Κριτική για την παράσταση "Αντιγόνη του Σοφοκλή"

Από τον Ιωάννη Λάζιο

Η τραγωδία του Σοφοκλή, με την πυκνή της σύγκρουση και τον ηθικό της διχασμό, απαιτεί έναν χειρισμό λεπτό, ευθύ και κυρίως βαθιά ανθρώπινο. Η «Αντιγόνη» δεν προσφέρεται για αισθητικές εκτροπές ή δομικούς πειραματισμούς που αλλοιώνουν τον πυρήνα της. Η παράσταση που παρουσιάστηκε στην Επίδαυρο σε σκηνοθεσία Ούλριχ Ράσε, αποτελεί ένα παράδειγμα αυτής της αισθητικής παρανάγνωσης: μια σκηνική κατασκευή εικαστικής αυστηρότητας και κυκλικής εμμονής, όπου το τραγικό αίτημα θυσιάζεται στον βωμό της μορφής.

Η σκηνή, διαμορφωμένη ως περιστρεφόμενο δάπεδο, δεν είναι απλώς σκηνογραφικό εύρημα. Είναι μεταφυσική δήλωση: οι ήρωες δεν πράττουν – κινούνται. Δεν επιλέγουν – περιστρέφονται. Η κίνηση χάνει κάθε δραματουργικό νόημα και καταλήγει σε μηχανική επανάληψη. Η γεωμετρία του χώρου υπερισχύει της ηθικής γεωγραφίας της πράξης. Η αισθητική κυριαρχεί απόλυτα επί του ανθρώπινου, υπονομεύοντας το κατεξοχήν ζητούμενο της τραγωδίας: τη συναισθηματική μέθεξη και την ηθική σύγκρουση.

Η σκηνική πρόταση του Ράσε μοιάζει να έχει ως αφετηρία όχι τη σύγκρουση Κρέοντα και Αντιγόνης, αλλά την ιδεολογική και σκηνοθετική αποδόμηση κάθε ψυχικής έντασης. Οι υποκριτικές εκφορές είναι ισόρροπα επίπεδες. Οι φωνές απογυμνωμένες από ένταση, οι κινήσεις περιορισμένες και σχεδόν τυποποιημένες. Έχουμε να κάνουμε με μια παράσταση αυστηρά χορογραφημένης ερμηνευτικής πειθαρχίας. Αλλά όχι τραγωδίας.

Ο Κρέων του Γιώργου Γάλλου ξεχωρίζει για τη στιβαρότητα και την επιβολή. Είναι το μόνο πρόσωπο που φαίνεται να έχει συνεκτική δραματουργική διαδρομή. Εμφανίζεται, μιλά, κυριαρχεί. Η Αντιγόνη, ερμηνευμένη από την Κόρα Καρβούνη, στέκεται περισσότερο ως αναπαράσταση –ως εικόνα ή ιδέα– παρά ως πρόσωπο με βούληση και εσωτερική αναγκαιότητα. Δε μάχεται. Δεν αψηφά. Απλώς, υπάρχει. Ενσαρκώνει μια στατική αντίσταση, άχρωμη, σχεδόν αφαιρετική.

Η τραγική ισορροπία του έργου καταρρέει. Ο Κρέων μετατρέπεται σε κύριο άξονα του έργου, όχι επειδή ο σκηνοθέτης θέλει να τον φωτίσει, αλλά επειδή όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα έχουν σχεδόν αποσυρθεί σε μια σκηνική αδράνεια. Η Ισμήνη, ο Αίμονας, ο Τειρεσίας, η Ευρυδίκη – όλοι περνούν ακροθιγώς ή δεν περνούν καθόλου. Μένει ο Κρέων μόνος να κατοικεί ένα έργο που, σημειολογικά, θα έπρεπε να είναι της Αντιγόνης. Αυτή η μετατόπιση δραματουργικού βάρους δεν αποτελεί δημιουργική ανάγνωση. Συνιστά δραστική αλλοίωση της δομής του έργου.

Η παράσταση μοιάζει να απευθύνεται όχι στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, αλλά σε ένα ουδέτερο, αποστειρωμένο περιβάλλον εικαστικού μουσείου. Η Επίδαυρος απαιτεί αναπνοή, ρυθμό, αντίστιξη, σωματική έκφραση και κυρίως φωνή. Αυτά όλα εδώ είτε περιορίστηκαν είτε ακυρώθηκαν. Αναπόφευκτα, τίθεται το ερώτημα αν η σκηνική αυτή πρόταση θα λειτουργούσε πιο οργανικά σε έναν άλλο τόπο: για παράδειγμα στο αρχαίο θέατρο των Δελφών, όπου το τελετουργικό στοιχείο υπερέχει της μνημειακής διάταξης, και όπου μια αποδραματοποιημένη τελετή, όπως αυτή που είδαμε, θα είχε ίσως μεγαλύτερη φιλοσοφική νομιμοποίηση.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ράσε προτείνει μια αυστηρή, πλήρως συντεταγμένη αισθητική γλώσσα. Ωστόσο, αυτή η γλώσσα δεν επικοινωνεί το τραγικό. Δε δημιουργεί ρωγμές στον χρόνο, ούτε συναισθηματικό τράνταγμα στον θεατή. Η παράσταση κυλά με μια υποβλητική μονιμότητα, χωρίς ρυθμική κλιμάκωση, χωρίς κορύφωση, χωρίς ψυχικό ίχνος. Μια παράσταση που κατορθώνει να είναι εντυπωσιακή στη μορφή, αλλά ηχηρά σιωπηλή στην καρδιά του νοήματος.

Κι αν η Αντιγόνη του Σοφοκλή είναι κραυγή, εδώ έγινε απόηχος. Αν είναι σύγκρουση, εδώ έγινε μηχανισμός. Αν είναι θυσία, εδώ έγινε σύμβολο. Μια τραγωδία που αποδόθηκε χωρίς το στοιχείο του τραγικού. Και μια Αντιγόνη, χωρίς την Αντιγόνη.

 

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ