Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου

Αρχείο Παίχτηκε από 29/04/2023 έως 30/04/2023
στο Πλύφα
Διάρκεια: 95’
Κείμενο: Εντουάρ Λουί
Μετάφραση: Στέλα Ζουμπουλάκη
Δραματουργία: Ιζαμπέλα Κωνσταντινίδου – Χρήστος Θεοδωρίδης
Σκηνοθέτης: Χρήστος Θεοδωρίδης
Σκηνογραφία: Τίνα Τζόκα
Κοστούμια: Τίνα Τζόκα
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας
Μουσική: Χρήστος Θεοδωρίδης (επιμέλεια)
Χορογραφία: Ξένια Θεμελή
Ερμηνεύουν: Γιώργος Κισσανδράκης, Διονύσης (Ντένης) Μακρής

Περιγραφή

Μετά από έναν ακόμα επιτυχημένο κύκλο 18 παραστάσεων (9 Μαρτίου-8 Απριλίου) και λόγω του αυξημένου ενδιαφέροντος του κοινού, το πολιτικά αιχμηρό και εξαιρετικά επίκαιρο έργο του Εντουάρ Λουί, «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου», επιστρέφει στο ΠΛΥΦΑ για 2 επιπλέον παραστάσεις, το Σάββατο 29 και την Κυριακή 30 Απριλίου στις 21:00. Η παράσταση της Ορχήστρας των Μικρών Πραγμάτων σε σκηνοθεσία Χρήστου Θεοδωρίδη επανέρχεται έναν, σχεδόν, μήνα πριν τις εκλογές, για να μας θυμίσει ότι η πολιτική δεν είναι «ζήτημα αισθητικής» αλλά «ζήτημα ζωής και θανάτου»

Περισσότερα

«Κάθε μέρα, όταν πλησίαζα στον δρόμο μας, σκεφτόμουν το αυτοκίνητό σου και ευχόμουν από μέσα μου: κάνε να μην είναι εκεί, κάνε να μην είναι εκεί, κάνε να μην είναι εκεί.»

Το αυτοβιογραφικό «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου» είναι το τρίτο βιβλίο του Εντουάρ Λουί, το οποίο κυκλοφόρησε το 2018 - στην Ελλάδα το 2020 από τις Εκδόσεις Αντίποδες - και αφηγείται την ιστορία της ζωής του πατέρα του μέσα από την οδυνηρή σχέση μαζί του, σε μια συνθήκη βίαιη και για τους δύο, καθώς «ο πατέρας στερείται τη δυνατότητα να αφηγηθεί την ίδια του τη ζωή και ο γιος θα ήθελε μια απάντηση που δεν θα λάβει ποτέ.» Εκτός, όμως, από μια προσωπική και συγκλονιστικά αληθινή εξομολόγηση, μέσα από την οποία ο συγγραφέας προσπαθεί να επαναπροσεγγίσει, να κατανοήσει και τελικά να συγχωρέσει τον πατέρα του, το έργο είναι ένα αμείλικτο «κατηγορώ» στις κυβερνήσεις και την κυρίαρχη πολιτική που για τους έχοντες είναι «ζήτημα αισθητικής», ενώ για τους μη έχοντες «ζήτημα ζωής και θανάτου».

«Είμαστε αυτό που δεν κάναμε, επειδή ο κόσμος ή η κοινωνία μας εμπόδισαν.»

Δύο αεικίνητοι ηθοποιοί επί σκηνής, ο Γιώργος Κισσανδράκης και ο Διονύσης (Ντένης) Μακρής, ξεκινούν την ιστορία στο εδώ και τώρα, δανείζονται τη ματιά ανθρώπων που τη βίωσαν, μπαίνουν μέσα στα περιστατικά και προσπαθούν να ανασυγκροτήσουν τις εικόνες, ταξιδεύοντας σε αναμνήσεις από όσα συνέβησαν, όσα δεν συνέβησαν και όσα θα μπορούσαν να συμβούν. Βουτώντας στις μνήμες, έρχονται αντιμέτωποι με την ανάγκη αποδοχής, με τη σεξουαλικότητα και τη βία, με το ειδικό που γίνεται γενικό, με το προσωπικό που οδηγεί στο κοινωνικό και την πολιτική που μας αφορά προσωπικά.

«[…] τίποτα δεν ήταν πια βίαιο, γιατί τη βία δεν την ονόμαζες βία, την ονόμαζες ζωή, δεν την ονόμαζες, ήταν εκεί, ήταν.»

Φωτογραφίες - Video: Αναστασία Γιαννάκη

Γραφιστικός σχεδιασμός: Dazno

Οργάνωση παραγωγής: Άννα Τιαγκουνίδου

Επικοινωνία: Λία Κεσοπούλου

Παραγωγή: Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων

Η παράσταση έχει επιχορηγηθεί από το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού.

Facebook event παράστασης: https://fb.me/e/2n2WBGYAQ

Facebook page/Η Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων: https://www.facebook.com/OrchestraTwnMikrwnPragmatwnLittleThingsOrchestra

Instagram / Η Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων: https://www.instagram.com/__littlethingsorchestra/

Facebook page / ΠΛΥΦΑ: https://www.facebook.com/plyfa.space

Instagram / ΠΛΥΦΑ: https://www.instagram.com/plyfa.space/

Φωτογραφίες

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Από τη θεατρολόγο Ραφαέλα Χαμπίπη

    Όπως και σε έναν επαγωγικό συλλογισμό, έτσι και πολλές ιστορίες είναι υπερβολικά συγκεκριμένες και ξεχωριστές η μία με την άλλη, αλλά καταλήγουν σε ένα γενικό καθολικό συμπέρασμα που αφορά. Έτσι και με τη θεατρική παράσταση “Ποιος Σκότωσε τον Πατέρα μου”, του Εντουάρ Λουί (λογοτεχνικό κείμενο), όλοι οι ξεχωριστοί άνθρωποι με τις διαφορετικές ζωές και εμπειρίες, ενοποιούνται σε ένα κοινό συμπέρασμα. Πρόκειται για μία παράσταση που μας αφορά όλους. Τουλάχιστον τους περισσότερους από εμάς.

    Ένας γιος προσπαθεί να καταλάβει τον πατέρα του αλλά και την ίδια την κοινωνία που τον περιβάλλει πραγματοποιώντας μία φανταστική συζήτηση και εκφράζοντας όσα έχει μέσα του σε ένα κουβάρι από μικρό παιδί. Ως ενήλικας ξεκινά να το ξετυλίγει, να κατακρίνει, να δικαιολογεί, να συγχωρεί και εν τέλει να συνειδητοποιεί πως κάποια πράγματα είναι πολύ μεγαλύτερα εκείνον. Πως η ιστορία του, η ιστορία του πατέρα του, δεν ήταν ένα ξέχωρο παράδειγμα αλλά ένα ενδεικτικό κομμάτι ενός μεγάλου παζλ. Συμφιλιώνεται με το παρελθόν του λίγο πριν παλέψει με το παρόν.

    Με πρώτη ύλη μία αφοπλιστικά συγκινητική εξομολόγηση, οι δύο ερμηνευτές (Γιώργος Κισσανδράκης, Διονύσης Μακρής) αφουγκράζονται ολοκληρωτικά, ενσαρκώνουν, σωματοποιούν και μεταδίδουν τον πόνο, τη βία, την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα και με απίστευτη εκφραστικότητα την ανακουφιστική απελευθέρωση. Επιτυγχάνουν με άριστο αλλά και ευχάριστο συγχρονισμό και επικοινωνία να αποδώσουν την εναλλαγή των προσώπων της αφήγησης - αν και μαρτυράται μία κατανοητή άνεση στις βασικές τους διανομές.

    Ο σκηνικός χωροχρόνος επιτυγχάνται εύστοχα με μία ισορροπία της σκηνικής δράσης, η οποία είναι μοιρασμένη σε δύο μέρη - την κρεβατοκάμαρα και την κουζίνα - τα οποία αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα της αφήγησης χωρίς όμως να λειτουργούν περιοριστικά με αυστηρή οριοθέτηση, απελευθερώνοντας έτσι τη ροή. Τα σκηνικά αντικείμενα χρησιμεύουν καθοριστικά στη δράση και νοηματοδοτούν την εξέλιξη των προσώπων. Οι ηθοποιοί δε τα χρησιμοποιούν διεκπαιρεωτικά αλλά αλλά αντιλαμβάνονται την βαρύτητά τους.

    Ταυτόχρονα την παράσταση ντύνει η μουσική επιλογή, δεν πρωταγωνιστεί αλλά συμβάλλει στην κορύφωση, ανακούφιση, λύτρωση δίνοντας ένα απαραίτητο πρόσημο που υπονοείται εξ αρχής αλλά εκδηλώνεται με σύγχρονο τρόπο την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας μία καλλιτεχμική διάσταση άλλης όψεως αλλά και την ανάλογη ευκαιρία στους ηθοποιούς να αναδείξουν για άλλη μια φορά την κινησιολογία.

    Ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, η παράσταση καταφέρνει να προκαλέσει όλων των ειδών συναισθήματα με ακεραιότητα και λεπτούς χειρισμούς, ενώ η επιτυγχάνεται η μαζική απέυθυνση και η αφύπνιση της μνήμης και συνείδησης σε κάθε της πτυχή. Η παράσταση λοιπόν ταρακουνά αυτούς τους “σχεδόν όλους” που ως ποικιλόμορφη πλειοψηφία σκοτώνονται καθημερινά και διαχρονικά, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Μέχρι να συμφιλιωθούν με το παρελθόν και μεταξύ τους και να κάνουν όπως θα έλεγε και ο πατέρας “μία γερή επανάσταση”.