Από τον Ιωάννη Λάζιο
Στις 9 Ιουλίου, στο κατάμεστο Θέατρο Δάσους της Θεσσαλονίκης, ο Γιώργος Κιμούλης παρουσίασε, σε μετάφραση και σκηνοθεσία του ιδίου, τον Φιλοκτήτη του Σοφοκλή, πλαισιωμένος επί σκηνής από τον Δημήτρη Γκοτσόπουλο και τον Θοδωρή Κατσαφάδο. Η παράσταση, σε παραγωγή της εταιρείας Μέθεξις και σε συνεργασία με το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Αγρινίου, επιχείρησε μια ανάγνωση του σοφόκλειου έργου με άξονα τη ρεαλιστική αποτύπωση του ανθρώπινου πόνου και το ηθικό βάρος της επιλογής. Πρόκειται για μια προσέγγιση που δεν επενδύει στην τεχνητή μεγαλοπρέπεια, αλλά αντλεί τη δύναμή της από την εσωτερική ακρίβεια των συγκρούσεων. Σε μια εποχή όπου η σκοπιμότητα συχνά διαστρεβλώνει την έννοια του δίκαιου, ο Φιλοκτήτης του Κιμούλη αποκτά έναν σχεδόν πολιτικό χαρακτήρα: υπενθυμίζει τη βαρύτητα των ηθικών αποφάσεων σε έναν κόσμο που ολοένα και περισσότερο υποκύπτει στον κυνισμό της ωφελιμότητας.
Η σκηνοθετική γραμμή του Κιμούλη χαρακτηρίζεται από ρεαλιστική συνέπεια. Αποφεύγοντας τους εύκολους φορμαλισμούς, αντλεί την έντασή της από το ίδιο το κείμενο. Δεν στοχεύει στην επιβολή μιας ερμηνευτικής εκκεντρικότητας, αλλά στην ανάδειξη της ανθρώπινης οδύνης μέσα από μέτρο και συγκράτηση. Ο λόγος – ιδιαίτερα στα λυρικά μέρη – προσεγγίζεται με σεβασμό, διατηρώντας τη μουσικότητα και τη θρηνητική του ποιότητα. Το σκηνικό της Μαρίας Φιλίππου, λιτό αλλά συμβολικά φορτισμένο, παρουσιάζει ένα σπήλαιο: ένα σημείο καταφυγής και απομόνωσης, αλλά ταυτόχρονα και τη γενεσιουργό σχισμή από την οποία αναδύεται ο Φιλοκτήτης – όχι απλώς ως εγκαταλελειμμένος ήρωας, αλλά ως η ζωντανή ενσάρκωση της αξιοπρέπειας.
Στον ομώνυμο ρόλο, ο Γιώργος Κιμούλης επιβεβαιώνει γιατί εξακολουθεί να αποτελεί σημείο αναφοράς του ελληνικού θεάτρου. Η ερμηνεία του αγγίζει το μέτρο του καλού: εκεί όπου η τεχνική αρτιότητα συμπορεύεται με τη βιωματική αλήθεια. Καταδύεται στο υπαρξιακό τραύμα του ήρωα και ανασύρει από τη σιωπή μια μορφή που πάσχει χωρίς να εκλιπαρεί, που διεκδικεί χωρίς στόμφο, που επιμένει να στέκει όρθια ακόμη και μέσα στην εγκατάλειψη. Η φωνή του, υπολογισμένη και φορτισμένη, με ρυθμική ακρίβεια, λειτουργεί ως άξονας της παράστασης. Η κινησιολογία του, απέριττη αλλά ουσιώδης, αποτυπώνει την αφοσίωσή του στην εσωτερική αλήθεια του χαρακτήρα. Ο Φιλοκτήτης του Κιμούλη δεν είναι ούτε σύμβολο ούτε καταγγελία· είναι ένας άνθρωπος που πονά, και που αρνείται να μετατραπεί σε όργανο οποιασδήποτε σκοπιμότητας.
Ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος, στον ρόλο του Νεοπτόλεμου, αποδίδει με σαφήνεια την υπερηφάνεια και την ανδρεία που απαιτεί ο χαρακτήρας. Ωστόσο, η ερμηνεία του παραμένει εγκλωβισμένη στην εξωτερική επιφάνεια, στερούμενη της εσωτερικής ρωγμής που θα ανέδειξε το βάθος της ηθικής του σύγκρουσης. Σε αρκετά σημεία, η ρητορική του εκφορά διολισθαίνει προς μια πομπώδη υπερβολή, που αφαιρεί από τη δραματουργική πυκνότητα του ρόλου. Αντίθετα, ο Θοδωρής Κατσαφάδος, ως Οδυσσέας, κατορθώνει να ενσαρκώσει με ακρίβεια τη σκοτεινή λογική της σκοπιμότητας. Ο χαρακτήρας του δεν εμφανίζεται απλώς ως ένας ψυχρός μηχανορράφος, αλλά ως το πρόσωπο που ενσαρκώνει τον ρεαλισμό και τον πολιτικό οπορτουνισμό, εκπροσωπώντας τον λόγο του κράτους σε αντιπαράθεση με τον ηθικό λόγο του προσώπου. Ο Οδυσσέας του Κατσαφάδου φέρει τη διάσταση μιας αλήθειας που, όσο δυσάρεστη κι αν είναι, εξυπηρετεί έναν ευρύτερο σκοπό. Το ψέμα του, ακόμη και ως δόλος, αναδεικνύεται εργαλείο θείας σκοπιμότητας, σύμφωνο με το θέλημα των θεών και με την αναγκαιότητα της ιστορικής εξέλιξης. Αυτή η αντιφατική, επικίνδυνα σύγχρονη αλήθεια τον καθιστά το πιο σύνθετο και απειλητικό πρόσωπο του έργου.
Ο χορός, αν και παρών, δεν κατάφερε να λειτουργήσει ως οργανικό στοιχείο της παράστασης. Η περιφερειακή του παρουσία και η έλλειψη συνοχής μεταξύ των μελών του υπονόμευσαν τον δραματουργικό του ρόλο. Αντιθέτως, η μουσική του Ανδρέα Κατσιγιάννη, λιτή και ατμοσφαιρική, συνόδευσε το έργο χωρίς να το επισκιάζει. Οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου υπογράμμισαν με λεπτότητα τις σιωπές και τις κορυφώσεις, ενώ το σπήλαιο, μέσα από τις σκιές και τις φωτεινές εναλλαγές, μετατράπηκε σε τοπίο ηθικού στοχασμού. Στον αντίποδα, τα κοστούμια των Σοφίας Νικολαΐδη και Ήλιας Στριγγάρη – με εξαίρεση εκείνο του Φιλοκτήτη – πρόδιδαν μια αισθητική απλότητα που δεν ενίσχυε πάντοτε τη δραματουργική πυκνότητα της παράστασης.
Σε τελική ανάλυση, αυτό που φαίνεται να απασχολεί τον Γιώργο Κιμούλη στη σκηνοθετική του ανάγνωση δεν είναι τόσο το ηρωικό υπόβαθρο του Φιλοκτήτη, όσο η ηθική του διάσταση. Ο ήρωας δεν παρουσιάζεται ως θύμα, αλλά ως ο καθρέφτης ενός κόσμου που, στο όνομα της σκοπιμότητας, θυσιάζει την αλήθεια. Η σύγκρουση μεταξύ δέοντος και συμφέροντος, ανάμεσα στον λόγο του κράτους και τον λόγο της ανθρώπινης συνείδησης, αναδεικνύεται σε διαχρονικό στοίχημα της τραγωδίας. Σε μια εποχή όπου το ψέμα όχι μόνο νομιμοποιείται, αλλά συχνά τιμάται ως στρατηγική, ο Φιλοκτήτης υπενθυμίζει πως ακόμη κι όταν ένα ψέμα φαίνεται να υπηρετεί έναν σκοπό, αφήνει πίσω του ένα ίχνος διαβρωτικό. Ο Κιμούλης, με την ακρίβεια του λόγου και τη σκηνοθετική πειθαρχία του, δημιουργεί μια παράσταση που δεν εντυπωσιάζει με φωνές, αλλά με σκέψη – και αυτό, στις μέρες μας, συνιστά πολιτική πράξη.