Κριτική για την παράσταση "Εκκλησιάζουσες"

Από την κριτικό θεάτρου Βαλεντίνη Δαφνούλη

Στο θέατρο Αλτιναλμάζη της Αλεξανδρούπολης βρέθηκε για δύο παραστάσεις η νέα διασκευή του Αριστοφάνη Εκκλησιάζουσες, σε σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Ρήγα, με έναν θίασο τουλάχιστον 28 ηθοποιών, και με το ξεκαρδιστικό κείμενο του Πολύβιου Δημητρακόπουλου, πρόσφερε κυρίως γέλιο και διασκέδαση.

Το συγκεκριμένο έργο του Αριστοφάνη είναι από τα βασικά του, αποτελώντας μία από τις πιο σημαντικές πολιτικές σάτιρες, ξεγυμνώνοντας και εκθέτοντας την πολιτική κατάσταση στην Αθήνα του 400 πΧ, μαζί με τις τρύπες της δημοκρατίας, προτείνοντας ισότητα και εξέλιξη, σε ένα έργο που κανείς μπορεί να χαρακτηρίσει ως βήμα πρώιμου φεμινισμού (ή και βαθιά σεξιστικό, βασισμένο στην ιδέα ότι ακόμα και οι γυναίκες μπορούν να τα καταφέρουν καλύτερα από αυτά τα λαμόγια τους πολιτικούς, αλλά όπως το βλέπει κανείς) έννοιες στριμωγμένες κάτω από την ομπρέλα της σάτιρας και της κωμωδίας, κάνοντας ακόμα πιο εμφανή ελαττώματα και ψεγάδια μιας ολόκληρης κοινωνίας.

Η πλοκή είναι απλή: η Πραξαγόρα προτείνει στις γυναίκες να ντυθούν άντρες ώστε να περάσουν με τις ψήφους τους νόμο στην Αγορά, που αφορά την ανάληψη της εξουσίας μόνο από τις γυναίκες, αφού αυτές δουλεύουν σκληρότερα, τρέφουν τους γιούς-στρατιώτες και είναι οι αρχηγοί των σπιτιών τους, μεταξύ άλλων. Το αρχαίο κείμενο, πολύ εύστοχα και με βεβιασμένους ρυθμούς, δείχνει πόσο εύκολα μπόρεσαν οι γυναίκες να περάσουν για άντρες κατά την ψηφοφορία, θίγοντας ξεδιάντροπα τη φύση των πολιτικών -αλλά και τη νοημοσύνη τους- που δε διαφέρουν από μεταμφιεσμένες γυναίκες. Το έργο αναφέρεται στα κοινωνικά πρέπει που αναγκάζουν και δεσμεύουν τα φύλα, τον πόλεμο και την εξουσία. Η Πραξαγόρα προτείνει ριζικές και δραστικές πολιτικές αλλαγές, όπως την κοινοκτημοσύνη και την σεξουαλική απελευθέρωση, με νόμο -γραμμένο με μικρά γράμματα- να ορίζει τους άσχημους και γερασμένους ως πρώτες επιλογές συντρόφων, ώστε να μη ξεμείνει κανείς εκτός σεξουαλικής ικανοποίησης. Ο Αριστοφάνης στο έργο του δεν προτείνει κυριολεκτικά αυτές τις ιδέες ως εναλλακτικές, εξού και το σατιρικό στοιχείο, αλλά προσπαθεί να προκαλέσει μια πάλη μεταξύ πολιτικών ιδεών, δημοκρατικών και κομμουνιστικών, ώστε απλά να τις (κατα)κρίνει, σε μια πανδαισία χιούμορ και γέλιου.

Ο Ρήγας ξεκίνησε υπέροχα και ευφυέστατα αυτήν την παράσταση με τη μοναδική ιδέα του να συστήσει στο κοινό μία-μία αυτές τις γυναίκες-συνοδοιπόρους της πρωταγωνίστριας, πνιγμένες στα στερεότυπα, κάτι που με αγάπη αποδέχεται το συγκεκριμένο είδος, περιλαμβάνοντας ποικίλες καταγωγές, ελληνικές και μη, συνοδευμένες από τις ντόπιες διαλέκτους και συνήθειές τους (Γιάννης Κρητικός ως Κρητικιά, Μάρκος Μπούγιας ως Καλαματιανή, Δημήτρης Διακοσάββας ως “Γύφτισσα'', Βασίλης Παπαδόπουλος ως Μυτιληνιά, Γιάννης Κουκουράκης ως Κύπρια, Τιμόθεος Θάνος ως Μακεδόνισσα, μεταξύ άλλων) θυμίζοντας κάτι από το έργο του στους Στάβλους, και ομολογουμένως παρουσιάζοντας χαρακτήρες τόσο σφαιρικά δομημένους από τον σκηνοθετικό τους πυρήνα, μέχρι και την ενσάρκωσή τους από τους ίδιους τους ηθοποιούς, που όλοι είχαν ένα ιδιαίτερο στοιχείο για να είναι ξεχωριστά αρεστοί και να μονοπωλήσουν τη συμπάθεια του κοινού. Εξαιρετική ήταν και η προσθήκη του ρόλου της Σοφίας Μουτίδου, που ενσάρκωσε το κλασικό και ευρέως γνωστό στο πανελλήνιο στερεότυπο της Ελληνίδας μάνας, με τρόπο αβίαστο, αψεγάδιαστο και απόλυτα ξεκαρδιστικό, όπως μόνο αυτή γνωρίζει και μπορεί. Τον ρόλο του γιού της Βλέπυρου πηγαία ερμήνευσε ο Μελέτης Ηλίας, η χημεία μεταξύ των οποίων ήταν συναρπαστική.

Στα θετικά της παράστασης πρέπει να συμπεριληφθεί και η ομοιόμορφη κατανομή των ρόλων στην πλειοψηφία τους, αφού ο σκηνοθέτης δεν άφησε τα μεγάλα ονόματα να επισκιάσουν τα μικρότερα, δίνοντας γραμμές και χώρο στο καθένα ξεχωριστά να υπάρξει επί σκηνής και να μαγέψει το κοινό με την ενέργεια, τις ατάκες, και το μοναδικό του ρόλου του, με μερικούς ηθοποιούς να είναι τόσο μέσα στον χαρακτήρα τους κατά τη διάρκεια της παράστασης, που έπεισαν στο εκατό τοις εκατό. Εκτός της Μουτίδου, άλλα γνωστά ονόματα ήταν ο Αντώνης Λουδάρος, ως Πραξαγόρα σέξυ, πονηρή και δυναμική, αλλά με μια εσάνς αρκετά αναμενόμενη, ο Δημήτρης Σταρόβας (Ευφροσύνη) σε έναν ρόλο και γραμμές κομμένες και ραμμένες για αυτόν και μόνο, ο Χάρης Γρηγορόπουλος ως εξαιρετικός Χρέμης, και ο βετεράνος Γιώργος Κωνσταντίνου, που εμφανίστηκε ως Ξένος και αναρχικός, ξεκινώντας το δεύτερο μισό της παράστασης με πολύ παράδοξο τρόπο. Για την ακρίβεια, σε έναν μονόλογο γεμάτο ξεπερασμένα και αναχρονιστικά -αν μη τι άλλο- παραδείγματα για το τι εστί Ελλάδα (βλέπε την μοναδικά Ελληνική λέξη φιλότιμο, τη σκληρή Ελληνίδα μάνα που στέλνει το παιδί της στον πόλεμο ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς, τη γενικολογία του λαμόγιου που κρύβει καταβάθος μέσα του ο Έλληνας, αλλά πάνω απ’ όλα την αλητεία που τον χαρακτηρίζει, και τον θρήνο που μόνο μέσα από το Ελληνικό ζεϊμπέκικο μπορεί κανείς να εκφράσει), το έργο τάισε με επιτυχία το εθνικιστικό φρόνημα του κοινού και γλύκανε τον πατριωτισμό του, δη μέσω της Μακεδόνισσας με τη σημαία της Βεργίνας, που επανέφερε την πρόσφατη επικαιρότητα μαζί με τα κακώς κείμενά της στο προσκήνιο, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος πατριωτικής χροιάς στο έργο του Αριστοφάνη, που είναι εξ ορισμού, τόσο ελληνικό, όσο και αρχαίο.

Ο Ιβάν Σβιτάιλο επιμελήθηκε με επιτυχία τις χορογραφίες που ήταν ανάλογες της παράστασης, ενώ βρέθηκε και στον ρόλο του Φιλόδωρου, που χαρακτηριστικά χόρεψε μια αλήτικη ζεϊμπεκιά, και σήμανε την έναρξη και τη λήξη της παράστασης. Στο φινάλε, όταν η πολιτική της Πραξαγόρας φάνηκε να μη βγάζει καρπούς και να αργοσβήνει, προκαλώντας σκέψεις στους πολίτες για μια δεύτερη επανάσταση, ο Φιλόδωρος αποφάσισε να δεχτεί τις δωροδοκίες της στρατηγίνας του, με τη λογική του «όλοι οι πολιτικοί είναι λαμόγια, οπότε γιατί να διαφέρω εγώ», ξεφεύγοντας από το νόημα του πρωτότυπου και συνάμα κλέβοντας κάθε ελπίδα για αλλαγή, ειδικά σε σχέση με την πολιτική επικαιρότητα, που ήταν αυτοσκοπός να θίξει.

Με λίγα λόγια, λοιπόν, αυτή η προσέγγιση του Ρήγα στις Εκκλησιάζουσες, ξεκίνησε πολλά υποσχόμενη, καινοτόμα, κι απεριόριστα αστεία και σατιρική, παρόλα αυτά κατέληξε από το δεύτερο μισό της επιφανειακή σε θέμα πλοκής και συγκεντρωμένη σε ανώριμο χιούμορ και κλισέ αστεϊσμούς, δεμένη με υπερβολική μουσική επένδυση (Αποστόλης Στίκας), γρατζουνώντας τη λεπτή γραμμή μεταξύ κωμωδίας και επιθεώρησης. Οι ερμηνείες παρέμειναν εξαίσιες, οι χαρακτήρες πολύπλευροι και με φανερή προσοχή εκτελεσμένοι, με συνοχή δυόμιση ωρών επί σκηνής. Τα κοστούμια από την Έβελιν Σιούπη ήταν ανάλογα της περίστασης, και σε ισορροπία με  το σκηνικό από τον Γιάννη Σπανόπουλο. Εν τέλη, αναμφίβολα οι θεατές γέλασαν και διασκέδασαν με τη συγκεκριμένη διασκευή, και έφυγαν με τις ερμηνείες μιας ολόκληρης διανομής χαραγμένες στο μυαλό τους.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ