Κριτική για την παράσταση "Το ποδήλατο της ωραίας Ελένης"

Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

Το έργο αυτό παίχτηκε στο θέατρο Παραμυθίας και αγκαλιάστηκε από το κοινό. Διεκόπη λόγω της λήψης μέτρων για τον κορονοϊό και ακολούθως η σκηνοθέτης και ηθοποιός Μαρία Μαραγκουδάκη καταπιάστηκε με το έργο «Nastasya» του Θανάση Τριαρίδη, σε σκηνοθεσία δική της και ερμηνεία της ίδιας και της Ειρήνης Κουτρουμάνου. Η καραντίνα μας στέρησε τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε τη «Nastasya».
Ανυπομονούμε όλοι να ξεπεραστεί αυτή η λαίλαπα και να δοθεί πάλι η χαρά της δημιουργίας στους ηθοποιούς και αντιστοίχως η απόλαυση της θέασης στους θεατές.

Το ποδήλατο της Ωραίας Ελένης, είναι ένα ερωτικό θρίλερ της Αλμπέρτας Τσοπανάκη με πολλές αναφορές και υπαινιγμούς για σκέψη. Η πορεία του ανθρώπου μέσα σε μια δυστοπική πραγματικότητα θανάτων και μοναξιάς. Καμιά σωτηρία και καμιά διαφυγή δεν προτείνεται από συγγραφέα και σκηνοθέτη.

Την πυροβόλησε με σιγαστήρα. Ο σιγαστήρας δεν είναι αθόρυβος, απλά παράγει έναν χαμηλότερης έντασης κρότο. Κανένας δεν μπόρεσε να περιγράψει την ιστορία της ωραίας Ελένης με το ποδήλατο. «Κι όμως ο κόσμος πιστεύει ότι είναι μια στυγερή δολοφόνος» «Αυτό πάει να πει παραπληροφόρηση της κοινής γνώμης. Η ενοχή και η αθωότητα έχουν να κάνουν με τη στιγμή, την πρόθεση και τη σύλληψη. Όμως η στιγμή αλλάζει , η πρόθεση τροποποιείται και η σύλληψη ανατρέπεται. Άρα όλα περιστρέφονται γύρω από την έννοια της ασάφειας. Πώς μπορεί να αποφανθεί κάποιος για μια υπόθεση φτάνοντας στην σωστή ετυμηγορία και αποφασίζοντας για την τιμωρία μιας πράξης; «Και όμως καταδικάστηκα. Με καταδίκασαν να πίνω εμφιαλωμένο νερό σε όλη τη ζωή μου, με καταδίκασαν να φοράω μπλου τζιν, να πλένω τα δόντια μου, να φοράω σερβιέτες, να τρέφομαι με επικίνδυνες τροφές».

Η Ωραία Ελένη της ιστορίας είχε τρία κακά: το ένα ότι πίστευε πως ήταν ωραία, το άλλο ότι την έλεγαν Ελένη και το τρίτο ότι είχε ποδήλατο. Ήταν λοιπόν αναπόφευκτο να συναντήσει τη μοίρα της γιατί το ρητό το λέει μπροστά σε ένα κακό μύρια έπονται, πόσο μάλλον όταν τα κακά είναι τρία. Έτσι λοιπόν ένα βράδυ όταν έπαιρνε το δείπνο της με τον πολυεκατομμυριούχο σύζυγό της Έρνεστ, μεγαλύτερό της κατά 63 χρόνια σε εκείνο το εκπληκτικό ρεστοράν στο Μπουένος Άιρες, με τα λουλούδια, τα σιντριβάνια και τα βιολιά που έπαιζαν όλη τη νύχτα, γιόρταζε τα γενέθλιά της και ενώ περίμενε να λάβει μέσα σε ένα κόκκινο κουτί το συμβόλαιο της έπαυλης που του έχει ζητήσει, αντί αυτού λαμβάνει το κουτί με το εισιτήριό της για να επιστρέψει στην Ελλάδα μετά από έντεκα χρόνια γάμου, ενώ εκείνος της ανακοινώνει ότι είναι ερωτευμένος με την δεκαοκτάχρονη απαστράπτουσα εξωτική καλλονή Γιουγιού με την οποία θα γιορτάσει τους αρραβώνες τους στην έπαυλη που είχε ξετρελάνει την Ελένη. Επίσης της ανακοινώνει ότι σε πέντε μήνες θα γινόταν πατέρας από τη Γιουγιού.

Η Ελένη γυρνά στην Ελλάδα με την πρόθεση να τον εκδικηθεί: «Σκατόγερε, Έρνεστ, απολειφάδι, ξεκουτιασμένο σκέλεθρο δεν είμαι εγώ από τις γυναίκες που τις πετούν έτσι!» «Κι όμως από εκείνες ήταν» ακούγεται αντιστικτικά ο άντρας (Βαγγέλης Ξημεράκης ), που τη συνοδεύει στη σκηνή σε μιαν αρχική ακινησία που μόνο το λόγο αναδεικνύει. Και το «απολειφάδι», το «ξεκουτιασμένο σκέλεθρο» έδωσε δεξίωση στην έπαυλή του με την απαστράπτουσα καινούργια σύντροφό του, την «υπερκαλλονή» Γιουγιού. Το περιβάλλον τον υποδέχεται σε μια καινούργια πραγματικότητα. «Να τα χιλιάσεις Έρνεστ!» Ένα κοινωνικό περιβάλλον που κολακεύει, που εύκολα προσαρμόζεται όπου κληθεί για να επιβιώσει.

Η διήγηση και η ανάδειξη του λόγου δημιουργεί την αποκρουστική εικόνα μιας δήθεν κοινωνίας και μιας περσόνας, που πληγωμένη, πληγώνει κατά συρροή τα επόμενα θύματά της.

«Το ποδήλατο που μου αγόρασες μπαμπά είναι ωραίο αλλά όλο ταξιδεύω. Αν έδινες λίγα δολάρια παραπάνω θα έπιαναν καλύτερα τα φρένα του, παραλίγο να πέσω πάνω στον κύριο αυτόν, δεν τον σκότωσα εγώ, πεθαμένο τον βρήκα με τα μάτια ορθάνοικτα να κοιτούν τον ουρανό. Προκαλεί ατύχημα και δε θυμάται πώς». Ο πίσω από εκείνη, το κοινό, ο θεατής, γνωρίζει καλύτερα τα γεγονότα, μπορεί καλύτερα να τα περιγράψει γιατί ακριβώς είναι θεατής. Ο άνθρωπος δεν πέθανε αφού έχει και άλλες ζωές σύμφωνα με τις θεωρίες και τα δόγματα. Μια οπωσδήποτε, σύμφωνα με την ορθοδοξία και πολλές περισσότερες σύμφωνα με άλλες θρησκείες, όποτε εκείνη τους συμβουλεύει να μην τον θάψουν παρά να τον κάψουν καλύτερα και να σκορπίσουν την στάχτη του σε μια απέραντη βαθυγάλαζη θάλασσα και γρήγορα γιατί το πτώμα βρωμάει και είναι ανυπόφορη η μυρωδιά. «Φαίνεται, από το μέτωπό του, καλός άνθρωπος. Ήταν δημόσιος υπάλληλος, στην επόμενη ζωή του όμως θα γίνει πουλί, να το θυμάστε, και θα πετάει, αρκεί να καταφέρει να μπει στη λίστα των πτηνών. Αν καταφέρεις να γίνεις πτηνό μετά δε σε κουνάει τίποτα. Μια ζωή θα πετάς ψηλά στους αιθέρες». Αυτή η κοινωνία είναι γεμάτη βλάκες. Ένας θεός ξέρει από τι πέρασε για να φτάσει έως εδώ και «αυτός ο ηλίθιος παραλίγο να της χρεώσει έναν φόνο εξ΄αμελείας». Μια κοινωνία που γέμισε από ηλίθιους και ανίκανους. Ένας πατέρας με τη λάθος εκπαίδευση, το λάθος ποδήλατο, ατυχήματα, ή εγκλήματα κατά συρροή, απόρροια όλων των παιδικών και των μετέπειτα εμπειριών.

Αίφνης βλέπει ένα σαλιγκάρι στη μέση του δρόμου! « Πού πας βρε γυμνοσάλιαγκα ; Θα σε πατήσουν! Κάτσε να σε βάλω σε κανένα δέντρο». Το σαλιγκάρι τη γαργαλάει. «Φύγε βρωμοκόλακα! Δεν έχω ανάγκη τα σάλια σου, έχω αρκετή αυτοπεποίθηση.

«Το Δίκαιο είναι μια υπόθεση σχετική, όπως και οι νόμοι. Ήξεις αφήξεις». Μια σχετικότητα που αφήνει τον άνθρωπο ξεκρέμαστο και απροστάτευτο. Έτσι γίνεται με τα μικρά προσωπικά και ατιμώρητα εγκλήματα.

Θέλει ένα δωμάτιο με ντουζιέρα. Θέλει να πλύνει το φόρεμα που λερώθηκε καθώς έπεσε στα περιττώματα ενός σκύλου, στο πάρκο. Ζητά και ένα πιάτο για να βάλει πάνω το σαλιγκάρι της. Δεν θέλει να το βάλει στο χρηματοκιβώτιο γιατί φοβάται μη και το σαλιγκάρι της πεθάνει από ασφυξία. Παραγγέλνει κρασί και άρωμα για να απαλλαγεί από τη δυσοσμία . Και ο σαλίγκαρος βρωμάει. «Αν έχεις λεφτά βρωμοσαλίγκαρε, μπορείς να είσαι χωμένος μέσα στα σκατά και να μυρίζεις κολόνια.» Πόσοι τέτοιοι βρωμιάρηδες μέσα και έξω καλύπτουν με τη χλιδή και τα αρώματα την εσωτερική τους γλίτσα και σαπίλα.

«Κύριε μπορώ να σας φωνάζω Έρνεστ; Μιλήστε μου για εσάς. Όλοι οι άντρες το ίδιο όνομα, όλες οι γυναίκες το ίδιο όνομα. Η ψυχή και η συνείδηση εξαγοράζονται με ένα κόκκινο κραγιόν αρκεί να μπορεί να γράφει πάνω στον τοίχο τη λέξη σωτηρία». «Ο κόσμος γέμισε από φιλοσόφους της φασολάδας». Η σκηνή ανάμεσα στους δυο, Μαρία Μαραγκουδάκη και Βαγγέλη Ξημεράκη, αποδίδει το χάος και τη βιαιότητα των σχέσεων των δυο φίλων.

Η ηρωίδα στην θάλασσα, κάτω από ένα αλμυρίκι, που εκείνη ονομάζει πεύκο, ζητά από ένα νεαρό να την αλείψει με αντηλιακό. Δεν ακουμπιούνται, όσο εκείνη θαυμάζει τα βελούδινά του χέρια και αναρωτιέται αν είναι πιανίστας ή συγγραφέας ή ασπριτζής. Το πέτυχε. Φαντάζεται την ηδονή που θα αισθάνονται οι τοίχοι που τους αγγίζουν τέτοια χέρια. Δε θέλει να ξέρει το πραγματικό του όνομα. Θα τον φωνάζει Έρνεστ και αυτόν όπως και όλους. Του λέει να φέρει μπουγάτσες από την καντίνα ενός πολιτικού πιο κάτω. Οι χαρτοπετσέτες γράφουν το πολιτικό του πρόγραμμα το οποίο διαβάζει. Σκοπεύει να δημιουργήσει σχολεία, παιδότοπους, δρόμους, πάρκα αναψυχής, πλατείες, πάρκα για σκύλους , υπονόμους, στέγες για αδέσποτα ζώα, για άστεγους κατοικία, συντάξεις, τιμητική σύνταξη για αυτές που κάνουν το αρχαιότερο επάγγελμα. Μια ξοφλημένη κοινωνία με υποσχέσεις και ψεύτικα όνειρα. Κάθε χαρτοπετσέτα και μέρος του σχεδίου. Μεγάλη ειρωνεία για την πολιτική της μπουγάτσας, με την τέλεια κρέμα και το τραγανιστό φύλλο. Ο ασπριτζής, αφού έφαγαν από 32 μπουγάτσες ο καθένας το έριξε στον ύπνο και το ροχαλητό. Ο Έρνεστ ροχαλίζει σα βόδι. «Δεν είσαι ο Έρνεστ, ο ασπριτζής είσαι!» αποκαθηλώνεται ο τέλειος αυτός άντρας που της έβαζε μαγικά το αντηλιακό. Τον πυροβολεί με μια κίνηση του χεριού και τον σκοτώνει. Σκοτώνει αυτόν που της φέρνει τα ψεύτικα όνειρα και τις επαναλαμβανόμενες, φρούδες υποσχέσεις. Ο αέρας που σηκώθηκε παρέσυρε τις χαρτοπετσέτες αποδεικνύοντας ότι και τα λόγια , αλλά και τα γραπτά είναι του αέρα, χωρίς σωστό πλαίσιο και υποδομή. Όλα έχουν ένα άδοξο τέλος και διαπνέονται από μια πλάνη, οπότε μοιραία καταλήγουν στον βυθό της θάλασσας και στον θάνατο. Τον σκότωσε γιατί την ενοχλούσε το ροχαλητό του. Η μητέρα της πάντα την επέπληττε ότι ήταν παρορμητική, «σαν την αγελάδα, που αφού τους αφήσει να την αρμέγουν δίνει μια και τους κλωτσά». Την έσπρωξε και εκείνη που τα έλεγα αυτά και έπεσε κάτω από το παράθυρο.

Τύψεις, εφιαλτικές κραυγές. Το πτώμα του Έρνεστ έχει εξαφανιστεί. Αναζητώντας μια παρηγοριά, αν και άθεη, σε μια εκκλησία, ο παπάς την παροτρύνει να παραδοθεί στην αστυνομία. «Αυτός είναι λοιπόν ο δρόμος; Ο Θεός θέλει να με κλείσει στη φυλακή. Και εσύ πώς το ξέρεις παπά ; Όχι δεν θα σε αφήσω να με καρφώσεις στους μπάτσους!»

Η μουσική που ακολουθεί παραπέμπει σε κουδούνισμα της καμπάνας.

Τον σκοτώνει και αυτόν και φεύγει σαν τρελή με το ποδήλατό της.

Αναζήτησε σωτηρία μέσα στην πόλη, σε μεγάλο πολυκατάστημα. Καθώς αλώνιζε τους ορόφους και ψώνιζε ακατάπαυστα. Κενά λόγια, άδεια. Ζητά από την πωλήτρια να φέρει η ίδια προσωπικά τα ψώνια στο σπίτι της. «Να μου αρέσει ένα κορίτσι;» αναρωτιέται. Οι πληγές μοιραία στρέφονται εναντίον όλων. Καλοί τρόποι και σωστό φέρεσθαι , επιδεικνύει στη δεκαεννιάχρονη πωλήτρια, παίζοντας το ρόλο του ινστρούχτορα, ως μεγαλύτερη, ενώ έχει πλασαριστεί ως ερωμένη της. Της μαθαίνει ποδήλατο, πώς ανοίγουν ένα καλό κρασί, πώς καθαρίζουν ένα ψάρι στο τραπέζι, πώς να είναι καθαρή, υπάκουη, αλλά την σκοτώνει και αυτή μιας και την επομένη θα γυρίσει ο σύζυγός της και δε μπορεί να δικαιολογήσει την παρουσία της στο σπίτι. Την πυροβόλησε με σιγαστήρα, ο σιγαστήρας δεν είναι αθόρυβος, όμως κάνει έναν διαφορετικό θόρυβο, όπως όταν πυροβολούμε λεκτικά ή καθημερινά, με ενός άλλου είδους βία τους ανθρώπους γύρω μας. Είναι σίγουρη ότι εκείνη, η Έρνεστ, όπως και εκείνη την προσφωνούσε, την συγχώρεσε.

Χάνει όλα τα λεφτά της στο καζίνο και μετά μπαίνει σε ένα μπαρ πίνει ποτά και συνουσιάζεται με τον μπάρμαν, γελά μέσα στη μέθη της, χωρίς ρεαλιστική σωματική επαφή κινούν χωριστά ο καθένας το σώμα του, υπονοώντας σεξουαλική πράξη. Όταν φτάνει η ώρα της αποχώρησης και της πληρωμής, τον πληρώνει με τον τρόπο που έμαθε να πληρώνει τους γύρω της. Παίρνει τα λεφτά από το ταμείο και χάνεται μέσα στη νύχτα.

Βρίσκεται σε μια στάνη απόλυτα ταλαιπωρημένη. Έμαθε τις αντίστοιχες δουλειές από έναν τσοπάνη. Να του πηγαίνει για βοσκή τα πρόβατα, να πήζει τυρί. Καχύποπτος αυτός νόμιζε ότι τον έκλεβαν οι συγχωριανοί και αυτή στο τέλος της ημέρας του ενίσχυε αυτό το αίσθημα προκαλώντας την οργή του. Εκείνος μπήκε στις αγροτικές φυλακές αλλά της έδωσε οδηγίες να μάθει να φροντίζει τα ζώα, να μαζεύει λεφτά και της υποσχέθηκε ότι όταν βγει από εκεί θα την παντρευτεί. Τον αποκαλούσε κι αυτόν Έρνεστ και του άρεσε. Περίμενε το παιδί του. Της ζήτησε να μάθει να σφάζει. Την αποκαλεί κατσικούλα του. Εκείνη ταυτίζεται με την κατσικούλα. «Θα σε φάνε όπως τα μπριζολάκια, θα σε απολαύσουν και την άλλη μέρα θα σε έχουν ξεχάσει, κανείς δε θα θυμάται τίποτα από τις χάρες σου. Όχι δε μπορώ να σκοτώσω την Πιπίτσα, την κατσίκα, όμως μπορώ να γίνω συνεργός σε ένα έγκλημα με θύμα την Πιπίτσα». Αντί να θυσιαστεί αυτή σε έναν τέτοιο γάμο, προτιμά να σκοτώσει τον βοσκό.

Όποιος όμως σπέρνει ανέμους θερίζει θύελλες όπως η ωραία Ελένη με το ποδήλατο. Μπήκαν λύκοι στο μαντρί, ρούφηξαν όλο το γάλα, άνεμος σκόρπιζε το σανό και τα λεφτά, σαν αποδημητικά πουλιά. Καταστροφή.

«Αποδέχεστε ότι σκοτώσατε τον σύζυγό σας»; Αθωώνεται. Μεγάλα τα διλήμματα. Μεγάλες οι αποφάσεις.

Η αθωότητα τόσο σχετική όσο και η ενοχή. Σκότωσε και το μωρό της. Το τύλιξε με μια σιελ κουβερτούλα και το πέταξε στο λάκκο των σκουπιδιών. Έτσι κι αλλιώς όλα είχαν καταστραφεί.

«Πανικός, κίνηση, τα χελιδόνια δε μπορούν να πετάξουν, Έρνεστ. Αυτός υπαίτιος για όλα ο Έρνεστ είναι αθάνατος. Πανικός. Κίνηση γρήγορη, νευρική, απεγνωσμένη».

«Εκείνος έκανε όλους τους φόνους και τους χρέωσε σε εμένα γιατί ήθελα να τον παρατήσω» Αυτή την εσωτερική και εξωτερική καταπίεση, που γεννιέται στην οικογένεια και μετά εδραιώνεται στην κοινωνία, όταν ένα ελεύθερο όν προσπαθεί να αποτινάξει από πάνω του οδηγείται σε συρράξεις, γκρεμούς και διάσπαση, σε θάνατο.

Αποστασιοποίηση στο τέλος. Παρουσιάζονται όλα σαν να είναι ένα παιχνίδι με τίτλο «ποιος είναι ο ένοχος;» Κερδίζει όποιος τον βρει.

Στο σώου αυτό υπάρχει πάντα ένας νικητής, μπορεί να είσαι εσύ αυτός. Ένα σύστημα που διαβρώνει , ισοπεδώνει , διαφθείρει. Ένα παιχνίδι. Ποιος νομίζεις ότι είναι ο υπαίτιος; Ο Έρνεστ, ο αρωματοπώλης, ο μπουγατσάς, ο μπάρμαν, ο ασπριτζής, η κυρία με το σκύλο και τα περιττώματα, τα σκουπίδια, ο καρχαρίας, η μητέρα της ωραίας Ελένης;

Αφήγηση με δραματοποίηση. Η φωνή αρχικά έχει τον πρώτο ρόλο.

Η κίνηση των δυο ηθοποιών σαν χορογραφία. Εκείνος, άλλοτε ο Έρνεστ, άλλοτε ο ξενοδόχος, άλλοτε ο σαλίγκαρος, άλλοτε ένας αρωματοποιός, μια πωλήτρια, άλλοτε ιαχές σκυλιών σε σκυλοκαβγά, ένας παπάς.

Η μουσική, η κιθάρα της Μαρίας Μαραγκουδάκη, ένα υπέροχο μουσικό διάλειμμα μεταξύ των ιστοριών, διαχωρίζει ευχάριστα τις ιστορίες και σχολιάζει το κείμενο.

Τα σκηνικά αποτελούμενα από ταμπέλες με ένα καπέλο, ένα σαλιγκάρι, ένα ντους, ένα πρόσωπο ανάποδα, ένα χελιδόνι, και όλα αυτά συνδεόμενα με τη μουσική. Μια εναλλακτική παράσταση με πολλές διαστάσεις και αναφορές πολύ γνώριμες σε όλους.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ