Κριτική για την παράσταση "Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου"

Από τη θεατρολόγο Ραφαέλα Χαμπίπη

Όπως και σε έναν επαγωγικό συλλογισμό, έτσι και πολλές ιστορίες είναι υπερβολικά συγκεκριμένες και ξεχωριστές η μία με την άλλη, αλλά καταλήγουν σε ένα γενικό καθολικό συμπέρασμα που αφορά. Έτσι και με τη θεατρική παράσταση “Ποιος Σκότωσε τον Πατέρα μου”, του Εντουάρ Λουί (λογοτεχνικό κείμενο), όλοι οι ξεχωριστοί άνθρωποι με τις διαφορετικές ζωές και εμπειρίες, ενοποιούνται σε ένα κοινό συμπέρασμα. Πρόκειται για μία παράσταση που μας αφορά όλους. Τουλάχιστον τους περισσότερους από εμάς.

Ένας γιος προσπαθεί να καταλάβει τον πατέρα του αλλά και την ίδια την κοινωνία που τον περιβάλλει πραγματοποιώντας μία φανταστική συζήτηση και εκφράζοντας όσα έχει μέσα του σε ένα κουβάρι από μικρό παιδί. Ως ενήλικας ξεκινά να το ξετυλίγει, να κατακρίνει, να δικαιολογεί, να συγχωρεί και εν τέλει να συνειδητοποιεί πως κάποια πράγματα είναι πολύ μεγαλύτερα εκείνον. Πως η ιστορία του, η ιστορία του πατέρα του, δεν ήταν ένα ξέχωρο παράδειγμα αλλά ένα ενδεικτικό κομμάτι ενός μεγάλου παζλ. Συμφιλιώνεται με το παρελθόν του λίγο πριν παλέψει με το παρόν.

Με πρώτη ύλη μία αφοπλιστικά συγκινητική εξομολόγηση, οι δύο ερμηνευτές (Γιώργος Κισσανδράκης, Διονύσης Μακρής) αφουγκράζονται ολοκληρωτικά, ενσαρκώνουν, σωματοποιούν και μεταδίδουν τον πόνο, τη βία, την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα και με απίστευτη εκφραστικότητα την ανακουφιστική απελευθέρωση. Επιτυγχάνουν με άριστο αλλά και ευχάριστο συγχρονισμό και επικοινωνία να αποδώσουν την εναλλαγή των προσώπων της αφήγησης - αν και μαρτυράται μία κατανοητή άνεση στις βασικές τους διανομές.

Ο σκηνικός χωροχρόνος επιτυγχάνται εύστοχα με μία ισορροπία της σκηνικής δράσης, η οποία είναι μοιρασμένη σε δύο μέρη - την κρεβατοκάμαρα και την κουζίνα - τα οποία αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα της αφήγησης χωρίς όμως να λειτουργούν περιοριστικά με αυστηρή οριοθέτηση, απελευθερώνοντας έτσι τη ροή. Τα σκηνικά αντικείμενα χρησιμεύουν καθοριστικά στη δράση και νοηματοδοτούν την εξέλιξη των προσώπων. Οι ηθοποιοί δε τα χρησιμοποιούν διεκπαιρεωτικά αλλά αλλά αντιλαμβάνονται την βαρύτητά τους.

Ταυτόχρονα την παράσταση ντύνει η μουσική επιλογή, δεν πρωταγωνιστεί αλλά συμβάλλει στην κορύφωση, ανακούφιση, λύτρωση δίνοντας ένα απαραίτητο πρόσημο που υπονοείται εξ αρχής αλλά εκδηλώνεται με σύγχρονο τρόπο την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας μία καλλιτεχμική διάσταση άλλης όψεως αλλά και την ανάλογη ευκαιρία στους ηθοποιούς να αναδείξουν για άλλη μια φορά την κινησιολογία.

Ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, η παράσταση καταφέρνει να προκαλέσει όλων των ειδών συναισθήματα με ακεραιότητα και λεπτούς χειρισμούς, ενώ η επιτυγχάνεται η μαζική απέυθυνση και η αφύπνιση της μνήμης και συνείδησης σε κάθε της πτυχή. Η παράσταση λοιπόν ταρακουνά αυτούς τους “σχεδόν όλους” που ως ποικιλόμορφη πλειοψηφία σκοτώνονται καθημερινά και διαχρονικά, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Μέχρι να συμφιλιωθούν με το παρελθόν και μεταξύ τους και να κάνουν όπως θα έλεγε και ο πατέρας “μία γερή επανάσταση”.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ