Κριτική για την παράσταση "Τέλος του Παιχνιδιού"

Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή

«Το τέλος βρίσκεται μέσα στην αρχή κι ωστόσο συνεχίζεις»

Μα και η αρχή βρίσκεται μέσα στο τέλος. Για να συνεχίσει ο άνθρωπος έχει ανάγκη τον άλλο. Και ο άνθρωπος έχει ανάγκη τον άλλο και στην αρχή και στο τέλος.

«Τετέλεσται!» Πρόκειται για το τέλος του κόσμου. Το τέλος της ανθρωπιάς.

Ο Δημήτρης Καταλειφός στο Σύγχρονο Θέατρο με το «Τέλος του Παιχνιδιού» του Σάμουελ Μπέκετ, ένα από τα σημαντικότερα έργα της παγκόσμιας δραματουργίας σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα.

Τα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έκαναν τον άνθρωπο να χάσει την πίστη του για ένα καλύτερο μέλλον. Δεν υπήρχε πλέον έρεισμα για οποιαδήποτε αρχή. Έβλεπε μόνο το τέλος μπροστά του. Η ζωή δεν είχε πια νόημα.

Ο Μπέκετ, ο Ιονέσκο, ο Ζενέ, ο Πίντερ γράφουν παράλληλα σε διαφορετικές χώρες, σε διαφορετική γλώσσα και, ο καθένας, με το προσωπικό του ύφος, χωρίς να έχουν επίγνωση της μεταξύ τους συγγένειας, γεγονός που αποδεικνύει ότι το θέατρο αντικατοπτρίζει και αφουγκράζεται τη μοίρα του ανθρώπου, τους παλμούς της ζωής του.

Σ' έναν κόσμο στερημένο από καθολικές αλήθειες, η γλώσσα δεν μπορεί πια να εξυπηρετήσει τον πρωταρχικό της στόχο, αυτόν της επικοινωνίας. Ο διάλογος είναι καταδικασμένος να καταρρεύσει, το ξέρουν καλά οι ήρωες του Μπέκετ και δεν διστάζουν να μιλούν μόνο για να γεμίζουν με τον πανικό τους το χώρο.

Μιλούν ακατάπαυστα, κυρίως για να μην χάσουν τη μνήμη τους, τη λογική τους. Μάταιη προσπάθεια καθώς ο λόγος τους είναι ασυνάρτητος, κενός και αδιέξοδος.

Στο Τέλος του Παιχνιδιού (1957), οι ήρωες, αν μπορούμε να τους αποκαλέσουμε έτσι, βρίσκονται εγκλωβισμένοι μέσα σε ένα κλειστοφοβικό δωμάτιο, όπου δεν υπάρχει καμιά προοπτική, καμία διέξοδος. Βρίσκονται όλοι σε έναν τάφο, στην ουσία χωρίς ήλιο ούτε καμία ένδειξη ζωής. Δυο σκουπιδοτενεκέδες, μια πολυθρόνα και στον πίσω τοίχο ένα κάδρο εντελώς άδειο, χωρίς καμία απεικόνιση. Ψηλά, δεξιά και αριστερά στους τοίχους, δύο μικρά παράθυρα είναι η μόνη επαφή με τον έξω κόσμο. Κάποιος για να δει έξω πρέπει να ανέβει σε σκαμπό ή σκάλα. Τα πρόσωπα του έργου έχουν την εντύπωση ότι όλα γύρω τους έχουν καταστραφεί και πως είναι οι τελευταίοι επιζώντες. Ο Χαμ και ο υπηρέτης του, Κλοβ, έχουν μετατρέψει το άλλοτε σαλόνι του σπιτιού σε καταφύγιο και περιμένουν το λυτρωτικό τους θάνατο.

Ο εγκλεισμός τους παρουσιάζεται μέσα από την ατροφία των σωμάτων τους, την αναπηρία του Χαμ και το τραυματισμένο πόδι του Κλοβ, την αυτοσχέδια αναπηρική πολυθρόνα και το αδύνατον της διαφυγής.

Ο σκηνοθέτης Γιώργος Σκεύας, που ασχολήθηκε και με τα σκηνικά και τα κοστούμια μελέτησε πολύ καλά το έργο, το οποίο έχει μια εσωτερική αναίρεση, ένα ύφος μαύρης κωμωδίας.
Ο Χαμ (Δημήτρης Καταλειφός) είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Είναι το «σφυρί» (Ham- Hammer) που καρφώνει τους άλλους χαρακτήρες των οποίων τα ονόματα, όπως έχει παρατηρηθεί από μελετητές θυμίζουν τη λέξη «καρφί» σε διάφορες γλώσσες: Κλοβ-clou στα Γαλλικά, Ναγκ-nagel στα Γερμανικά, Νελ-nail στα Αγγλικά.

Ο Χαμ είναι αυταρχικός και εγωιστής. Κάποτε είχε δύναμη, πλούτο και εξουσία. Ακόμη και τώρα, τυφλός και καθηλωμένος στην αναπηρική πολυθρόνα ασκεί την τυραννία του στον Κλοβ (Άρης Μπαλής) - ο μόνος που μπορεί να περπατήσει αλλά δεν μπορεί να καθίσει- και στους γερασμένους γονείς του που τους έχει κυριολεκτικά πεταμένους στους σκουπιδοτενεκέδες, αφότου χάσανε τα πόδια τους σε ένα ατύχημα. Ο Χαμ, ένας εξουσιαστής, ένας ανάπηρος γιος σε μια πολυθρόνα να στηρίζεται και να ταλαιπωρεί με τις ιδιοτροπίες του, ίσως το δικό ψυχοπαίδι- υπηρέτη, τον Κλοβ, που τον έχει καταντήσει δούλο των παραξενιών του. Οι γέροι γονείς του μέσα σε κάποιους τενεκέδες, περιμένουν να πεθάνουν, δεν μπορούν ούτε καν να αγγιχτούν. Όταν ο Ναγκ (Γιώργος Ζιόβας) ζητά φαγητό του πετά το μπισκότο του σκύλου για να φάει.

Ο Κλοβ ( Άρης Μπαλής) κάποτε τον αγαπούσε, τώρα όμως τον μισεί. Έχει κουραστεί να τον υπηρετεί αλλά εξακολουθεί να το κάνει. Του πηγαίνει αντικείμενα, κουβαλάει τη σκαλίτσα για να δει έξω από τα παράθυρα, μετακινεί την πολυθρόνα του Χαμ στην ακριβή θέση που αυτό του υπαγορεύει, ανοίγει τους σκουπιδοτενεκέδες να δει τι κάνουν ο Ναγκ και η Νελ κι όταν εκτελέσει όλες τις εντολές, αποσύρεται στην κουζίνα του, άλλη μια κλειστοφοβική φυλακή, και κοιτάζει τον τοίχο, περιμένοντας κι αυτός το τέλος ή προσπαθώντας να βρει τη δύναμη να εγκαταλείψει τον Χαμ. Καθώς ανοίγει τους τενεκέδες και βλέποντας τον χώρο γελά με έναν τρόπο σαρκαστικό, ένα γέλιο πόνου όχι χαράς, αυτό το είδος του κωμικού υποστήριξε η παράσταση. Ακόμα και ο Χαμ (Δημήτρης Καταλειφός) αν και σαν βασιλιάς Ληρ στο θρόνο του, αναπηρική καρέκλα, αναπολεί όλες τις αδικίες και την περιφρόνηση που έχει επιδείξει στον κόσμο, όλον τον εγωισμό του και την απόγνωσή του μπροστά σε ένα αναπόφευκτο τέλος όπου πανικόβλητος στην ουσία αναλώνεται σε ένα καταιγισμό λέξεων και ασυνάρτητων σκέψεων. Είναι κωμικός ή μάλλον προκαλεί μειδίαμα, όχι ωστόσο ελαφρύ, αλλά μάλλον μειδίαμα προβληματισμού.

Οι δυο τους αποτελούν ένα ζευγάρι όπου ο ένας συμπληρώνει τον άλλον. Ο Κλοβ υποκαθιστά την όραση του Χαμ και την κίνηση που του λείπει , ενώ ο Χαμ του παρέχει ίσως τον μόνο χώρο που θα μπορούσε να μείνει και να επιζήσει. Επίσης ο Κλοβ είναι ο θεατής και ακροατής του Χαμ, απορροφά τις εντάσεις του και ικανοποιεί τις ανάγκες του, ενώ μέσα του βράζει το καζάνι της απόσχισης, της κοπής του ομφάλιου λώρου.

Η Νελ (Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη) και ο Ναγκ (Γιώργος Ζιόβας) είναι αυτοί καρτουνίστικες φυσιογνωμίες, οι εκπρόσωποι της προχωρημένης ηλικίας, που δεν αναγνωρίζουν το παρόν, για αυτούς το παρόν είναι εφιαλτικό και ζουν μόνο με τις αναμνήσεις του παρελθόντος. Δεν μπορούν να αγγιχτούν, βρίσκονται σε αυτόν τον όρθιο τάφο και περιμένουν και αυτοί το τέλος τους. Η συμφορά τους είναι τραγικά κωμική και αυτό το ξέρουν και οι ίδιοι. «Δεν υπάρχει αστειότερο πράγμα απ' τη δυστυχία», παραδέχεται η Νελ. Ωστόσο δεν μπορούν να γελάσουν με το ίδιο αστείο, αν και είναι υποχρεωμένοι να το αναπαράγουν κάθε μέρα.

Ο Χαμ ( Δημήτρης Καταλειφός), είναι ένας απελπισμένος αφηγητής, ένας στομφώδης ηθοποιός, που δημιουργεί  μια ταυτότητα ενός διογκωμένου είναι. Κάθε μέρα προχωράει και λίγο την ιστορία  του και προσπαθεί να την παρουσιάσει περίτεχνα  στο κοινό του, με επιτηδευμένο ύφος : «Την ημέρα εκείνη το ψύχος ήτο, ως ενθυμούμαι, ασυνήθως δριμύ, μηδέν εις το θερμόμετρον.» Χρησιμοποιεί μια ακαδημαϊκή ορολογία. Από την άλλη όμως, ο λόγος του αποτελεί μια σκοτεινή παρωδία όλων αυτών των θεωριών και απόψεων και όσων φυσικά τις πίστεψαν και νόμισαν ότι με αυτές θα μπορούσαν να εξηγήσουν τον κόσμο.

Όλα έχουν καταρριφθεί, η φιλοσοφία, η θεωρία, η επιστήμη, ενώ μένουν μόνο ασυνάρτητες σκέψεις και αποδομημένος λόγος. Ο ίδιος μιλώντας επαινεί ή κρίνει τον εαυτό του για τα λεγόμενά του «Ωραίο αυτό», «λιγουλάκι αδύνατο αυτό», ή «αυτό είναι ύφος».

Μιλά συνέχεια και διηγείται την ιστορία του, που προφανώς είναι η αφήγηση της ζωής του και αναφέρεται σε κάποιο πεινασμένο παιδί, το οποίο ο πατέρας του τον εκλιπάρησε να το δεχτεί και να το αναλάβει. Αυτό το παιδί μπορεί να είναι και ο Κλοβ. Ο Χαμ φέρεται σε όλους όπως στον ανύπαρκτο τρίποδο λούτρινο σκύλο του. Στο τέλος τον πετά πέρα, όπως πετά το μπισκότο στον πατέρα του. Τι νόημα μπορεί να έχει το οτιδήποτε μπροστά σε ένα αναπόφευκτο τέλος;

Ο Χαμ είναι ένας ηθοποιός που κρύβεται πίσω από τον ρόλο που έχει φτιάξει για τον εαυτό του. Όλα όσα λέει, ο τρόπος που δεν κινείται, αλλά προστάζει που «βλέπει» τα πράγματα, ενώ είναι τυφλός, καμιά φορά η απολογητική του στάση, όλα αυτά πλέκουν τα χαρακτηριστικά ενός ρόλου. Ο Χαμ είναι το πρόσωπο και ο ρόλος και ο Δημήτρης Καταλειφός μπόρεσε να δώσει με επιτυχία τη δυαδική φύση του ρόλου του. Όταν ο Κλοβ ρωτάει τον Χαμ, «τι ανάγκη μ' έχεις;», παίρνει την απάντηση: «να μου αποκρίνεσαι.», δηλαδή να του δίνει την ατάκα για να συνεχίσει να μιλά. Παίζει ρόλο και φαίνεται από τα πρώτα λόγια του Χαμ, «σειρά μου. να παίξω», μέχρι τα τελευταία του, «αφού παίζεται έτσι, ας το παίξουμε έτσι», το έργο  υπενθυμίζει στο κοινό ότι αυτό που παρακολουθεί είναι μια θεατρική παράσταση. Οι ρόλοι – ηθοποιοί δεν διστάζουν να κριτικάρουν την ίδια τους την παράσταση όταν αρχίζει ο διάλογος να έχει επαναλήψεις και να γίνεται κουραστικός.

Ο Μπέκετ στρέφει το ενδιαφέρον μας στο ίδιο το μέσον, δηλαδή το θέατρο, με τις αναφορές, που υπάρχουν στο Τέλος του Παιχνιδιού σε έργα του Σαίξπηρ. Λόγω αυτών των αναφορών πολλοί κριτικοί  συνδέουν τον Χαμ με τον βασιλιά Ληρ. Και οι δύο ήρωες όταν βλέπουν κάθε αξία τους να καταρρέει, αρχίζουν στρέφονται με μίσος εναντίον της ζωής. Ένας ακόμη βασιλιάς του Σαίξπηρ, ο Ριχάρδος ο Τρίτος, μνημονεύεται στο έργο, έστω και με ειρωνικό τρόπο, όταν ο Χαμ παραφράζει τα τελευταία του λόγια, «το βασίλειό μου για ένα άλογο», λέγοντας «το βασίλειό μου για ένα σκουπιδιάρη». Ισχυρότεροι όμως δεσμοί, σύμφωνα με τους μελετητές, συνδέουν τον Χαμ με τον Άμλετ. Σε αυτό συνέτεινε και η ομοιότητα του ονόματός τους (Hamm-Hamlet). Η μεταξύ τους σχέση δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από το βασικό υπαρξιακό δίλημμα που τους βασανίζει. Το περίφημο «να ζει κανείς ή να μην ζει» του Άμλετ, έχει μετατραπεί από τον Χαμ στο «να τελειώσει ή να μην τελειώσει» και το διατυπώνει με διάφορους τρόπους κατά τη διάρκεια  του Τέλους του Παιχνιδιού. Η στενή σχέση ανάμεσα στον Άμλετ και τον Χαμ υπογραμμίζεται και από τον πόθο και των δύο για σιωπή, κάτι που γίνεται σαφές από την ομοιότητα των τελευταίων λόγων των δύο ηρώων. «Τα υπόλοιπα είναι σιωπή», λέει ο Άμλετ λίγο πριν ξεψυχήσει, ενώ ο Χαμ λίγο πριν σκεπάσει το πρόσωπό του με το μαντήλι και σημάνει το τέλος του έργου λέει: «Κι ούτε λέξη πια, ούτε λέξη».

Μια εξαιρετική παράσταση ενός μεγάλου έργου με υπέροχες ερμηνείες. Ξεχωρίζουν οι ρόλοι του Κλοβ( Άρης Μπαλής), της Νελ( Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη) και του Ναγκ (Γιώργος Ζιόβας), που όμως πλαισιώνουν αποτελεσματικά τον Χαμ ( Δημήτρης Καταλειφός) που πρόφερε τον σπαρακτικό λόγο του Μπέκετ. Η μουσική του Σήμη Τσιλαλή και οι χαμηλοί φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου απέδωσαν αυτή την αίσθηση του εναγώνιου και τρομακτικού τέλους.

Πληροφορίες για την παράσταση: Εδώ