχει. Αρκεί να θέλουμε ως κοινωνία και κράτος και ήπειρος να μαθευτεί.

Είναι έτοιμα τα παιδιά να έρθουν αντιμέτωπα με την ελληνική πραγματικότητα ως έχει; Τι είδους σπόροι επιθυμείς να βρουν πρόσφορο έδαφος στις παιδικές συνειδήσεις καθώς φεύγουν οι μικροί θεατές από το θέατρο;

Τα παιδιά είναι έτοιμα να επιστρέψουν στην πρωτογενή αθωότητα, γιατί ο δρόμος που έχουν να διανύσουν είναι πολύ πιο σύντομος σε σχέση με τους μεγάλους. Η ελληνική κοινωνία είναι ανέτοιμη να πράξει όσα υπόσχεται. Μαζί με τον σκηνοθέτη Γιώργο Σουλεϊμάν από την πρώτη στιγμή συμφωνήσαμε στο εξής: ξεκινάμε από την ελευθερία και σε αυτήν καταλήγουμε.
Ο Ελαφονταίν είναι ελεύθερος να ξαναφτιάξει τον κόσμο.
Άλλωστε μία είναι η πυξίδα μου: το έργο να μην είναι κλώνος. Το έργο να είναι σπόρος. Και έτσι έγινε. Και στον Ελαφονταίν. Στον Αίσωπο αλλιώς.

Καταπιάνεσαι συχνά με θεατρικές προσωπογραφίες. Έχεις το δικό σου α
νήσυχο πνεύμα ως πηγή έμπνευσης ή διαχωρίζεσαι εντελώς από τις ηρωίδες σου;

Τα μακρινά είναι και τα θεία. Μπορεί κάτι να φαίνεται πολύ μακρινό από εμένα, όμως μακρινός είναι και ο Θεός του καθενός και καμιά φορά και δίπλα του και μέσα του.
Το θέμα δεν διαχωρίζεται απ’ τον Θεό του.
Το έργο δεν διαχωρίζεται από τον δημιουργό.
Ο ρόλος δεν διαχωρίζεται από τον συγγραφέα. Ακόμα κι αν πρέπει ο συγγραφέας να πεθάνει χίλιες φορές, για να ζήσει ο ρόλος. Δεξαμενή του δημιουργού είναι οι καταπιεσμένες επιθυμίες του, η αναπόφευκτη ανακολουθία ονείρου και πραγματικότητας. Ούτε διαχωρίζομαι από τις ηρωίδες μου ούτε συνωμοτώ μαζί τους. Απλά κάνω παρέα. Με τους παρεξηγημένους, με τους ευφυείς, με τους ηττημένους, με τους ονειροδαρμένους. Ανοίγω κουβέντα με τους αγέννητους νεκρούς. Αγέννητοι ακόμα στη σκηνή, νεκροί ήδη στη ζωή, αθάνατοι στη μνήμη.

Επόμενα σχέδια;

Χορεύουν στο μυαλό μου έργα, όπως πετάγονται οι σπίθες της φωτιάς. «Κρακ», «κρακ» οι καύτρες. Ό,τι ζήσει έζησε.
Έρχεται κάτι πολύ όμορφο…

Πληροφορίες για την παράσταση: εδώ