Από τον Ιωάννη Λάζιο
Η παράσταση «Girls & Boys» του Dennis Kelly, σε μετάφραση και σκηνοθεσία Λητώς Τριανταφυλλίδου, παρουσιάζεται ως ένα ζωντανό οπτικοακουστικό παλίμψηστο, που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στη σύγχρονη εξομολογητική αφήγηση και τη θεατρική αναπαράσταση. Η Νατάσα Εξηνταβελώνη κρατά αβίαστα το απαιτητικό βάρος ενός μονολόγου που διαρκεί 90 λεπτά, σε μια σκηνική εγκατάσταση όπου το σώμα, η εικόνα και η φωνή της δεν αρκούν να συνυπάρξουν – πρέπει να συντονιστούν, να καταγράψουν και να αναμεταδώσουν το βίωμα.
Από την πρώτη στιγμή, το έργο μάς εισάγει σε μια ρυθμικά καταιγιστική αφήγηση, με μια ηρωίδα που μιλά για τη ζωή της λες και την ανεβάζει σε stories – όχι τυχαία, αφού η χρήση κάμερας και video wall μετατρέπει το θέατρο σε ένα μετα-ντοκιμαντέρ, σε μια σκηνή-πλατφόρμα όπου η πραγματικότητα αναπαράγεται σε ψηφιακά είδωλα. Η εξομολόγηση γίνεται performance· η ανασύνθεση της μνήμης, υλικό επεξεργασίας. Και όμως, μέσα σε αυτόν τον αισθητικό θόρυβο, το αρχικό ερώτημα αιωρείται επίμονα: μπορούμε άραγε να ξεφύγουμε από τη βία που κρύβεται μέσα μας;
Η πρώτη εντύπωση είναι αναμφίβολα θελκτική. Το έργο φέρει μια νεανικότητα, φρέσκια και υπερκινητική, που θυμίζει περισσότερο βιντεοκλίπ παρά δραματουργική γραφή. Το κείμενο του Kelly, με το γνωστό του ύφος της συνειρμικής αφήγησης, δημιουργεί μια αίσθηση οικειότητας αλλά και θολότητας – οι σκέψεις μπλέκονται, τα χρονικά επίπεδα τέμνονται, και το χιούμορ επιστρατεύεται ακόμη και μέσω μιας (κατά στιγμές υπερβολικής) χρήσης βωμολοχιών, για να εκμαιεύσει αυθόρμητο γέλιο.
Το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο της παράστασης είναι πολυσήμαντο. Θίγονται ζητήματα της σύγχρονης γυναικείας ταυτότητας, της συζυγικής βίας, των έμφυλων ρόλων και της οικογενειακής αποδόμησης. Ωστόσο, η παράθεση θεμάτων γίνεται χωρίς επαρκή σκηνική και εννοιολογική συνοχή – δεν αναδεικνύονται λειτουργικά προθέσεις, ούτε δομούνται σχέσεις αιτίας-αποτελέσματος, με αποτέλεσμα η παράσταση να αποδυναμώνει την πολιτική της δυναμική και να οδηγείται σε μια καταγγελτική φλυαρία.
Το δεύτερο μέρος της αφήγησης, εκεί όπου η ένταση υποτίθεται ότι κορυφώνεται, αποδεικνύεται τελικά το πιο αδύναμο. Η παράσταση κάνει «κοιλιά» όχι λόγω έλλειψης περιεχομένου, αλλά εξαιτίας της δυσκολίας να δραματοποιηθεί ο εσωτερικός κατακερματισμός της ηρωίδας. Η Εξηνταβελώνη, αν και αποδίδει με μαεστρία την ταχύτητα και τη σωματικότητα του ρόλου, δεν καταφέρνει να αποδώσει με το ίδιο βάθος το συναισθηματικό εύρος της τραγωδίας που ξεδιπλώνεται. Η ερμηνεία γίνεται σπαρακτική, ναι, αλλά χωρίς εσωτερική παλμικότητα – αφήνοντας έναν συναισθηματικό κενό χώρο, αντί για καθαρτική επαφή.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στη στιγμή που η σκηνοθέτις επιλέγει να «προειδοποιήσει» το κοινό για το συγκλονιστικό που πρόκειται να ακολουθήσει. Πρόκειται για μια άστοχη δραματουργική παρέμβαση, που αναιρεί την πρωτοβουλία του θεατή να συγκινηθεί και να κρίνει. Η θεατρική πράξη εδώ μετατρέπεται σε καθοδηγούμενο βίωμα – ένα ψυχολογικό θέατρο που αντί να αποκαλύπτει, υποδεικνύει.
Παρά τις αδυναμίες της, η παράσταση παραμένει καλλιτεχνικά ενδιαφέρουσα και αισθητικά σύγχρονη. Η σκηνογραφία του Δημήτρη Πολυχρονιάδη οργανώνει ευφυώς δύο επίπεδα δράσης – το «εδώ» και το «εκεί», το βίωμα και την αναπαράστασή του – ενώ η μουσική της Αλεξάνδρας Κατερινοπούλου και οι φωτισμοί του Αντώνη Διρχαλίδη συμβάλλουν στο δραματικό ύφος της αφήγησης. Η παράσταση της Τριανταφυλλίδου είναι τελικά ένα σκηνικό ντοκουμέντο που προσπαθεί να αγγίξει τις ρωγμές μιας υπαρξιακής διάλυσης, χωρίς πάντοτε να καταφέρνει να τις ερμηνεύσει.
Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ