Κριτική για την παράσταση "Κυρία Κούλα"

Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Η "Κυρία Κούλα" του Μένη Κουμανταρέα είναι ένα δυνατό κείμενο, μια νουβέλα για το πώς η ζωή, η καθημερινότητα, η ρουτίνα, μπορούν να διαβρώσουν τον άνθρωπο, να του αφαιρέσουν το πάθος της ανατροπής, του έρωτα, να τον κάνουν απλά να περιοριστεί σε μια προβλέψιμη και χωρίς κανένα ενδιαφέρον καθημερινότητα: σπίτι, δουλειά, σπίτι, με όσες υποχρεώσεις αυτό συνεπάγεται που τον καθηλώνουν και του εξουδετερώνουν την ορμή της ζωής. Το κείμενο προσφέρεται για θεατρική διασκευή, κάτι που πολύ επιτυχημένα έκανε στη σκηνή η Νατάσσα Σίδερη.

Μια γυναίκα (Έλενα Μαρσίδου) γύρω στα σαράντα, παντρεμένη, με δύο κορούλες, που δουλεύει στην εφορία, παίρνει κάθε μέρα τον Ηλεκτρικό για να πάει από την Κηφισιά που είναι το σπίτι της, στο Μοναστηράκι όπου δουλεύει. Ζει μια ζωή με άνεση, παντρεμένη όχι από έρωτα, αλλά συμβατικά με έναν άνδρα που έχει γραφείο εισαγωγών και εξαγωγών δουλεύοντας συνέχεια.  Δεν κάνει σκέψεις για το αν ο άντρας της έχει εξωσυζυγική σχέση, αλλά και εκείνος δε δείχνει να ενδιαφέρεται όταν αυτή αργεί τα βράδια. Ζουν σε μια παγερή αδιαφορία.  Οι δυο κόρες τους, δέκα και δεκατριών χρονών, δείχνουν να ζουν σε άλλο μήκος κύματος από το δικό της. Έτσι δεν μοιράζονται πολλές κοινές εμπειρίες ώστε να μη νιώθουν αποξενωμένες. Κάθε μέρα στην ίδια πάντα διαδρομή συναντά έναν νεαρό, τον Μίμη (Βασίλη Τριανταφύλλου), περίπου είκοσι χρονών. Τα βλέμματά τους διασταυρώνονται σταθερά, και μετά αρχίζουν οι πρώτες κουβέντες για να καταλήξουν στην γκαρσονιέρα που διατηρεί εκείνος στον Άγιο Νικόλαο.  Η ιδέα και μόνο της γκαρσονιέρας, του χώρου που ίσως να έφερνε και άλλες κοπέλες, αποτρέπει την Κούλα, που όμως η ανάγκη της είναι τέτοια ώστε τελικά ενδίδει.

Η Κούλα είναι εγκλωβισμένη σε έναν γάμο, που δεν διανοείται να διακόψει και ο Μίμης για δικούς του λόγους, που έχουν να κάνουν με τα βιώματά του συνάπτει ερωτικές σχέσεις με μεγαλύτερες γυναίκες. Δυο αδιέξοδα συναντήθηκαν για να αποκαλύψουν ένα μεγαλύτερο κοινωνικό. Δικαίως ο Μένης Κουμανταρέας έχει χαρακτηριστεί «ο υμνητής των νικημένων».  Δυο κόσμοι συναντιούνται, και οι δυο ματαιωμένοι στην πορεία τους. Εκείνη βολεμένη,  στρογγυλοκάθεται σε μια αδιάφορη σχέση,  σε ένα σαθρό οικογενειακό θρόνο, χωρίς να κατανοεί πόσο αυτό την αρρωσταίνει  και εκείνος καίγεται σε ληξιπρόθεσμες  σχέσεις με μεγαλύτερες γυναίκες , βάζοντας τον εαυτό του σε θέση ζιγκολό, ευνουχίζοντας τη νεανική του ανατροπή και το επαναστατικό πνεύμα για έναν καλύτερο κόσμο.

Και οι δυο αναζητούν ένα σημείο να πιαστούν. Έτσι το λιτό αλλά ιδιαίτερο σκηνικό της Μαντώς Ψυχουντάκη με τα χερούλια, τις λαβές του τρένου να κρέμονται από την οροφή, πέρα από το γεγονός ότι παραπέμπουν στο σημείο συνάντησης του «ζευγαριού», το βαγόνι ενός τρένου, αποτελούν όμως και αναφορά σε μια απελπισμένη αναζήτηση μιας σανίδας σωτηρίας, ίσως και σε μικρές κρεμάλες. Ίσως να προμηνύουν ένα μακάβριο τέλος για την κοινωνία και τον άνθρωπο.

Η σκηνοθεσία του Γρηγόρη Καραντινάκη ουσιαστική σε ένα κείμενο με πολλές προεκτάσεις, με λιτά μέσα, οργανώνει τη δράση στο τρένο, στο καπηλειό και στην γκαρσονιέρα και σε αυτό βοηθά πολύ η κινησιολογική μελέτη της Μαργαρίτας Τρίκκα  που βάζει από την αρχή τα σημεία των ρόλων και φροντίζει με λεπτομέρεια τις κινήσεις τους σε όλες τις φάσεις.

Ο Μίμης βάζει το παντελόνι του, είναι λίγο «χύμα», ντύνεται για να βγει και συναντιέται στο τρένο με την Κούλα, μια γυναίκα που ενδυματολογικά και μόνο είναι πολύ μακριά από τη δική του νοοτροπία. Ο ένας επεξεργάζεται τον άλλο. Οι διερευνητικές κινήσεις στο τρένο είναι μελετημένες ώστε κάπως να αρχίσουν να πλησιάζονται. Εκείνη όταν τον βλέπει να μιλά σε μια νεαρή κοπέλα ζηλεύει εσωτερικά, λες και έχουν σχέση. Έχει από την αρχή την ανάγκη να εμπλακεί σε μια ιστορία, την οποία πλάθει με το μυαλό της. Η Έλενα Μαρσίδου  είναι μια συγκλονιστική Κούλα . Η στάση του σώματος, η κίνηση πάντα προσεγμένη, ελεγμένη, το σφιχτό κράτημα της τσάντα μέσα στο τρένο, πάντα σε αντιδιαστολή με το βλέμμα που ξεφεύγει και ακολουθεί τη διήγηση. Είναι προστατευτική σαν μητέρα όταν αυτός κρυολογεί. Μιλώντας για τις οικογένειές τους ο Μίμης (Βασίλης Τριανταφύλλου) καταθέτει την αδυναμία του να επικοινωνήσει με τον συντηρητικό και δεξιό πατέρα του. Τη ρωτά για τον άνδρα της και αρνείται να τη συναντήσει στο σπίτι της που αυτή τον προσκαλεί  και της προτείνει να βρεθούν κάπου αλλού έξω μόνοι τους. Το κείμενο είναι εξαιρετικό, καθώς δείχνει την εμπλοκή αυτής της γυναίκας δειλά-δειλά σε μια σχέση στην οποία διολισθαίνει χωρίς να το πολυσκεφτεί. Σαν ο μέσα εαυτός της να αναζητά ένα χαμένο ή κλεμμένο μερίδιο.  Ακούει να της λέει ότι τα μάτια της είναι «ασυνήθιστα νέα, ζωντανά» και αφήνεται να την παρασύρει σε ένα σύμπαν εντελώς ξένο για εκείνη, ένα σύμπαν που αρχικά πολεμά, αλλά μετά αυτή η σιδηρά κυρία, του παρθεναγωγείου, λυγίζει όχι σαν θύμα που το βιάζουν, αλλά σαν στρείδι που το ανοίγουν, σαν αγκινάρα που τη ξεφλουδίζουν. Απανωτά τα σοκ και οι αντιδράσεις που κάμπτονται.

Τεράστια η μοναξιά, η συζυγική αδιαφορία και εγκατάλειψη, η καθηκοντολογία, η δουλεία της δουλειάς. Όταν πια κλείνουν δυο μήνες σχέση, που η Κούλα το υπολογίζει βάσει των εκκρεμοτήτων και υποχρεώσεων της δουλειάς της, και το ανακοινώνει περιχαρής στον Μίμη, εκείνος, ξαφνικά, πρώτη φορά γίνεται επιθετικός και  ξεσκεπάζει το δικό του τραύμα- πρόβλημα,  που συνδέεται με τον πατέρα που θυμόταν τα γενέθλια της μάνας του σύμφωνα με τους ισολογισμούς στη δουλειά και έβαζε το ραντεβού με την γκόμενα στα ραντεβού με τους πελάτες. Μια παρόμοια κόπια και ο αδελφός του. Υποκρισία. Ένα θυμωμένο παιδί, ο Μίμης, που νοσταλγούσε τα παραμύθια που του διηγούνταν η γιαγιά, και εκδικούνταν ένα σαθρό σύστημα βουτηγμένο στην υποκρισία. Πληγωμένοι άνθρωποι βρέθηκαν ο ένας να γλείφει για λίγο τις πληγές του άλλου. Ο Μίμης στις σχέσεις αυτές ψάχνει καθώς λέει  «να βρει κάτι που να τον ξεπερνά». Θύματα των γονιών, του εαυτού τους, των κοινωνικών δεσμεύσεων, τη πολιτικής δημαγωγίας, καθώς ακούεται η φωνή του Ανδρέα Παπανδρέου με το κάλεσμά του στο λαό της Αθήνας για την αλλαγή που θα μείνει στην ιστορία, και αυθόρμητα γίνεται η σκέψη για την τραγική οικονομική και κοινωνική εξέλιξη. Καθένας θα πρέπει να συνεχίσει μόνος του και να διαχειριστεί την τραγική του Οδύσσεια.

Η μουσική του Νίκου Πλατύραχου, αλλά και η μουσικές επιλογές του σκηνοθέτη Γρηγόρη Καραντινάκη υποστήριξαν λειτουργικά την εξέλιξη του έργου.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ