Κριτική για την παράσταση "Η Συναρπαστική Εξέγερση του Χούλιο Τόγκα"

Από τον Ιωάννη Λάζιο

Υπάρχουν παραστάσεις που δεν επιδιώκουν να εντυπωσιάσουν με όγκο ή θεαματικές εξάρσεις, αλλά με κάτι πολύ δυσκολότερο: με τη γνησιότητα της πρόθεσης. Από τα πρώτα λεπτά καταλαβαίνεις πως η συγκεκριμένη δουλειά δεν προσπαθεί να προκαλέσει ούτε να «πουλήσει» ένταση· αντιθέτως, δομεί έναν κόσμο όπου η σκηνική ειλικρίνεια γίνεται πολιτική θέση. Η αίσθηση μιας άναρχης, σχεδόν άγριας αθωότητας κυριαρχεί επί σκηνής, σαν να έχεις μπροστά σου μια ομάδα καλλιτεχνών που δεν χρειάζονται άλλοθι: μόνο την επιθυμία να μιλήσουν. 

Ο κεντρικός ήρωας, ένας δημιουργός που στέκει ανάμεσα στη δική του ελευθερία και στις απαιτήσεις ενός συστήματος που προτιμά να εντάσσει αντί να αμφισβητεί, κουβαλά μέσα του ένα σχίσμα. Είναι ένας άνθρωπος που έζησε για χρόνια απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας και ξαφνικά καλείται να διαπραγματευτεί μαζί της. Αυτό το σχίσμα δεν παρουσιάζεται με ηθικολογίες· παρουσιάζεται με χιούμορ, αυτοσαρκασμό και μια λεπτή μελαγχολία που διαπερνά τον ήρωα κάθε φορά που αναλογίζεται τι σημαίνει να παραμένεις ακέραιος σε έναν κόσμο που σε θέλει βολικό. 

Η σκηνοθεσία αξιοποιεί μάσκες, ρυθμικές εναλλαγές στη χρήση της φωνής, διακοπές που επιτρέπουν στη σιωπή να γίνει λόγος, καθώς και μια δεξιοτεχνική διαχείριση της ταχύτητας. Ο ρυθμός δεν χαλαρώνει ποτέ· επιταχύνει και φρενάρει μόνο όταν θέλει να σε φέρει πιο κοντά στις εσωτερικές μετατοπίσεις των χαρακτήρων. Η μουσική λειτουργεί σαν ένας δεύτερος αφηγητής, όχι υποστηρικτικός αλλά διαμορφωτικός· χτίζει διαθέσεις και αποδομεί βεβαιότητες, επιτρέποντας στη δράση να αναπνέει ανάμεσα σε θραύσματα τρυφερότητας και σιωπηλής οργής. 

Οι ηθοποιοί, ο καθένας με τον τρόπο του, δείχνουν αυτό που σπανίως συναντά κανείς: χαρά. Όχι εύκολη χαρά· χαρά δημιουργίας, χαρά επικοινωνίας. Υπάρχουν στιγμές όπου το παιχνίδι της σκηνής γίνεται παιχνίδι ζωής, και η ενέργεια περνάει σχεδόν αβίαστα στην πλατεία. Προσωπικά, βρέθηκα προσηλωμένος χωρίς να νιώσω ότι παρακολουθώ κάτι διδακτικό ή καταγγελτικό. Αντίθετα, παραδόθηκα στο θέαμα, συμμετείχα στη ζωντάνια των ερμηνειών και στο τέλος ανακάλυψα ότι είχα πειστεί για τα επιχειρήματα της παράστασης χωρίς να μου επιβλήθηκαν. 

Κάπου στη μέση, γεννιέται και το μεγάλο ερώτημα: αν ένας καλλιτέχνης, που ως τώρα ζούσε στην αφάνεια υπερασπιζόμενος την ιδεολογία του, έβρισκε ξαφνικά τον εαυτό του ενταγμένο στην ελίτ της καλλιτεχνικής δημιουργίας, θα παρέμενε άραγε πιστός στις αρχές του; Ή μήπως η αναγνώριση θα τον καθιστούσε πιο δεκτικό σε συμβιβασμούς; Η παράσταση δεν απαντά· ούτε οφείλει να απαντήσει. Μας αφήνει με την αμηχανία που ταιριάζει σε κάθε γνήσιο ηθικό δίλημμα. 

Και τελικά, αυτό που μένει είναι η αίσθηση μιας συλλογικής εμπειρίας που δεν προσπαθεί να σε πείσει με την ωμή δύναμη του λόγου, αλλά με την αλήθεια της παρουσίας. Η γνησιότητα εδώ δεν είναι ρομαντική έννοια· είναι μέθοδος, είναι στάση, είναι ο τρόπος που μια ομάδα ανθρώπων αποφασίζει να υπάρξει επί σκηνής. Και γι’ αυτό η παράσταση πετυχαίνει κάτι σπάνιο: σε καλεί να αναμετρηθείς όχι μόνο με όσα σε ξεσηκώνουν, αλλά με όσα σε σταματούν. 

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ