Κριτική για την παράσταση "Η σινε-παρμένη"

Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Η νουβέλα του Χιλιανού συγγραφέα Ερνάν Ριβέρα Λετελιέρ μεταφέρεται επιτυχώς στη σκηνή του Αργώ από τον Θανάση Χαλκιά. Η «Σινε-παρμένη» είναι η ιστορία μιας νεαρής που λατρεύει το σινεμά και έχει το χάρισμα να αφηγείται. Μέσα από αυτήν την προσωπική της ιστορία προκύπτει και η ιστορία της άνυδρης και τραχιάς περιοχής της πάμπας, του άγριου και δύσβατου αυτού τόπου.

Σ’ ένα χωριό στην έρημο Ατακάμα της Χιλής, όπου οι περισσότεροι κάτοικοι δουλεύουν στα ορυχεία εξόρυξης νιτρικού άλατος, ένα χαρισματικό κορίτσι αποκτά απρόσμενα το ρόλο της αφηγήτριας ταινιών. Οι κάτοικοι του χωριού, φτωχοί άνθρωποι, προτιμούν να ακούν τη μικρή να διηγείται τις ιστορίες που διαδραματίζονται στις ταινίες που παρακολουθεί, απολαμβάνοντας τη γλαφυρότητα των περιγραφών της μιας και ούτως ή άλλως δεν μπορούν να πληρώσουν να τις δουν.

Σινεμά, προβολές, συνάθροιση προσώπων και ιστορικά γεγονότα όπως η άνοδος του Αλιέντε στην εξουσία και το πραξικόπημα του Πινοσέτ. Το παράθυρο ελπίδας και αισιοδοξίας για τις φαβέλες της Χιλής με τα σπίτια από λαμαρίνες, για αυτό το νιτροχώρι, είναι το σινεμά.

Η μετάφραση της Λένας Φραγκοπούλου αποδίδει ακριβώς το κείμενο και τον στόχο αυτού του έργου, που δίνει μια αχτίδα φωτός σε σκοτεινές ζωές, σε ανθρώπους, που αποτελούν αντικείμενα εκμετάλλευσης από αγγλικές και γερμανικές εταιρείες, οι οποίες λυμαίνονταν την περιοχή για την εξόρυξη πολύτιμων ορυκτών καταδικάζοντας σε ένα φεουδαρχικό καθεστώς υποδούλωσης τους κατοίκους της. «Τα σπίτια της πάμπας αντικατόπτριζαν τέλεια τις τρεις κυρίαρχες κοινωνικές τάξεις: τα σπίτια από λαμαρίνες των εργατών, τα πλίθινα ήταν των υπαλλήλων και οι πολυτελείς βίλες των Γιάνκηδων.»

Ο λόγος του Ερνάν Ριβέρα Λετελιέρ είναι σπαρταριστός, ολοζώντανος, με περιγραφές και συναισθήματα τόσο έντονα όταν τον διαβάζεις, αλλά και όταν τον βλέπεις να αναπαρίσταται. Αυτή η οικογένεια είχε διασκέδασή της να πηγαίνει στο σινεμά. Οι γυναίκες της οικογένειας, η ηρωίδα, η Μαρία – Μαργαρίτα που διηγείται και η μητέρα της η Μαρία – Μανόλια το λάτρευαν. Το κοινωνικό πρόβλημα ελαφραίνει κάπως με περιγραφές και διηγήσεις όπως την εμμονή του πατέρα με το γράμμα Μι έτσι που όλη η οικογένεια είχε ονόματα που άρχιζαν από Μ και ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που παντρεύτηκε την μητέρα της ηρωίδας, γιατί κατά τα άλλα δεν ταίριαζαν καθόλου, καθώς ήταν και 25 χρόνια νεώτερή του. Έτσι δοθείσης ευκαιρίας, εκείνη τους εγκατέλειψε για να γίνει χορεύτρια σε τσίρκο.

Η μητέρα της είχε όνειρα και της έλεγε πάντα: «γιατί να παραμείνει μια μικρή πυγολαμπίδα, ενώ μπορεί να γίνει ένα λαμπρό αστέρι;»

Ο πατέρας μετά το ατύχημά του σκέφτηκε έναν διαγωνισμό. Θα πήγαιναν όλα τα παιδιά από μια φορά να δουν μια ταινία στο σινεμά και μετά θα τη διηγούνταν. Όποιος θα διηγούνταν καλύτερα θα αναλάμβανε αυτή την υποχρέωση να βλέπει ταινίες και να τις διηγείται. Σε αυτόν τον διαγωνισμό κέρδισε η Μαρία – Μαργαρίτα. Εξαιρετικός, ο Θανάσης Χαλκιάς στο ρόλο του κάθε αδελφού, του Μίρτο, του Μανουέλ, του Μαριάνο και του Μαρσελίνο με διαφορετικό στυλ, περπάτημα και ικανότητες ο καθένας.

Την αρμοδιότητα αυτή ανέλαβε εντέλει η Μαρία- Μαργαρίτα, που με τον καιρό την εξέλιξε. Διάβαζε το περιοδικό Εκράν που βρήκε στην βιβλιοθήκη της πάμπας, άρχισε στη διήγησή της να χρησιμοποιεί διάφορα αντικείμενα και μάσκες, να κάνει πρόβες και κοστούμια. Οι σκηνές της συζυγικής απιστίας όταν απεικονίζονταν στη μεγάλη οθόνη την στενοχωρούσαν γιατί της θύμιζαν τη μητέρα της. Η μητέρα της ήταν 26 χρονών όταν έφυγε και όλοι άρχισαν να παρουσιάζουν προβλήματα. Ο ένας αδελφός άρχισε να τραυλίζει και ο άλλο γέμισε ψείρες. Η Μαρία – Μαργαρίτα (Ηλέκτρα Γεννατά & Μαρία Θρασυβουλίδη) άρχισε να ξεχνά το πρόσωπό της. Εξαιρετικές η Ηλέκτρα Γεννατά και η Μαρία Θρασυβουλίδη στο ρόλο της αφηγήτριας, της Σινε- παρμένης. Ένα πληγωμένο παιδί, με ένα χάρισμα που πράγματι μπορούσε να ταξιδέψει το θεατή επί σκηνής, έχοντας πάντα στο μυαλό της ότι « η ζωή είναι φτιαγμένη από το υλικό των ονείρων.» Άρχισε να κάνει διηγήσεις ταινιών κατ΄οίκον κατόπιν παραγγελίας. Γίνεται η ερωμένη του τοκογλύφου του συνοικισμού για να δίνει τα λεφτά στ’ αδέλφια της, κάτι που την έκανε να ένιωθε βρώμικη.

Αυτοί οι τρεις ηθοποιοί κράτησαν όλο το έργο δίνοντας ψυχή σε όλα τα πρόσωπα, με μια εξαιρετική κίνηση που επιμελήθηκε η Μαριέλα Νέστορα, πάνω σε μια σκηνή με λιτά σκηνικά της Γεωργίας Μπούρδα για να προωθηθεί ακριβώς η δράση, με ωραία συμπληρωματικά κοστούμια των γυναικείων ρόλων, ώστε να δοθεί η συνέχεια στο χρόνο, αλλά και απλά φτωχικά του πατέρα, και με την κατάλληλη μουσική πλαισίωση του Κώστα Βόμβολου, με καταπληκτικά τραγούδια.

Το σημαντικό είναι ότι αποδόθηκε όλη η εποχή, η δυσκολία της κατάστασης, οι εσωτερικές πληγές, που δε θεραπεύτηκαν ποτέ ακόμα και την ώρα που η μητέρα γυρνά για συγχώρεση, για αναζήτηση καταφυγίου, αλλά η Μαρία – Μαργαρίτα, μέσα από τη σχισμή, σαν ταινία, σινε- παρμένη, δε συγχωρεί το δράμα, που δεν είναι μόνο στο πανί του σινεμά.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ