Κριτική για την παράσταση "Μήδεια"

Από τον Ιωάννη Λάζιο

Είδαμε την πρεμιέρα της περιοδείας της παράστασης Μήδεια των Αιμίλιου Χειλάκη και Μανώλη Δούνια στο κατάμεστο Θέατρο Πέτρας. Μια διαφορετική ανάγνωση του λόγου του Ευριπίδη, που αδιαμφισβήτητα δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Πρόκειται για μια ευφυή και συνάμα τολμηρή ματιά στο κλασικό κείμενο, σε εύστοχη ως προς την ποιητικότητα μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα. Ήταν μια σαφής προσπάθεια ανάδειξης των προβληματικών αναφορών του κειμένου, υπό το πρίσμα της σύγχρονης συλλογιστικής και, μέσω της σκηνοθεσίας, μια απόπειρα να αρθρωθεί ένας νέος λόγος-ωδή στην γυναικεία ενδυνάμωση.

Το λειτουργικό σκηνικό της Εύας Νάθενα αποτελείται από ξύλινες σκάλες, που έδινε τη δυνατότητα δόμησης και αποδόμησης, λόγω της πλαστικότητας και της συνθετικής του δύναμης, ενώ ταυτόχρονα υπηρετούσε πιστά το σκηνοθετικό όραμα κάθε σκηνής. Εντούτοις, η συνεχής αναρρίχηση των ηθοποιών και η κατά διαστήματα απώλεια της ισορροπίας τους προξενούσε άγχος στους θεατές. Η Εύα Νάθενα επιμελείται και τα κοστούμια. Επιλέγοντας να ντύσει τους ηθοποιούς με ένα κατεξοχήν ανδρικό ένδυμα, αντεστραμμένο, ταυτίζεται με τη αντιμισογυνική διάθεση του έργου. Παράλληλα, η επιλογή να φορεθεί το μπροστά πίσω, λειτουργεί ως σύμβολο της καταστρατήγησης του φυσικού νόμου, που συντελείται μέσω του απεχθέστερου όλων των εγκλημάτων, της παιδοκτονίας.

Η παράσταση βρίθει σκηνοθετικών ευρημάτων. Καταρχάς, ο διττός ρόλος της κορυφαίας του χορού, με την Γιώτα Νέγκα να αναλαμβάνει τα λυρικά μέρη και τη Μυρτώ Αλικάκη τα αφηγηματικά. Στην έναρξη, ενδιαφέρον παρουσιάζει η σωματικότητα στην «ανάδυση» της Μήδειας (Αθηνά Μαξίμου) που παραπέμπει σε κτήνος έτοιμο να πάρει εκδίκηση. Ακολουθεί η είσοδος του υποβασταζόμενου από την ράβδο του Κρέοντα (Αιμίλιος Χειλάκης), με το βάδισμά του να συνοδεύεται από την ταυτόχρονη πτώση των σκαλών στο έδαφος, προοικονομώντας την τελική κατάρρευση τόσο της εξουσίας του, όσο και της δυναστείας του. Αργότερα, η σωματική αγκίστρωση της Μήδειας στον Ιάσονα (Αιμίλιος Χειλάκης) δηλώνει την συναισθηματική της εξάρτηση, την οποία διαρρηγνύει βίαια ο Ιάσονας με την απομάκρυνσή της. Σε αρκετά σημεία του διαλόγου τους, ο Ιάσονας βρίσκεται υψομετρικά ανώτερος της Μήδειας. Η πληθώρα μισογυνικών σχολίων στο κείμενο συνεπικουρούταν από την ρίψη στο έδαφος των -σκαρφαλωμένων στις σκάλες- γυναικών του χορού με δρώντες τα άρρενα μέλη του. Η κορυφαία σκηνοθετική στιγμή από άποψη ευρηματικότητας βρίσκεται στη σκηνή της ανακοίνωσης των τραγικών φονικών γεγονότων από τον αγγελιαφόρο (Αναστάσης Ροϊλός) στην Μήδεια: οι σκάλες τοποθετούνται με τρόπο τέτοιο ώστε να θυμίζουν ντόμινο, ως αλληγορία στην τραγική αλληλουχία γεγονότων που ανακοινώνει ο αγγελιαφόρος, ανεβασμένος στην κορυφή της σκάλας, εν είδει βάθρου, με τη Μήδεια να βρίσκεται στο επίπεδο του εδάφους και τις κινήσεις της να θυμίζουν μαέστρο, που μόλις ενορχήστρωσε το ολέθριο τέλος των λοιπών πρωταγωνιστών. Εικαστικά ενδιαφέρον είναι και το tableau vivant που κηρύσσει το τέλος της παράστασης, αναδεικνύοντας όλους τους ηθοποιούς. Ενώ η έντονη κινητικότητα των μελών του χορού προσέδιδε ζωντάνια στο έργο, δυστυχώς το κύμα σκόνης που προκαλούσε ήταν αποπνικτικό για το κοινό.

Θετική έκπληξη αποτέλεσε η ερμηνεία της Γιώτας Νέγκα. Η παρουσία της ήταν πλήρως εναρμονισμένη με το περιβάλλον της, αποτέλεσμα προσπάθειας και σεβασμού της ίδιας στο καλλιτεχνικό προϊόν. Η φωνή της, το μακιγιάζ της (Σίσσυ Πετροπούλου) και η βλεμματική της επαφή με το κοινό εξέπεμπε κάτι από αρχαία ελληνική τραγωδία. Περιθώρια βελτίωσης υπάρχουν στο κομμάτι της κινησιολογίας, ιδίως στη σκηνή όπου σύσσωμος ο χορός ξεσπά σε εκδηλώσεις χαράς.

Η Αθηνά Μαξίμου στον ρόλο της Μήδειας φόρεσε το τραγικό κοστούμι και με απαράμιλλο θάρρος αναμετρήθηκε νικηφόρα με την ευριπίδεια ηρωίδα. Η κινησιολογία της φανέρωνε την χορευτική της κατάρτιση, την οποία αξιοποιούσε στον μέγιστο βαθμό. Οι διακυμάνσεις της φωνής της κατάφεραν να διατηρούν το κοινό σε εγρήγορση.

Η σκηνοθετική ιδιότητα του Αιμίλιου Χειλάκη δεν συγκρούστηκε με την υποκριτική του. Παρά τον διπλό του ρόλο, ως Κρέων και Ιάσων, έδωσε χώρο στους υπόλοιπους ηθοποιούς. Αν και ο χρόνος του επί σκηνής ήταν περιορισμένος, ήταν αρκετός για να αφήσει το στίγμα του. Για άλλη μια φορά μας θύμισε πόσο σημαντική είναι η ορθοφωνία και η σωστή εκφορά του λόγου στη δραματική λειτουργία.

Ο Αναστάσης Ροϊλός έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα της παράστασης κι επανερχόταν περιοδικά στη σκηνή, επίσης ενσαρκώνοντας δύο ρόλους: αυτόν του βασιλιά Αιγέα της Αθήνας και αυτόν του αγγελιαφόρου. Κατά την αναγγελία των γεγονότων στη Μήδεια, η ροή του λόγου του δεν χαρακτηρίστηκε από ευστιξία, ωστόσο κινησιολογικά ήταν άρτιος.

Η Μυρτώ Αλικάκη ως κορυφαία του χορού κράτησε σταθερό τον ρυθμό της παράστασης και δεν προέβη σε ερμηνευτικές ακρότητες, αλληλεπιδρώντας άριστα με την έτερη κορυφαία.

Ο χορός (Πετρίνα Γιαννάκου, Μάιρα Γραβάνη, Αλεξάνδρα Δρανδάκη, Γιώργος Ζυγούρης, Ελευθερία Κοντογεώργη, Εριέττα Μανούρη, Βασίλης Μπούτσικος, Γιώργος Νούσης, Δάφνη Σταθάτου) λειτούργησε ως σώμα συνεκτικό και με καλή εσωτερική συνεννόηση. Σε σημεία, οι φωνές κάποιων μελών του στάθηκαν αδύναμες, πράγμα το οποίο δεν φάνηκε ικανό να αμαυρώσει το εξαιρετικό έργο της Πατρίσια Απέργη, που επιμελήθηκε την κινησιολογία.

Μουσικά, αν εξαιρεθεί το τραγούδι που «έντυνε» το φινάλε και δεν συμβάδιζε με την κορύφωση της από ώρα κλιμακούμενης δραματικής έντασης, ήταν εξαίσια τόσο λόγω των ηχητικών εφέ, όσο και των εμμελών συνθέσεων του Δημήτρη Καμαρωτού.

Η διάταξη των προβολέων και η τοποθέτησή τους από τον Νίκο Βλασόπουλο, ώστε να φωτίζουν από κάτω προς τα πάνω, σε συνδυασμό με τις σκιάσεις των κλιμάκων, δημιουργούσε υποβλητικά μοτίβα.

Η εν λόγω απόδοση της ευριπίδειας τραγωδίας παρουσιάζει τη Μήδεια κοντύτερα στην αυθεντική μυθολογική της αποτύπωση. Όπως μαρτυρά ο ειδήμων στην ελληνική μυθολογία R. Graves, είναι γνωστό ότι ο Ευριπίδης χρηματίστηκε από τους Κορινθίους 15 τάλαντα για να παρουσιάσει τη Μήδεια ως παιδοκτόνο, κηλιδώνοντας το όνομά της στην αιωνιότητα, ενώ ο ίδιος ο λαός της Κορίνθου ήταν υπεύθυνος για τον χαμό των παιδιών της. Ως εκ τούτου, η δυναμική μορφή της Μήδειας των Χειλάκη-Δούνια, που σκοτώνει τα παιδιά της όχι αμιγώς ως μέσο εκδίκησης του πρώην συζύγου της, αλλά και ως τρόπο προστασίας τους από την αντεκδίκηση των Κορινθίων, προσεγγίζει τη μυθολογική Μήδεια χωρίς τις αγκυλώσεις του μεγάλου τραγωδού. Άλλωστε, οι διάχυτες καυτηριαστικές αναφορές στα μισογυνικά σχόλια του Ευριπίδη συνηγορούν στην κριτική σκηνοθετική στάση προς το κείμενο της τραγωδίας.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ