Κριτική για την παράσταση "Οι Τίποτα"

Από την θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Όπως κάθε χρόνο στα εννέα χρόνια λειτουργίας του, έτσι και φέτος το Διάχρονο Θέατρο Μ. Βιδάλη, ξεκινάει τη σεζόν με την παρουσίαση  ενός ολοκαίνουργιου νεοελληνικού έργου, αυτό του Αντώνη Σιμιτζή με τίτλο «ΟΙ ΤΙΠΟΤΑ» σε σκηνοθεσία Κώστα Μέρρα.

Τι γίνεται όταν η κρίση και οι ανατροπές που αυτή επιφέρει, κάνουν κάποιους νέους ανθρώπους, μια νεαρή γυναίκα και έναν μεγαλύτερο άνδρα, να βρεθούν χωρίς δουλειά και να φτάσουν σε σημείο να απαξιώσουν σε τέτοιο βαθμό τον εαυτό τους ώστε να αμφισβητήσουν και την αξία της ίδιας της ζωής;

Ωστόσο σε μια τέτοια κρίσιμη καμπή της ζωής τους αυτοί οι δύο βρέθηκαν μαζί και ο ένας αποτέλεσε στήριγμα για τον άλλο, χτίζοντας μια καθημερινότητα εκτός των καθιερωμένων και αποδεκτών κοινωνικών συμβάσεων, διάγοντας έναν περιθωριακό βίο, σε μια παράγκα στο δρόμο, με κούτες και σωρούς απορριμάτων. Η ένδυσή τους όπως και η διατροφή τους προέρχονται κατ’ αποκλειστικότητα από τα ευρήματά τους στα σκουπίδια.

Έχουν ξαναγραφεί έργα με παρακμιακούς ανθρώπους όπως το «Σε φιλώ στη μούρη» του Γιώργου Διαλεγμένου, όπου και πάλι δύο άτομα, ο Μήτσος και η Γλύκα, είναι ρακοσυλλέκτες που προσπαθούν να επιβιώσουν στο δρόμο ή τα «Σκουπίδια»,  το αριστούργημα του Γιάννη Ξανθούλη, ένα κείμενο με επιθεωρησιακή δομή,  που αφορά τα χαμένα θέλω μιας κοινωνίας, τα στραπατσαρισμένα συναισθήματα και τα ανεκπλήρωτα όνειρα. Ο χρόνος στον οποίο εκτυλίσσεται  η δράση είναι πάντα το σήμερα, με τον ξέφρενο ρυθμό του, την αποξένωση των ανθρώπων, τη μοναξιά.

Το ίδιο συμβαίνει και στο παρόν έργο του Αντώνη Σιμιτζή, όμως αυτό μιλά απευθείας στον σημερινό θεατή, με το λεξιλόγιο και τις πολιτικές και φιλοσοφικές, εντελώς επίκαιρες, ανησυχίες του.

Εκείνος, κάποτε λογιστής, και εκείνη, κάποτε δασκάλα. Αυτός με το καροτσάκι του σούπερ μάρκετ διατρέχει την πόλη  για να συλλέξει φαγώσιμα και ό, τι άλλο. Ξέρει πού πάει, όπως τα σκυλιά έχουν τα λημέρια τους για το φαγητό. «Μόνο οι πολιτικοί πάνε όπου  υπάρχει χρήμα». Αυτό το αχαλίνωτο κυνήγι του πλουτισμού και η διάβρωση του ανθρώπου γενικά, τους έχει οδηγήσει στο σημείο αυτοί οι δύο να είναι οι «Τίποτα». Ο Ευθύμης (Νίκος Χαλδαιάκης) με την πολιτική του ανάλυση, τη φιλοσοφική του προσέγγιση και την διεκδίκηση της ανεξαρτησίας του, μακριά από οποιαδήποτε ιδιοκτησία, οποιοδήποτε σύστημα ακόμα και Υγείας, μακριά από ΕΝΦΙΑ και άλλους, με εξουσιαστικό κυνισμό επινοημένους, φόρους υποδούλωσης των πολιτών, έχει επηρεάσει τη σκέψη της Ερίνας (Ρούλα Αντωνοπούλου), η οποία έχει σχεδόν ταυτιστεί με εκείνον μέχρι τη στιγμή που το σύστημα βρίσκει έναν πλάγιο τρόπο να παρεισφρήσει στη ζωή τους, μέσα από τη φυσική ανάγκη της γυναίκας για τεκνοποίηση. Εμφανίζεται μια διακριτική παρουσία. Μια ευγενική και πολύ πλούσια γυναίκα, κι αυτή πολύ μόνη της ( Φρέζη Μαχαίρα), η οποία κάνει μια  δελεαστική προσφορά στην Ερίνα.  Έτσι αυτοί οι τόσο ελεύθεροι άνθρωποι, που ξέφυγαν από το θάνατο και βρήκαν την ευτυχία μέσα σε κάτι που άλλοι θα ονόμαζαν εξαθλίωση, σ’ αυτό το χάρτινο παράπηγμα με κολλημένα εντός του τα ειδοποιητήρια «Πωλείται» και « Ενοικιάζεται», με γκράφιτι και την κραυγή alone πάνω στους χάρτινους τοίχους της παράγκας, αυτοί που μας είχαν πείσει ότι βρήκαν την ευτυχία, είναι αμφίβολο αν τελικά  θα μπορέσουν να αντισταθούν μέχρι το τέλος.

Η  παράσταση διανθίζεται από ζωντανά τραγούδια με τον Νίκο Χαλδαιάκη να παίζει τουμπερλέκι και να τραγουδά μαζί με τη Ρούλα Αντωνοπούλου.

Οι ηθοποιοί με την καθοδήγηση του κειμένου και τη σκηνική διδασκαλία του Κώστα Μέρρα, έφεραν την κρίση σε μια άλλη κλίμακα, για να μη θίξουν άμεσα το θεατή, αλλά να τον προβληματίσουν με τρόπο μπρεχτικό, ώστε να αλλάξει την πραγματικότητα που τον ενοχλεί. Έτσι τα τραγούδια δένουν θεματικά με το έργο και κρατούν στη σωστή απόσταση το θεατή , ο οποίος απολαμβάνει εξαιρετικές ερμηνείες.

Τον ωθεί να σκεφτεί ότι «όσα πιο πολλά έχει, τόσο περισσότερες είναι οι ανάγκες του», άρα καταναλώνει και ρυπαίνει και μέσα στα σκουπίδια πετά και την ίδια του τη ζωή εντέλει. Κάποτε ο Ευθύμης ρώτησε ένα γυφτόπουλο τι δουλειά κάνει ο πατέρας του και εκείνο απάντησε « Γύφτος!» Ο άνθρωπος δεν είναι το αξίωμά του και η θέση του.

« Η ζωή είναι ένα μυστήριο» λέει η Ερίνα, «το πώς και το γιατί μην το ψάχνεις!» Οι πλούσιοι κλέβουν και σε μια εποχή που οι άνθρωποι δεν είχαν λεφτά έκαναν ένα σωρό παιδιά. Τώρα όλα είναι διαφορετικά. Μιλούμε για το τέλος της οικογένειας. Πολλοί «κρατούν την οικογενειακή τους ηρεμία, ενώ το “κρυφοδίνουν”», όπως λέει ο Ευθύμης. Όλα πάνω σε μια σαθρή βάση συμφέροντος , πλουτισμού και υποκρισίας. Από το να είσαι « Δήθεν» καλύτερα να είσαι « Τίποτα», να φτάσεις εκεί από όπου ξεκίνησες τότε που το «τίποτα» που ήσουν ήταν ήδη κάτι, να ζεις χωρίς τίποτα  και να μη μπλέκεις  με την αλυσίδα του πολιτισμού, όπου οι άνθρωποι αλληλοσκοτώνονται για να επιβιώσουν.

Σε αυτή την πορεία είναι καλό να έχει κάποιος συντροφιά, αυτό είναι ο παράδεισος, ενώ η μοναξιά είναι η κόλαση. Ποιος μπόρεσε να αντισταθεί στο κατεστημένο, να μην τον συνθλίψει ο βράχος  του  Σίσυφου, να μη χάσει το δρόμο του και να μη βγάλει σπαρακτική κραυγή ζώου που το στραγγαλίζουν;

Εκπληκτική η ερμηνεία του Νίκου Χαλδαιάκη, σε όλες τις μεταβολές του ρόλου του, στην άρνηση του πολιτισμού, στη σπουπιδοθηρία του,  στην καταγγελτική φιλοσοφία του, στην εμμονή του με το σεξ ως επαναστατική πράξη, αναθεωρητική του συμβατικού και καταπιεστικού συστήματος, στο γλέντι, στη μοναξιά, στο σπαραγμό.

Η Ρούλα Αντωνοπούλου, είχε μια αξιοπρόσεκτη παρουσία, με κάποια πιο φωτισμένα σημεία. « Μια βασίλισσα που οι ανθρωποφάγοι της τρώνε τα παιδιά». Ωραία φωνή, με σωστή απόδοση δύσκολων τραγουδιών.

Η Φρέζη Μαχαίρα, καταλύτης σε αυτόν τον αγώνα επιβίωσης. Μια μορφή σταθερά αξιοπρεπής και δυναμική, που και εκείνη κάμπτεται, όταν αντιλαμβάνεται ότι οι επιλογές της τής στοίχισαν την ευτυχία της.

Ο Κώστας Μέρρας μπόρεσε να αναδείξει τη ζέουσα επικαιρικότητα του κειμένου του Αντώνη  Σιμιτζή, να το φέρει σε ένα επίπεδο που να προβληματίζει χωρίς να προκαλεί δυσφορία, οργανώνοντας τις σκηνές και την κίνηση των ηθοποιών με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρχει συνεχής δράση,  με ροή χωρίς άγχος, με μια φυσικότητα, σαν να βλέπει κάποιος τον εαυτό του στους δυο αυτούς «περιθωριακούς» ανθρώπους.

Σε αυτό συνετέλεσε βέβαια η σκηνογραφία της Ιωάννας Κατσιαβού, με υλικά από σκουπίδια, που μεταβάλλονται μέσα στο χρόνο και αποκτούν την αξία που τους δίνει κάθε φορά αυτός που τα χρησιμοποιεί. Τα κοστούμια ενδεικτικά της θέσης του καθενός, με κατάλληλα χρώματα σε επιτυχείς συνδυασμούς από αισθητικής πλευράς.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ