Κριτική για την παράσταση "Ικέτιδες"

Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Μια συμπαραγωγή του Εθνικού Θεάτρου και του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, οι Ικέτιδες του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. Η εμβληματική τραγωδία για τον πόλεμο, τους νεκρούς του, την υπαρξιακή αγωνία, την πίστη και τη γυναικεία αντοχή συγκλόνισε τους θεατές που την παρακολούθησαν στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου.

Η  τραγωδία είναι γραμμένη το 422 π.Χ. επηρεασμένη και εμπνευσμένη απ’ όσα ακολούθησαν τη μάχη στο Δήλιο το 424 π.Χ., όταν οι Θηβαίοι, δύο χρόνια πριν - σύμμαχοι της Σπάρτης- νίκησαν τους Αθηναίους αρνούμενοι στη συνέχεια να επιτρέψουν στους τελευταίους να περισυλλέξουν και να θάψουν τους νεκρούς τους.

Οι Ικέτιδες (424-420 π.Χ.) διαδραματίζονται στον απόηχο της εκστρατείας των Επτά εναντίον της Θήβας. Ο Κρέων, που μετά τον θάνατο του Ετεοκλή και του Πολυνείκη έχει αναλάβει την εξουσία στη Θήβα, αρνείται να επιτρέψει στους ηττημένους Αργείους να πάρουν τους νεκρούς και να τους θάψουν. Οι μητέρες εκείνων από τους Επτά που έπεσαν στη Θήβα, συνοδευόμενοι από τον βασιλιά του Άργους  Άδραστο, τον μόνο από τους Επτά που επέζησε, καταφεύγουν στην Αθήνα - ακριβέστερα: στον ναό της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην Ελευσίνα. Ένας διαρκής βόμβος προαναγγέλλει την αργή άφιξη των μαυροφορεμένων γυναικών με τις μαύρες καρέκλες τους. Ένα μελωδικό εκκλησιαστικό ιδιόμελο. Ο ολοφυρμός, ο θρήνος σαν κλάμα παιδιού για τα παιδιά τους που χάθηκαν άδοξα σε έναν  μάταιο πόλεμο, όπως είναι όλοι οι πόλεμοι πάντα. Στο ναό έχει μεταβεί για να δεηθεί η μητέρα του Θησέα, η Αίθρα (Κάτια Δανδουλάκη), που μένει έκπληκτη στο θέαμα αυτών των γυναικών. Εξαιρετική η κίνηση της ηθοποιού και η ερμηνεία της. Εμφανίζεται αρχικά έκπληκτη από το θέαμα και κατόπιν αποφασισμένη να επιλύσει το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι μητέρες και να καταπραΰνει τον πόνο τους. Πληροφορείται ότι ετούτες οι γυναίκες έχουν προσπέσει γονυπετείς ικέτισσες στο βωμό της Δήμητρας γιατί τους  βρήκε μεγάλη συμφορά.  Ο Κρέοντας δεν τους επιτρέπει να θάψουν τους γιους τους. Την ικετεύουν, αυτή, που « Μάνα αγοριών έγινε και βασίλισσα»  και σπαρακτικά την εκλιπαρούν « Φέρε πίσω τα παιδιά μας τα νεκρά, που οι βέβηλοι έχουν αφήσει να σπαράξουν τα όρνια!»[…]  « Για προσκύνημα δεν ήρθα, αλλά προσπίπτω εδώ στη θυμέλη. Έχεις γιο, που τον πόνο μου αν θέλεις να απαλύνει. Να κρατήσω μέσα στη ζεστή αγκαλιά μου το νεκρό  το παιδί μου και να το τιμήσω». Τραγική εικόνα αυτών των γυναικών με τα προτεταμένα χέρια, με τα πληγωμένα μάτια, κάτι μεταξύ οργής, μεγάλου πόνου, λατρείας και χρέους με τη στολή και τα παπούτσια των παιδιών τους στην αγκαλιά, με τα σπαρακτικά λόγια, με μια συντονισμένη κίνηση, όλες μαζί σαν σμάρι άγριων μελισσών, που εδώ με διπλωματία, με κεκαλυμμένο, βουβό πόνο προσπαθούν να αποσπάσουν αυτό που επιθυμούν. Να θάψουν τα παιδιά τους.  «Μόνο η τιμή στους νεκρούς μας τιμά».  Καθώς μπαίνει ο Θησέας ταράζεται από το μοιρολόι αυτό και τις μαυροφορεμένες, ρημαγμένες γυναίκες, που βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με τι λυγερόκορμη, ντυμένη στα λευκά, αγέρωχη, πανέμορφη μητέρα του.  « Τι θέαμα αλλόκοτο, μητέρα τι συμβαίνει;» Κάποιος από το χορό έχει ρίξει ατάραχο, νεκρό το κορμί του σε μια καρέκλα και δε συμμετέχει, ο Άδραστος (Χρήστος Σουγάρης). Αυτός τότε του εξηγεί πως ενεπλάκη στον ολέθριο πόλεμο για να κάνει χάρη στους γαμπρούς του και τώρα η Θήβα δεν επιστρέφει στους Αργείους τους νεκρούς τους. Εξ΄αρχής φαίνεται η υπεροχή της Αθήνας και μόνο η εικόνα της σκηνής αποτελεί έπαινο για το άριστο πολίτευμα και τον χαρισματικό κυβερνήτη.

Ο Θησέας τον ρωτά με ειρωνεία, ξέροντας κιόλας την απάντησή του, αν πήρε τη σύμφωνη γνώμη των θεών πριν προβεί σε αυτόν τον πόλεμο και όταν μαθαίνει, πως δεν το έκανε με διδακτικό ύφος του μιλά για όλα τα καλά με τα οποία ο θεός πλούτισε τον άνθρωπο και θεωρεί τεράστια απερισκεψία τις κινήσεις του Άδραστου. « Αφού αγνοήσατε τους θεούς, πώς να μην καταστρέψεις την πατρίδα σου;»  του λέει ο Θησέας και τον σπρώχνει, τον διώχνει μη μολύνει την Αθήνα με την κακή του τύχη. Ο Άδραστος θιγμένος του  λέει ότι δεν τον βάζει κριτή του και παρακινεί τις γυναίκες να σηκωθούν και να φύγουν. Εκείνες μένουν στη θέση τους και τον καθίζουν και αυτόν κλείνοντάς του το στόμα. Ο Άδραστος περνά από τη θέση του αδικημένου, του απερίσκεπτου, του ικέτη, του ευγνώμονα. Η ήττα του πολέμου και η θέα αυτών των γυναικών τον έχει εξοντώσει ηθικά.

Ο χορός  υπενθυμίζει στο Θησέα ότι είναι από το ίδιο αίμα και ότι κανένας θνητός δεν είναι αιώνια ευτυχισμένος. « Τάφο να βρουν τα παιδιά μου ζητάω». Μια μάνα  του πιάνει τον αστράγαλο, προσπίπτει σε στάση ικεσίας, ενώ εκείνος κλείνει τ’αυτιά του να μην τις ακούει.  Εκείνες του εξηγούν ότι μοναδική τους χαρά  είναι να αποχαιρετίσουν τα παιδιά τους, να πλύνουν τα σώματά τους, να τα θάψουν όπως οφείλουν, φέροντας σε πέρας το τελευταίο χρέος της μάνας.

Τα σώματά τους όλα μαζί συντονισμένα με μια εξαίσια κι αρμονική χορευτική κίνηση (Χορογραφία: Φώτης Νικολάου). Κεκλιμένα, σακατεμένα από τον πόνο. Τώρα Ικέτιδες στην Αθήνα, προσεγγίζουν αρχικά μια μάνα, το αρχέτυπο της μάνας που θα δώσει με τον τρόπο της λύση στο πρόβλημά τους.

Η στάση της Αίθρας, το κλάμα της, η έκκλησή της στο γιο της να τους σταματήσει, απλώνοντας τα χέρια της κι αυτή όπως οι ικέτιδες, χέρια που μιλούν πιο πολλά από όσα λένε οι λέξεις , τον κάνουν να σκεφτεί και να μην δειλιάσει. « Αθετούν νόμους που όλη η Ελλάδα σέβεται!» του επισημαίνει η Αίθρα, ενώ  τα λόγια της ενορχηστρώνει η εξαίσια μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου και ο λόγος της γίνεται λαγαρός και συγκινητικός.  Η μουσική λειτουργεί σαν μετρονόμος, μετρά αντίστροφα το χρόνο μέχρι τη λύση του  προβλήματος της ταφής των αδικοχαμένων πολεμιστών και τον εφησυχασμό των βασανισμένων μανάδων. Υπάρχουν στοιχεία ραπ σε αυτή τη μουσική πλαισίωση, με στίχους, που δεν τραγουδιούνται αλλά απαγγέλλονται. Ένα νέο πολιτιστικό φαινόμενο, που παντρεύει τα στοιχεία της ελληνικής μουσικής με το ραπ, εκδηλώνοντας τη βία που έχουν δεχθεί αυτές οι γυναίκες και την αντίσταση, που προβάλλουν για να τιμήσουν τους νεκρούς τους. Ο λόγος έχει τέτοιο τονισμό που κάνει διακριτό τον καημό τους και την αγωνιστικότητά τους.

Με τη μεσολάβηση και της Αίθρας, ενσαρκωμένη σε μια υπέροχη κίνηση και έναν  εναγκαλισμό, λειτουργεί καταλυτικά προωθώντας τη σκέψη του Θησέα και καθιστώντας τον συμμέτοχο και κοινωνό της δυστυχίας αυτών των τραγικών μανάδων. Η Αίθρα έκανε το χρέος της και τώρα παρακολουθεί τον Θησέα να ενεργεί. « Μητέρα, όσα είπα στον Άδραστο δεν τα αναιρώ, όμως τώρα που άκουσα τις συμβουλές σου, λέω ότι δεν ταιριάζει ν΄αποφεύγω τον κίνδυνο. Τι θα έλεγαν για εμένα οι εχθροί μου;» Θα ξεκινήσει με τα λόγια και αν χρειαστεί θα χρησιμοποιήσει το δόρυ. Επιτακτικά καλεί τον κήρυκα να μηνύσει στον κραταιό άρχοντα της Θήβας να θάψει τους νεκρούς, αλλιώς θα έχουν πόλεμο με τους Αθηναίους. Συμβολική η σκηνή που κρατά το μανίκι από τη στολή ενός στρατιώτη από αυτές  που κρατούν οι δύσμοιρες μάνες των  νεκρών πολεμιστών, σημείο ότι πια συντάσσεται μαζί τους. Την ώρα αυτή όμως καταφθάνει ένας Θηβαίος κήρυκας που ζητάει τον τύραννον της χώρας. « Ποιον έχει αυτή η χώρα ηγεμόνα; Θέλω να πω τι παραγγέλνει ο Κρέων, αφού ο Ετεοκλής πέθανε από το χέρι του αδελφού του.»

Στο σημείο αυτό γίνεται εγκώμιο των Αθηνών, του δημοκρατικού πολιτεύματος και των χρηστών ηγετών και πολιτών. Ο Θησέας τον διορθώνει λέγοντας ότι δεν υπάρχει τύραννος σ᾽ αυτή την πόλη που είναι ελεύθερη « εδώ ο λαός κυβερνά». Η αντιπαράθεση παίρνει τη μορφή αγώνα λόγων. Ο λόγος του Θηβαίου κήρυκα είναι κατ᾽ ουσίαν "ψόγος δημοκρατίας", ενώ ο λόγος του Θησέα είναι "ψόγος τυραννίδος και έπαινος δημοκρατίας". Ο αγώνας λόγων εξ’ ορισμού δεν αλλάζει τη δραματική κατάσταση από την οποία προήλθε, μόνο ο Θησέας  επισημαίνει ότι «Ο κήρυκας πρέπει να πει ό, τι πρέπει να πει  και να φύγει και άλλη φορά ο Κρέων μα μην ξαναστείλει φλύαρο κήρυκα». Ο κήρυκας λέει ότι ο Κρέων παραγγέλνει στον Θησέα να διώξει τον Άδραστο και να απαλλαγεί από τα μάγια της ικεσίας.

Ο Χορός των μητέρων νιώθει και είναι εξουθενωμένος για την απώλεια των παιδιών του. Οι εννιά αυτές γυναίκες (Άννα Γιαγκιώζη,Άνδρη Θεοδότου,Κόρα Καρβούνη, Τζίνη Παπαδοπούλου,Αγλαΐα Παππά,Μαρία Σαββίδου, Κωνσταντίνα Τάκαλου,
Τάνια Τρύπη,Νιόβη Χαραλάμπους) λένε ότι δεν φτάνει που πέθαναν οι γιοι τους, πρέπει να τους ατιμάσουν κιόλας.  Έτσι και εδώ οι Αθηναίοι αναγκάζονται να δώσουν μάχη με τους Θηβαίους. Ο Άγγελος( Ανδρέας Τσέλεπος) αναγγέλλει την νίκη, ενώ η Αίθρα και οι γυναίκες ανακουφίζονται και του ζητούν να διηγηθεί πώς έσωσε το τρόπαιο ο γιος του Αιγέα, για να το χαρούνε και εκείνες. Γίνεται μια τρομερή περιγραφή της μάχης. Ο Άδραστος ωστόσο επισημαίνει ότι «ένα πράγμα δε γίνεται αν το χάσουν οι θνητοί να το αποκτήσουν, τη ζωή τους» . Οι Αθηναίοι νίκησαν, ο Θησέας έφυγε μεγάλος στρατηλάτης και γύρισε μπαρουτοκαπνισμένος, όμως  περήφανος για το θάρρος που επέδειξε. Μιλά επαινετικά για όλους τους πολεμιστές και απολαμβάνει τον θρίαμβό του απέναντι στα μάτια του λαού του, των εχθρών του και βέβαια της μητέρας του.  Υπέροχη η ερμηνεία του Θησέα (Άκης Σακελλαρίου). Ο Χορός των ικέτιδων θρηνεί « παιδάκι μου  σε γέννησα, σ’ ανάθρεψα για να σε βρει συμφορά[…] Μάνα δεν είμαι, όχι πια!.» Θάβουν τους πολλούς νεκρούς στον Κιθαιρώνα, ενώ τα σώματα των νεκρών στρατηγών τα φέρνουν στην Ελευσίνα όπου και τους καίουν, προσφέροντάς τους τις πρέπουσες τιμές.

Η Ευάδνη(Κατερίνα Λούρα), ντυμένη το νυφικό της μέσα σε ένα οφηλικό παραλήρημα, ανεβαίνει σε ένα δέντρο, ορμά στη φωτιά και καίγεται μαζί με τον άνδρα της Καπανέα. «Είναι γλυκό να πεθαίνεις μαζί με όσους αγαπάς. Μέσα στη φλόγα θα σμίξω ξανά με τον άνδρα που αγάπησα.» Τραγικό πρόσωπο ο Ίφις ,ο πατέρας της( Θοδωρής Κατσαφάδος ), προσπαθεί να την μεταπείσει. « Τι λες; Δεν πρέπει να το κάνεις!»  Όταν πια και κοκκινίζει από τη φλόγα το δέντρο και πέφτει η Ευάδνη καμένη από την πυρά, ο Ίφις διαλαλεί ότι χάθηκε πια, ότι άδειασε η ζωή του και κλαίει έρημος πια. Εξαιρετική, σπαρακτική η ερμηνεία του. Ο θρήνος δεν είναι μόνο γυναικεία υπόθεση, αφορά και τον άντρα, τον πατέρα, το γιο.

Στο σημείο αυτό η παιδική χορωδία ΔΟΠΠΑΤ του Δήμου Ναυπλιέων και η παιδική χορωδία  του Πολιτιστικού Συλλόγου  « ο Καββαδίας» Λυγουριού υπό τη διεύθυνση του μαέστρου Γιάννη Νικολόπουλου τραγουδά από τις κερκίδες του πρώτου διαζώματος « Σου φέρνω τα οστά του παιδιού σου, τα οστά του πατέρα σου. Δεν έχω πατέρα ερήμωσε το σπίτι μου»   Η Αθηνά, από μηχανής θεός ,  (Αγλαΐα Παππά ) με απόλυτη σοβαρότητα και με κάθετο λόγο διευκρινίζει ότι δεν πρέπει να φύγουν οι Αργείοι χωρίς να ανταποδώσουν. Ο Άδραστος δεσμεύεται με όρκο ότι η πόλη του, το Άργος, ποτέ δεν θα βαδίσει εναντίον της Αθήνας. Μητέρες και παιδιά παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής με τις στάχτες των αγαπημένων τους.

Ένας μελοποιημένος πόνος, ένας σπαρακτικός θρήνος με μια εμπνευσμένη σκηνοθεσία, με λεπταίσθητους συμβολισμούς και ωραίες ερμηνείες.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ