Κριτική για την παράσταση "Χτυποκάρδια στο θρανίο"

Κριτική από τον Ιωάννη Λάζιο

Τα φώτα ανάβουν και ένα θεαματικό σκηνικό φανερώνεται. Με τη συνδρομή της σύγχρονης τεχνολογίας και τη φαντασία του δημιουργού, γεννήθηκε μία υπερπαραγωγή σκηνικών, που δεν έπαψε στιγμή να μας γοητεύει και να μας εκπλήσσει.

Αλλαγή σκηνικού με χρήση προτζέκτορα, αντικείμενα που ζωντανεύουν στη σκηνή μέσα από την εικόνα και η τέλεια διάδραση μέσα από την ολοζώντανη προβολή, είναι κάποια από τα στοιχεία της ιδέας του σκηνικού, η οποία ενισχύεται από έντονους φωτισμούς. Φώτα έντονα, που συμβαδίζουν με τη ζωντάνια της ηλικίας της πρωταγωνίστριας φωτίζουν κάθε γωνιά, υπονοώντας, ίσως, πως υπό το φως όλα φανερώνονται…

Ταυτόχρονα, ο φωτισμός συνοδεύει τη πρωτότυπη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και το χορό δίνοντας το ρυθμό και εντάσσοντας έτσι το κοινό στην ιστορία. Βέβαια, όσο θεαματικά και αν είναι τα σκηνικά και τα φώτα δεν αρκούν. Και εδώ έρχεται η σκηνοθεσία και η ερμηνεία του ηθοποιού. Αναφορικά με την πρώτη, ο Λάκης Λαζόπουλος έξυπνα απέφυγε να αλλάξει το χρώμα των μαλλιών της πρωταγωνίστριας σε ξανθό, καθώς κάτι τέτοιο θα κατέστρεφε την παράσταση. Έμεινε πιστός στο θεατρικό κείμενο του Σακελλαρίου, αλλάζοντας μόνο το φύλο του διευθυντή, που έγινε γυναίκα. Αυτή η αλλαγή θα ήταν περισσότερο ολοκληρωμένη αν συνδυαζόταν με υφολογική τροποποίηση των γυναικών εν γένει.

Αναφορικά με την ερμηνεία, πρώτη εμφανίζεται στη σκηνή, η Σοφία Βογιατζάκη, που αν και δεν έχει πολύ κείμενο, με την παρουσία της δίνει μια άλλη δυναμική κάθε φορά που εμφανίζεται. Όπως στην αρχή του έργου, όταν ξυπνάει τη Λίζα (Κατερίνα Γερονικολού) και έρχεται αντιμέτωπη με τη μικρή μαθήτρια, η οποία δεν έχει καμία όρεξη να πάει στο σχολείο. Έτσι σκαρφίζεται την συνηθέστερη μεταξύ μικρών και μεγάλων δικαιολογία: είμαι άρρωστη! Η υπηρέτρια, μη μπορώντας να πείσει την Λίζα να σηκωθεί από το κρεβάτι, φωνάζει τη μητέρα της (Νίκη Παλληκαράκη). Η πάντα δύσπιστη μάνα δε θα πειστεί μέχρις ότου μπει στο δωμάτιο ο σύζυγός της (Νίκος Γαλανός). Πως να αντισταθεί ο «μπαμπάκας» στα λεγόμενα της κόρης του; Θα ζητήσει να έρθει γρήγορα ένας γιατρός. Και όπως ήθελε η μοίρα (ή μάλλον ο Αλέκος Σακελλάριος) ο γιατρός-καθηγητής (Ορέστης Τζιόβας) θα είναι και ο άντρας της ζωής της Λίζας.

Ο καθηγητής, Δημήτρης Παπαδόπουλος, με απόλυτη φυσικότητα και χωρίς να μπει σε σύγκριση με τον κινηματογραφικό Παπαμιχαήλ, θα ερμηνεύσει τον ερωτευμένο ζηλιάρη σύζυγο, που αγαπάει και προστατεύει τη νεαρή του σύζυγο.

Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε τόσο ο Νίκος Γαλανός, όσο και η Νίκη Παλληκαράκη στο ρόλο των γονιών. Μας μετέφεραν ευχάριστα σε μια άλλη εποχή, που ενώ μας ενθουσιάζει για την αθωότητά της, ταυτόχρονα μας θυμίζει τη θέση της γυναίκας, η οποία δεν είναι τίποτα περισσότερο από σύζυγος, μητέρα και ενίοτε ερωμένη. Αυτό το ρόλο καλείται να παίξει στη ζωή της και η Λίζα Πετροβασίλη, ένα ρόλο πληκτικό για την ηλικία της, στον οποίο θα αντιδράσει βρίσκοντας διέξοδο στο σχολείο με τις φίλες της, οι οποίες την πλαισιώνουν στο τραγούδι και στο χορό. Επειδή, όμως, είναι δύσκολο να κρατήσει τις ισορροπίες μεταξύ συζύγου και μαθήτριας, οι επιδόσεις της θα πέσουν τόσο χαμηλά, που ο φιλόλογός της (Κώστας Βουτσάς) θα της συστήσει έναν προγυμναστή.

Ο Κώστας Βουτσάς ανήκοντας στους σπουδαίους κωμικούς ξέρει πως να κάνει το κοινό να γελάσει με μια κίνηση, κουβέντα ή ατάκα. Έτσι παρόλη τη φανερή του κόπωση ήταν και πάλι ο μεγάλος κωμικός. Διευθύντρια στο σχολείο είναι η Μάρω Κοντού. Ρόλος έκπληξη, μιας και περιμέναμε έναν άντρα σ ‘αυτό το ρόλο, καθώς ο σκηνοθέτης κράτησε αυστηρά τα στοιχεία της εποχής. Έτσι, πως είναι δυνατόν να είναι μια γυναίκα διευθυντής εκείνη την εποχή; Εντούτοις, ενσάρκωσε μια γυναίκα δυναμική, αυστηρή και ανέραστη. Κάτι που γίνεται ολοφάνερο από το μελαγχολικό της τραγούδι.

Τέλος, η πρωταγωνίστρια του έργου: Κατερίνα Γερονικολού, ήρθε αντιμέτωπη με ένα μεγάλο ερμηνευτικό πρόβλημα που ακούει στο όνομα Αλίκη Βουγιουκλάκη. Δηλαδή, το πως ο κάθε θεατής μέσα στο θέατρο ακούγοντας «Χτυποκάρδια στα θρανία» σκέφτεται την Αλίκη. Το νάζι, τη φωνή και τη κίνησή της. Ωστόσο, μένοντας πιστή στο κείμενο και μη προσπαθώντας να μιμηθεί την Αλίκη κατάφερε να διαφοροποιήσει τον εαυτό της. Το μόνο, ίσως, που θα μπορούσε κανείς να της επισημάνει είναι ότι η ερμηνεία της ήταν τόσο γρήγορη και νευρική, που καταντούσε εκνευριστική. Κατά τα άλλα πρόκειται για μια παράσταση που αξίζει και τον κόπο και τον χρόνο του θεατή.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ