Κριτική για την παράσταση "Καληνύχτα Μαργαρίτα"

Από την Βασιλική Μπαλούτσου

Το έργο «Καληνύχτα Μαργαρίτα» διαδραματίζεται σε μια επαρχιακή πόλη κατά τη Γερμανική Κατοχή. Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, φτώχεια, αντίσταση, δύσκολα χρόνια. Πρωταγωνιστεί μια οικογένεια μεγαλοαστών -η οικογένεια του «γιατρού»- , θείοι, αδέρφια, η μικρή ανιψιά, η μάνα, μια εκτεταμένη οικογένεια του 1943. Και η μικρή χαϊδεμένη κόρη, η νέα δασκάλα που μόλις αποφοίτησε από το Αρσάκειο. Ανύποπτη για τις δυσκολίες της ζωής, προστατευμένη από τον βάρβαρο πόλεμο, μέσα στην άγρια φωλιά του σπιτικού που μεγάλωσε.

Μια φωλιά με «αγκάθια», μια αγκάθινη φωλιά, που θαρρεί πως σπρώχνει τα πουλιά της μαλακά στον κόσμο, μα εκείνα είναι ήδη πληγιασμένα κι ανήμπορα να ζήσουν μόνα: «Κλείσε το παράθυρο», «Να μην μάθει τίποτα το παιδί», «Κρύψου Μαργαρίτα»,«Δεν θέλω πάρε-δώσε με τη γειτονιά», μη συνειδητοποιώντας ότι το χρυσό αυτό κλουβί αποστεώνει την ελευθερία της σκέψης, συνθλίβει και εξασθενεί τις προσωπικότητες και τις συνειδήσεις.

Οι συγκρούσεις και οι αντιφάσεις της μεγαλοαστικής οικογένειας τόσο μεταξύ τους, όσο και με τον υπόλοιπο κόσμο, οδηγούν τη νεαρή Μαργαρίτα σε ένα προδιαγεγραμμένο μέλλον. Ένας καλός γάμος, χρήμα, φήμη. Αυτά θα διαφυλάξουν το κύρος της οικογένειας, σε αυτά περιορίζεται ο κώδικας ηθικών αξιών. Η τιμή και η αξιοπρέπεια ορίζονται από ένα σιδερωμένο καλοραμμένο κουστούμι, ένα καπέλο με φτερά και λίγο λικέρ μέντα στο τραπέζι για τις γιορτές. Ο εκμαυλισμός των συνειδήσεων, ο υπαρκτός ανθρώπινος πόνος του διπλανού, ο θάνατος της πατρίδας, η καθημερινή αδικία, δεν αφορούν κανέναν. Μόνο να γλιτώσω το τομάρι μου, μόνο αυτό έχει σημασία.

Η μύησή της στην αντίσταση μοιάζει με απελευθέρωση για τη νεαρή Μαργαρίτα. Μια απελευθέρωση από τον ασφυκτικό κλοιό της οικογένειας, μια δική της κατάκτηση έτσι ώστε να αποκτήσει ρόλο και ταυτότητα, να οδηγήσει τη χώρα της κάπου όμορφα κι ελεύθερα, απιθώνει το σώμα της κουλουριασμένο στα χέρια της πατρίδας, στα χέρια του νεαρού που την κατήχησε, στα χέρια του θανάτου λίγο πριν την τελευταία Καληνύχτα, ίσως και στα χέρια της ίδιας τηςοικογένειάς της που τελικά την πρόδωσε.

Τα κουστούμια της παράστασης του Χρήστου Μπρούφα, μελετημένα και εναρμονισμένα με την ιστορική περίοδο της Κατοχής ντύνουν άρτιους χαρακτήρες και βοηθούν τους θεατές να τους ταυτίσουν με τον συγκεκριμένο ρόλο, την εποχή και τη διάθεση. Η ευρηματική σκηνοθεσία του Φώτη Μακρή απογείωσε την παράσταση. Η σκηνική δράση ήταν ακριβής, γεμάτη εκπλήξεις και ήταν αυτός ο δυναμισμός και η εφευρετικότητα της σκηνοθεσίας που άφησε χώρο στην ανάδειξη ολοκληρωμένων ρόλων και την ασταμάτητη ροή της πλοκής, ώστε να υπηρετηθεί εκφραστικά η σκηνοθετική πρόταση. Τα εκπληκτικά σκηνικά του Αντώνη Δαγκλίδη στήθηκαν με ιδιαίτερη λεπτομέρεια και εναλλάσσονταν διαρκώς κατά τη διάρκεια της παράστασης με παράλληλες δράσεις, συμμετέχει videoart, βαγόνια περνούν, τη μουσική και ηχητική υπόκρουση του Σταμάτη Κραουνάκη συνοδεύει ζωντανά ένας νέος ακορντεονίστας -ο Περικλής Σιούντας- επί σκηνής, οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου, οι σκιές, οι γωνίες, τα χρώματα, καθηλώνουν. Η αυλαία δεν κλείνει ποτέ κι έτσι ο ρυθμός είναι καταιγιστικός, ακόμη κι οι φροντιστές είναι χορογραφημένοι.

Οι ηθοποιοί είναι παντού, δυναμικές φιγούρες που γεμίζουν όλο το θέατρο, τα θεωρεία, τους διαδρόμους, βρίσκονται δίπλα σου, είσαι κι εσύ εκεί, θεατής αυτή της εποχής, μέσα σε αυτό το σπίτι, τα κάγκελα της φυλακής τα νιώθεις στην ψυχή σου, την πείνα και την απόγνωση τη νιώθεις στο στομάχι σου, τα φώτα της καταδίωξης πέφτουν από τους γερμανούς στρατιώτες πάνω σου διαρκώς, οι προκηρύξεις προσγειώνονται στα χέρια σου, οι πυροβολισμοί στα αυτιά σου είναι εκκωφαντικοί, ο καπνός του τρένου θολώνει τη σκηνή του σταθμού, το φιλί του άγουρου έρωτα είναι ζωντανό, διαρκεί και σε ησυχάζει, σου δίνει ελπίδα και συμμετέχεις κι εσύ, χειροκροτείς στη μέση της παράστασης, ο θάνατος ταρακουνά και τη δική σου ψυχή. Όλα χωρίς ανάσα.

Οι χαρακτήρες έχουν ηττηθεί από την κοινωνία ή παλεύουν να βρουν την ψυχή αυτής της χώρας, να μαστιγώσουν τις εγγενείς παθογένειες του συστήματος. Αυτά τα ξέφτια κλωστής του νήματος που ξετυλίγεται μανιασμένα στο τραπέζι της οικογένειας, κόκκινο σαν το αίμα, συμβολικά υφαίνουν μια νέα ζωή. Οι ήρωες είναι από σάρκα και αίμα. Θυμώνουν, φοβούνται, ελπίζουν, παραιτούνται, ντρέπονται, διεκδικούν. Η γλυκιά καλοκάγαθη κοπέλα που αποδόθηκε με αξιοσημείωτη φυσικότητα από τη νεαρή Κατερίνα Παπαδάκη μεταμορφώνεται σε ηρωίδα, απρόσμενα και τυχαία, μα καταφέρνει να βρει τον εαυτό της, απέκτησε αξία, θάρρος, αξιοπρέπεια. Άλλωστε, η ραχοκοκαλιά του έργου αναδεικνύει τις σχέσεις των ανθρώπων σε συνθήκες πολέμου, τη διαφθορά, την αποστροφή, τον αποκλεισμό, την εκμετάλλευση του διπλανού, τον αγώνα για επιβίωση και τελικά την ελπίδα για αλλαγή, το ένστικτό μιας άλλης ζωής.

Ακόμη κι ο στιβαρός πρωταγωνιστής, τον οποίο υποδύεται ο Γιώργος Νινιός πλέκει την προσωπικότητα του Περικλή, μεγαλογιατρού της εποχής και πατρόνα της οικογένειας με αυταρχική πατριαρχική επιβολή και αυστηρότητα, μα κι υποβόσκουσα ευαισθησία, κυριευμένος από τις συντηρητικές αξίες και τη διαφθορά, μα με φανερά ψήγματα αγάπης και υποστήριξης απέναντι στην οικογένειά του.

Αυτό το Καληνύχτα, ντε» που κλείνει την αυλαία το ξεστομίζει όρθια η Μαργαρίτα, δεν γέρνει στη σκηνή, δεν λυγίζει από τους πυροβολισμούς. Σαν ο θάνατος αυτός να σηματοδοτεί μια καινούρια αρχή. Η ταύτιση και η συγκίνηση είναι φανερή. Το κοινό ψιθυρίζει για τη σημερινή φτώχεια, αναγνωρίζει τα νήματα της «επιβεβλημένης» πραγματικότητας του σήμερα, βιώνει τη θυσία κι αναζητά την αντίσταση. Έχει ανάγκη για τη δική του «Καληνύχτα» σε ό,τι πονάει και λαχταρά μια αισιόδοξη «Καλημέρα» στο αύριο, τη ζωή, την ελπίδα, έξω από κλειστά παράθυρα.

Καθώς παρακουλουθούμε το δραματικό φινάλε, οι νότες πλημμυρίζουν τη σκηνή. Οι ηθοποιοί επιστρέφουν και τραγουδούν όλοι μαζί α-καπέλα το πανέμορφο γλυκόπικρο τραγούδι του δημιουργού Σταμάτη Κραουνάκη σε μια τέλεια ένωση ήχου και λόγου, κλείνοντας έτσι νοσταλγικά και μελωδικά την εξαιρετική αυτή παράσταση.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ