Συνέντευξη με τον σκηνοθέτη Αυγουστίνο Ρεμούνδο για την παράσταση «Ο Έλληνας βάτραχος»

Επιμέλεια: Μαργαρίτα Λιγνού

Το εμβληματικό έργο του Δημήτρη Ποταμίτη «Ο Έλληνας βάτραχος»
παρουσιάζεται φέτος στο Vault, μια παράσταση που πραγματεύεται την
καταστροφή, τη ζωή, τις αξίες του ανθρώπου και την αναγέννηση αυτού, δώστε
μας μια εικόνα για το τι θα παρακολουθήσουμε;

Όλος ο κόσμος έχει καταστραφεί και το μόνο που έχει απομείνει είναι ένα
μικρό πέτρινο νησί στην κορυφή της ακρόπολης. Το έργο αρχίζει με τον
μοναδικό άνθρωπο επιζώντα (την Χ) που αναδύεται από τη λάσπη,
χορεύοντας τσάμικο πάνω στη στέγη του Παρθενώνα. Ο συμβολισμός είναι
τεράστιος. Ο Παρθενώνας είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα μνημεία του
κόσμου. Θαυμάζεται ως σύμβολο παγκόσμιων και διαρκών αξιών αριστείας,
δημοκρατίας και τέχνης. Στην Ελλάδα έχει επίσης ιδιαίτερη θέση μέσα στο
εθνικό συναίσθημα. Όπως καταλαβαίνετε η επιλογή του σημείου δεν είναι
καθόλου τυχαία. Πάνω σε αυτά τα μάρμαρα, που ξεπροβάλουν μέσα από τη
λάσπη γεμάτα σκουπίδια, στήνεται όλη η παράσταση. Πρόκειται ουσιαστικά
για ένα πολιτικό έργο, μία μαύρη κωμωδία, μια πικρή σάτιρα του Δημήτρη
Ποταμίτη που θέλει να βάλει έναν καθρέφτη απέναντι στον Έλληνα θεατή για
να του δείξει τη νοοτροπία του. Μια νοοτροπία που δεν αλλάζει παρά τα
τραύματα του παρελθόντος. Που δεν άλλαξε και ας πέρασαν 28 χρόνια από
τότε που γράφτηκε το έργο. «Η αυτοκριτική, μόνο αν είναι βασανιστική
μπορεί να είναι ωφέλιμη» είχε πει ο ίδιος ο Δημήτρης Ποταμίτης για το
συγκεκριμένο κείμενο. Η παράσταση είναι καταιγιστική. Η Χ ανασύρει μέσα
από τα σκουπίδια αλησμόνητες στιγμές της ιστορίας μας, συνδυάζοντας το
θέατρο σκιών με το γκροτέσκο, το καρτούν με τη λαϊκή μας παράδοση, το
κλασικό δράμα με την κωμωδία ενώ στροβιλίζεται σε μελωδίες
διασκευασμένων δημοτικών τραγουδιών και μελοποιημένους στίχους του
Εθνικού ύμνου, του Διονυσίου Σολωμού.

Ένα λυρικό ταξίδι αυτογνωσίας – αυτοκριτικής, που με όχημα την ελληνική
μυθολογία, καταγράφει την άνοδο και την πτώση των ανθρώπων, την
εξιλέωση και την αναβίωση, την αναγέννηση και γι’ αυτό το καθιστά άκρως
επίκαιρο. Tι συμπέρασμα προκύπτει, κατά τη γνώμη σας για την υφιστάμενη
κατάσταση στη χώρα μας;

To έργο είναι διαχρονικό και προφητικό. Ο Δημήτρης Ποταμίτης,
κατάφερε τη δεκαετία του ΄90 και είδε πίσω από τη «ρόδινη» ζωή των
Ελλήνων και προέβλεψε την οικονομική κρίση, το νέο μεταναστευτικό κύμα
και πάνω από όλα την κρίση των αξιών. Βλέποντας κανείς την παράσταση
διαπιστώνει ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει. Είναι εντυπωσιακό ότι τα
πρότυπα μας είναι χτισμένα μοντέλα, απολιτίκ περσόνες και τηλεοπτικοί
αστέρες. Ο Έλληνας δεν έχει μάθει από τα λάθη και τα τραύματα του
παρελθόντος, εξακολουθεί να πιστεύει στην καπατσοσύνη της φυλής, δεν
έχει καταλάβει ποια είναι η θέση της πατρίδας του στη «Δύση», δε θέλει
να παραδεχτεί τη σχέση με την «Ανατολή». Δεν έχει αλλάξει νοοτροπία,
και αρέσκεται σε έναν τρόπο ζωής που δεν υπάρχει αξιοκρατία, που μόνο
ότι γυαλίζει είναι χρυσός. Μιλάμε για μια μεγάλη «βουτιά» προς την
παρακμή.

Τι ήταν αυτό που σας έκανε να ασχοληθείτε με τη σκηνοθεσία;

Το θέατρο το αγαπώ και το υπηρετώ εδώ και 30 χρόνια περίπου. Κάποτε
στα νιάτα μου, ήθελα να γίνω σκηνοθέτης. Μπαίνοντας στη δραματική
σχολή όμως, αγάπησα τόσο πολύ τον ρόλο του ηθοποιού στο θέατρο που
άφησα τελείως τη σκηνοθεσία και αφιερώθηκα στην υποκριτική. Κάποια
στιγμή ένας φίλος με προέτρεψε να διδάξω υποκριτική. Ξεκίνησα το 2004
με δειλά βήματα θυμάμαι και με τρεις μαθητές. Γρήγορα όμως οι μαθητές
πολλαπλασιάστηκαν και κάποια στιγμή βούτηξα στα βαθιά και σκηνοθέτησα
για πρώτη φορά την ερασιτεχνική θεατρική ομάδα «Όνομα?» το 2010.
Από τότε κατάλαβα ότι μου αρέσει εξίσου ο ρόλος του σκηνοθέτη και δεν
άργησε τελικά να έρθει και η πρώτη επαγγελματική σκηνοθεσία το 2014.
Έκτοτε σκηνοθετώ κάθε χρόνο, επαγγελματικούς και ερασιτεχνικούς θιάσους, χωρίς όμως να αποχωρίζομαι το θεατρικό σανίδι με την ιδιότητα του ηθοποιού.

Είναι εύκολο για ένα σκηνοθέτη να διαχειριστεί τα συναισθήματα του κατά τη
διάρκεια των προβών;

Από την πρώτη στιγμή που μου κεντρίζει το ενδιαφέρον ένα κείμενο,
αρχίζει και σκιαγραφείται στο μυαλό μου ο τρόπος που θα το παρουσιάσω
στο κοινό. Σιγά σιγά, μελετώντας το έργο όλο και περισσότερο, επιλέγω
τον τρόπο υποκριτικής γραμμής, την αισθητική εικόνα, τη μουσική. Όλα
αυτά οφείλω να τα μεταβιβάσω στους συνεργάτες μου, που με μεγάλη
προσοχή θα πρέπει να επιλέξω. Υπάρχει η περίπτωση όλα να πάνε καλά
και η συνεργασία να «ανθίσει», όπως υπάρχει και η περίπτωση για το
αντίθετο. Όπως και να έχει, οφείλω να διαχειριστώ τα συναισθήματα μου
και να είμαι πάντα με το μέρος των ηθοποιών, που χρειάζονται ένα υγιές
και ευχάριστο περιβάλλον για να δώσουν τον καλύτερο τους εαυτό και να
ερμηνεύσουν. Η δουλειά μας αμείβεται με ψίχουλα. Ας έχουμε
τουλάχιστον πρόβες με κέφι και να γουστάρουμε ο ένας τον άλλο.

Γιατί επιλέξατε ο κεντρικός ρόλος να παιχτεί από μια γυναίκα;

Ο Δημήτρης Ποταμίτης δεν έδωσε φύλο στον κεντρικό ρόλο. Επειδή όμως
το έργο μιλά εκτός από την καταστροφή και για την αναγέννηση, θέλησα
να υποδυθεί τον ρόλο μια γυναίκα. Η γυναίκα είναι το σύμβολο της
γονιμότητας, της μητρότητας. Η γυναίκα κυοφορεί και φέρνει στον κόσμο
μια νέα ζωή. Η γυναίκα συμβολίζει την ελπίδα, την αναβίωση, την
αναγέννηση.

Η τηλεόραση πιστεύετε ότι έχει να δώσει στο θεατή τροφή για σκέψη ή μόνο
το θέατρο το πράττει αυτό;

Όλα τα μέσα ψυχαγωγίας μπορούν να δώσουν στον θεατή τροφή για
σκέψη, αρκεί να το θέλουν. Και η τηλεόραση φυσικά. Υπάρχουν
εξαιρετικά ντοκιμαντέρ, καταπληκτικές ταινίες, ακόμη και εκπομπές. Ένα σχόλιο του παρουσιαστή μπορεί να παρακινήσει τον θεατή να σκεφτεί…
Κυριαρχούν δυστυχώς και ευτελή θεάματα και οι ακαλλιέργητοι
παρουσιαστές. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε την παιδεία να επιλέξουμε
την ψυχαγωγία που πραγματικά τρέφει την ψυχή. Θα έπρεπε το διάλειμμα
από την καθημερινότητα να είναι διασκεδαστικό και συγχρόνως να
τροφοδοτεί και τη σκέψη μας κι όχι να ξοδεύουμε το χρόνο μας σε
ηλιθιότητες.

Ευχαριστούμε θερμά για αυτή την υπέροχη κουβέντα!!!

Πληροφορίες για την παράσταση: εδώ