Κριτική για την παράσταση "Ο Καραφλομπέκατσος και η Σπυριδούλα"

Από την θεατρολόγο Μαρινέλλα Φρουζάκη

Ο «Καραφλομπέκατσος» και η «Σπυριδούλα» είναι δυο ιστορίες σύγχρονων ανθρώπων που αναπνέουν, τραγουδούν, κραυγάζουν εγκλωβισμένοι μέσα στα όρια της αστικής τους τρέλας. Αλλάζουν σπίτι, αλλάζουν ρούχα, αλλάζουν φύλο, αλλάζουν ζωή, φλερτάρουν το θάνατο για να ανακαλύψουν και πάλι άλλο ένα, καινούριο αδιέξοδο. Μα πάντα τραγουδώντας. Ο Καραφλομπέκατσος είναι ένας άγνωστος μουσικός γύρω στα πενήντα και η Σπυριδούλα η Ζήλια είναι η ενσάρκωση της ζήλιας και της απελπισίας – η φωνή της συνείδησης της ηρωίδας. Παρέα θα βρεθούν μετέωροι στην κορυφή της προσωπικής τους απελπισίας. Η μόνη δύναμή τους θα είναι να κρατηθούν λίγο ακόμη με τ’ ακροδάχτυλα απ’ τη ζωή αναβάλλοντας για λίγο ακόμη την στιγμιαία άρση των χεριών.
Η μεταφορά των δύο αυτών αυτόνομων διηγημάτων της Λένας Κιτσοπούλου από τη συλλογή της «Το μάτι του ψαριού», έγινε με περισσή μαεστρία , όσο και αυτή του «Μουνή» από το θέατρο του Νέου Κόσμου το 2013. Εξαιρετικό θεωρώ και το πάντρεμα των δύο κειμένων, που πραγματεύονται κοινά ζητήματα, αυτά της απελπισίας, της ερωτικής απογοήτευσης, του αδιεξόδου, του κοινωνικού τέλματος γενικότερα.

Ο λόγος, ρέων, με τη χαρακτηριστική προφωρικότητα που διακρίνει τα έργα της Κιτσοπούλου, με την επίσης χαρακτηριστική αθυροστομία της, που όμως εδώ δένει οργανικά στην υπόθεση, με την αφηγηματικά έξυπνη μετάβαση-σύνδεση της ιστορίας του ενός προσώπου με το άλλο και τις εμβόλιμες, με τη μορφή χορικού, σκηνές τραγουδιού – μα πόσο λαμπρή ιδέα η μεταμόρφωση της ηθοποιού σε ισπανίδα τραγουδίστρια! Ορμώμενη από μαρτυρίες στα ψιλά του Τύπου, άμεσες εμπειρίες της ή άλλες πηγές, η Κιτσοπούλου συνθέτει την κρυφή όψη της ειδυλλιακής κοινωνίας με την οικογενειακή βία, την υποκρισία, τις αυτοκτονίες και τους κατά συνθήκη γάμους.

Η σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μάρκελλου ακολουθεί με συνέπεια τα λεκτικά δρώμενα, υιοθετώντας μια αφαιρετική στην αρχή, στη συνέχεια όμως περισσότερο πιστή περιγραφή τους επί σκηνής, εντείνοντας το γκροτέσκο προσώπων και ιστοριών. Το αρχικό γέλιο των θεατών γρήγορα παγώνει. Τα χιουμοριστικά στοιχεία μετατρέπονται σε αφόρητες σε σκληρότητα δύσκολες καταστάσεις, που ξεπερνούν τις αντοχές του θεατή, επιτυγχάνοντας έτσι τον στόχο του έργου.

Παράσταση που απαιτεί γερό στομάχι και διαθέτει δυναμισμό να γίνει «καλτ», αρκεί, βέβαια, ο θεατής να διακρίνει σε αυτήν την ουσία του έργου: την καταγγελία της υποκρισίας και του υφέρποντος φασισμού που κρύβει στους κόλπους της η αγία οικογένεια, πυρήνας της ελληνικής κοινωνίας καθ' όλον τον 20ό αιώνα. Η Κιτσοπούλου μας παρουσιάζει μια κλειστή κοινωνία σήψης, υποκρισίας και συνενοχής που τρέφεται από τη δυστυχία, από το αίμα των άλλων. Ένα ψηφιδωτό ανθρώπων και οικογενειακών τραγωδιών συνθέτουν τον κόσμο του Καραφλομπέκατσου, της Σπυριδούλας, του Μουνή. Ήρωες ανάπηροι και ακρωτηριασμένοι, ασκούν βία και υπόκεινται στη βία – βία συζυγική, γονεϊκή, σεξουαλική, ψυχολογική.

«Αυτό το ψηφιδωτό, που τόσο γλαφυρά ζωντανεύει ο λόγος της Κιτσοπούλου, ομολογουμένως το ίδιο ζωηρά πρέπει να αποτυπωθεί και επί σκηνής. Δεν παίρνεις ένα «αρρωστημένο» κείμενο για να το εξομαλύνεις ανεβάζοντάς το, αλλά για να το αναδείξεις. Από αυτή την άποψη, ο σκηνοθέτης έκανε εξαιρετική δουλειά. Πήρε τον σαν χείμαρρο λόγο της Κιτσοπούλου και τον μετέτρεψε σε μία αντίστοιχα χειμαρρώδη παράσταση. Μια παράσταση που, όπως και η δημιουργός του διηγήματος, δεν εκθέτει ακριβώς αλλά μας «πετάει στα μούτρα» τα δρώμενα. Μάλιστα, το σημαντικότερο επίτευγμα του σκηνοθέτη είναι ο τρόπος με τον οποίο αναπαριστά τη βία επί σκηνής – όχι μόνο στις μεμονωμένες πράξεις αλλά στη συνολική ατμόσφαιρα σήψης που δημιουργεί: δεν βασίζεται στον ρεαλισμό, αλλά στον συμβολισμό, την υπερβολή, την επανάληψη, τη διόγκωση, το μαύρο χιούμορ και τα αφήνει να δράσουν ύπουλα και άκρως αποτελεσματικά. Ένα συναίσθημα θυμού κλιμακούμενο που κατέληγε στην ίδια θλίψη για τον αρρωστημένο πυρήνα της οικογένειας και της κοινωνίας που τόσο γλαφυρά παρουσιάζει η Κιτσοπούλου ως νομοτελειακό, αναπόφευκτο, συντριπτικό γεγονός». (της Τώνιας Καράογλου για την παράσταση του Μουνή)

Οι ερμηνείες του Κωνσταντίνου Αβαρικιώτη και της Ελένης Στεργίου, με θαυμαστή δουλειά πάνω στο κείμενο και τον λόγο, απόλυτα πετυχημένη αναμέτρηση με το δίπολο αφήγηση-δράση, εύστοχες και αιχμηρές, με χειρουργική ακρίβεια και μεστότητα, χειρίστηκαν με εξαιρετική σοβαρότητα και λεπτότητα τις οδηγίες που τους είχαν δοθεί, σε συνδυασμό με την επιμέλεια κίνησης του Βαγγέλη Πιτσιλού. Η μεταμόρφωση της Ελένης Στεργίου, με πολύτιμο αρωγό το εξαιρετικό μακιγιάζ της Ήρας Μαγαλιού, από γυναίκα σε άντρα που μιμείται την γυναίκα, ήταν θεωρώ μεγαλειώδης. Ο φωτιστικός σχεδιασμός της Μελίνας Μάσχα, ο σχεδιασμός ήχου του Μανώλη Ανδρεάδη και η μουσικές επιλογές του Γιώργου Κασαβέτη ανέδειξαν στο έπακρο το συνολικό κλίμα της παράστασης. Η κατασκευή των σκηνικών και τα κοστούμια των Γαβριήλ Τσακλίδη και Γιώργου Βαφιά ήταν επίσης απαράμιλλη, μεταμορφώνοντας με μια μικρή κίνηση μια απλή πόρτα στο εκάστοτε δωμάτιο, μεταφέροντάς μας σε ένα άλλο χώρο, απλά και μαγικά. Ακόμη και το γυμνό μέρος της παράστασης, ήταν τόσο καλαίσθητο, δένοντας με το σύνολο της παράστασης και μεταφέροντας ιδανικά το κείμενο της συγγραφέως.

Έτσι, εκδιωγμένοι από το ανέστιο βασίλειο του έρωτα, κυριολεκτικά και μεταφορικά γυμνοί οι ήρωες μπροστά στο κοινό, έτσι νιώσαμε κι εμείς, το κοινό, το απόλυτο, μοναχικό, ξεγύμνωμα ψυχής.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ

3 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Είδαμε την παρασταση χθες και ομολογώ οτι ήταν έντονη.Οι ερμηνείες ήταν πολύ καλές , απλά πιστεύω οτι ήταν ακραίες σε κάποιες στιγμές.Ίσως βέβαια αυτό να αποσκοπούσε και ο σκηνοθέτης.Μέσω των άκρων να αναδειχθεί το μήνυμα.Ενδιαφέρουσα παράσταση.Σας ευχαριστώ πολύ