Κριτική για την παράσταση "Από την Αντιγόνη στη Μήδεια"

Από την θεατρολόγο Μαρινέλλα Φρουζάκη

Η ιστορία

Ο πολυτάλαντος Κώστας Γάκης υποδύεται έναν ποιητή , ο οποίος ανατρέχει αιώνες πίσω προκειμένου να ερμηνεύσει τον κόσμο αλλά και να χαθεί στο βάθος του χρόνου στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού. Το ταξίδι «Από την Αντιγόνη στη Μήδεια», αρχίζει από την Αθήνα έξι αιώνες π.Χ. όταν γεννήθηκε η δραματική ποίηση με τη μορφή της τραγωδίας. Οι μεγάλοι ποιητές Όμηρος, Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης αποτυπώνουν τη γυναίκα ως μια αρχετυπική μορφή του έρωτα, της θυσίας και της γνώσης.

Στο εν προκειμένω θεατρικό ταξίδι, ο κεντρικός πρωταγωνιστής, ο Ποιητής, ανταμώνει αρχικά την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Η Αντιγόνη έχει χρέος να θάψει το νεκρό αδελφό της, τον Πολυνείκη, παρά την αντίθετη εντολή του θείου της και βασιλιά της Θήβας Κρέοντα. Στη συνέχεια, ο Ποιητής συναντά την «Ελένη» του Ευριπίδη και του Ομήρου. Οι συμφορές της Ελένης αρχίζουν από τη νίκη της θεάς Αφροδίτης κατά την κρίσιν περί κάλλους. Η θεά Αφροδίτη, εξασφαλίζοτας την εκλογή της από τον Πάρη, γιο του βασιλιά της Τροίας Πριάμου, του υποσχέθηκε ως ανταμοιβή να παντρευτεί την Ελένη. Η θεά Ήρα οργισμένη για την ήττα της τείνει να την καταστρέψει.

Στη συνέχεια, ο Ποιητής αντικρίζει την «Ιφιγένεια» του Ευριπίδη και τη μητέρα της «Κλυταιμνήστρα» του Αισχύλου. Ο βασιλιάς Αγαμέμνονας και πατέρας της Ιφιγένειας, καλέστηκε να θυσιάσει την κόρη του επειδή είχε προκαλέσει την οργή της θεάς Άρτεμις σκοτώνοντας το ιερό ελάφι της. Η Ιφιγένεια θυσιάστηκε στο βωμό της θεάς για τη νίκη της πατρίδας της με τους Τρώες. Η Κλυταιμνήστρα δεν μπόρεσε να συγχωρήσει τον άντρα της που θυσίασε το ίδιο τους το παιδί.

Η νίκη των Ελλήνων κατά των Τρώων εκπληρώθηκε με επιτυχία και οι κατακτητές μοιράστηκαν τις γυναίκες των ηττημένων. Ο Αγαμέμνονας φεύγοντας από την Τροία πήρε την «Κασσάνδρα» κόρη του βασιλιά της Τροίας Πρίαμου και της Εκάβης, ο οποίος την ερωτεύτηκε. Η Κασσάνδρα είχε χάρισμα από τον θεό Απόλλωνα να προφητεύει το μέλλον. Όταν ο Αγαμέμνονας επέστρεψε σπίτι του με την Κασσάνδρα, η γυναίκα του η Κλυταιμνήστρα τους σκότωσε και τους δύο, αιτία ο Θάνατος της κόρης τους Ιφιγένειας. Ο ήρωάς μας, έρχεται αντιμέτωπος με μια ακόμα τραγική γυναίκα, την «Εκάβη» του Ευριπίδη. Η Εκάβη έζησε για να ξεριζωθεί από την πατρίδα της. Έζησε το σκληρό πένθος του μαρτυρικού θανάτου των παιδιών και του άντρα της.
Ο Ποιητής έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με την «Ιοκάστη» του Σοφοκλή. Η γυναίκα αυτή παντρεμένη με τον γιο της Οιδίποδα, γεννά τέσσερα παιδιά κατόπιν αιμομιξίας. Μια οδυνηρή περίπτωση γυναίκας είναι η «Αγαύη» από της Βάκχες του Ευριπίδη. Η γυναίκα αυτή αποκεφάλισε το γιό της Πενθέα και βασιλιά της Θήβας πάνω σε έκσταση, όπως το όρισε ο θεός Διόνυσος, επειδή δεν λατρεύτηκε απ’ την οικογένειά της όπως του άρμοζε.

Ένα ακόμα γυναικείο πρόσωπο είναι η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, αδελφή του Ορέστη και της Ιφιγένειας. Η Ηλέκτρα θρηνώντας για το φόνο του πατέρα της, βοηθάει τον αδελφό της Ορέστη να πάρει εκδίκηση σκοτώνοντας τη μητέρα τους Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο.
Ο Ποιητής τελειώνει το ταξίδι του στο αρχαίο δράμα με ένα ακόμα σπαρακτικό πρόσωπο τη «Μήδεια» του Ευριπίδη. Η Μήδεια σκότωσε τα δύο παιδιά της προκειμένου να εκδικηθεί τον άντρα της, Ιάσονα. Ο πόνος και η βαρβαρότητα της γυναίκας αυτής τη κάνει τη πιο γνωστή μητροκτόνο του αρχαίου δράματος.
Αν δεν γνωρίζετε τα κείμενα των εν λόγω τραγωδιών, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, θα λάβετε όλη την ουσία τους συμπυκνωμένη. Αντιγόνη, Ιφιγένεια, Ελένη, Κλυταιμνήστρα, Κασσάνδρα, Αγαύη, Ιοκάστη, Εκάβη, Ηλέκτρα, Μήδεια. Τα ζητήματα που πραγματεύεται κάθε ηρωίδα κατ’ αντιστοιχία είναι το χρέος, η αυτοθυσία, το κάλλος, ο φόνος, η φρενίτιδα, η αιμομιξία, ο ξεριζωμός, η μητροκτονία, η εμμονή, η σχέση με το θεϊκό στοιχείο αλλά και γενικότερα η θέση της γυναίκας σε έναν πατριαρχικό κόσμο.

Θα χαθείτε μέσα σε σκέψεις για την αυτοθυσία, την ομορφιά, το φόνο του πατέρα, της μάνας, ακόμα και των παιδιών, την αιμομιξία, το ξεριζωμό, τη θεϊκή παρέμβαση και πάντα με θαυμασμό και συνάμα απόγνωση για τη γυναίκα.

Η παράσταση

Για τρίτη φορά φέτος, μετά την παράσταση «Θα σε πάρει ο δρόμος» και τον «Δον Κιχώτη», το θέατρο Άλφα.Ιδέα μας τοποθετεί επάνω στην σκηνή, μια «ανάσα» από τους ηθοποιούς, τοποθετώντας μας στο κέντρο της δράσης και καθιστώντας μας συνένοχους σε αυτό που πρόκειται να συμβεί, εκμηδενίζοντας συνάμα και την απόσταση ανάμεσα στη γυναίκα του σήμερα και τις τραγικές μορφές που πρόκειται να μας παρουσιαστούν, γεγονός που τόνισε εμφατικά και το νεαρό της ηλικίας της κεντρικής ηθοποιού (Μαρία Παπαφωτίου), ωστόσο, στην τελική σκηνή, αυτή της Μήδειας, δημιουργείται εκ νέου απόσταση καθώς η Μήδεια εμφανίζεται κάτω απ’ τη σκηνή αποδεσμευμένη από οποιαδήποτε επαφή με τους θεατές, στην πιο δυνατή δραματουργικά σκηνή του έργου, κατ’ εμέ.

Ο Κώστας Γάκης, λόγω της ευρείας μουσικής του παιδείας, αναπαράγει επιτυχώς το μέτρο της τραγωδίας- ωδής, όπως και στις προηγούμενες άλλωστε δουλειές του, αγγίζοντας πάντα με ιδιαίτερη ευαισθησία, λυρισμό και σεβασμό τα αρχαία κείμενα.

Η σκηνοθεσία πολυκύμαντη, αρκετά «κινηματογραφική» και ταυτόχρονα καθαρή και καλά εστιασμένη, αποδίδοντας το «βάρος» του ψυχισμού της κάθε γυναίκας συνάμα με κάποιες πιο ανάλαφρες κωμικές ανάσες. Η απόδοση των κειμένων ήταν ευανάγνωστη και στοχευμένη, με ευρηματικούς, σχεδόν αυτοσχεδιαστικούς μονολόγους ανάμεσα στις σκηνές. Έτσι, μας παραδόθηκε μια ζεστή, ισορροπημένη παράσταση με συγκροτημένη αισθητική άποψη, μέτρο και ρυθμό και πολύ καλά κουρδισμένη. Η αφήγηση, οι εικόνες, οι περιγραφές, οι εναλλαγές εντυπώσεων, όμορφα ενορχηστρωμένες από τη σκηνοθετική μπαγκέτα, πέτυχαν να κρατήσουν τις ισορροπίες ανάμεσα στην αφήγηση και το δράμα, το πρόσωπο και το προσωπείο, το εκεί και τότε της αρχαίας ιστορίας και το εδώ και τώρα της επιτέλεσης της.

Γερός άσσος οι μουσικοί επί σκηνής ( Ίρις Κανδρή, Στέλλα Ζιοπούλου) που ενέτειναν και αποκλιμάκωναν αντίστοιχα την δραματική ένταση σε καίρια σημεία του έργου.

Μολονότι υπερπλήρης από εξαιρετικές εικόνες και έκτακτα εικαστικά ευρήματα, κι ενώ ο Κώστας Γάκης έχει την εξαιρετική ικανότητα πάντα να δημιουργεί θαυμάσιους κόσμους, πολύχυμους και πολύχρωμους, στην προκειμένη περίπτωση φοβάμαι πως δεν του βγήκαν τόσο, από άποψη συναισθήματος και μόνο, οι επιλογές του. Θα ήθελα δηλαδή να με είχε πάρει λίγο περισσότερο μαζί του.

Καθοριστικό στοιχείο ταυτότητας και επίκεντρο του σκηνικού χώρου το σώμα των ηθοποιών, συμπύκνωνε με λαμπρή λιτότητα το ιδεολογικό κέντρο βάρους του δράματος αλλά και της παράστασης. Ο «διάλογος» της ηθοποιού με τον εαυτό της μέσω της κάμερας σε απευθείας μετάδοση, οικεία αλλά ωστόσο ευχάριστη από προηγούμενες παραστάσεις του δημιουργού.

Η ιστορία σφιχτή και ρέουσα, εμπλουτισμένη με ατμοσφαιρικά video art (επιμέλεια επίσης του ίδιου) με τοπία της Ικαρίας και κάποια τεχνικά βοηθήματα ήχων, όπως νερά να ξεχειλίζουν από το άπειρο. Η εκφορά του λόγου καθώς και η κινησιολογία (Ευθύμης Χρήστου) κατόρθωσε να αναδείξει τους εσωτερικούς ρυθμούς και τις αναπνοές του κειμένου. Η σκηνή (Στέφανος Λώλος) απλή και λιτά θεατρική.

Η Μαρία Παπαφωτίου απέδωσε με έξοχη πλαστικότητα, γνήσια και έντιμα όλους τους ρόλους που κλήθηκε να υπερασπιστεί, σε μια διονυσιακή σύζευξη του τραγικού και του κωμικού, αναδεικνύοντας στο έπακρο τη δυναμική των ελάχιστων σκηνικών αντικειμένων, ομοίως και ο δημιουργός με τον ευφάνταστο ρόλο του σημερινού ποιητή.

Τα κοστούμια (Σάλι Αλάραμπι, Κωνσταντίνα Μαρδίκη) κινήθηκαν σε μια διαχρονική κλίμακα, όπως και οι διακριτικές φωτιστικές επιλογές (Στέλιος Πλασκασοβίτης, Στέφανος Λώλος) με ιδανική ατμοσφαιρική επιλογή τη χρήση των κεριών.

Σε γενικές γραμμές, η παράσταση αποτέλεσε ένα πολύτροπο τέχνημα, μια εύκρατη σύζευξη θεατρικής μεθόδου και ερμηνευτικής ελευθερίας, μέσα από μια νηφάλια αφήγηση, αγγίζοντας διακριτικά τα κοινωνικά συμφραζόμενα και αποδομώντας εν τέλει ένα μικρό μέρος της πατριαρχικής κοινωνίας του σήμερα.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ