Φθινοπωρινή Σονάτα

Συγγραφέας: Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Διασκευή: Μαρία Μαγκανάρη
Σκηνοθέτης: Μαρία Μαγκανάρη
Ερμηνεύουν: Μαρία Κεχαγιόγλου, Ανθή Ευστρατιάδου

Περιγραφή

Η «Φθινοπωρινή Σονάτα», το σπουδαίο έργο του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, ζωντανεύει στη σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων - Λευτέρης Βογιατζής με τη Μαρία Κεχαγιόγλου και την Ανθή Ευστρατιάδου σε σκηνοθεσία Μαρίας Μαγκανάρη. Η παράσταση, θα παρουσιάζεται για 4 ακόμη παραστάσεις, Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00 έως και την Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016.

Περισσότερα

Ξεκινώντας από την αριστουργηματική ταινία του 1978, με την Ίνγκριντ Μπέργκμαν και τη Λιβ Ούλμαν, η Ομάδα Προτσές επιχειρεί να ερευνήσει σκηνικά τα όρια του επιχειρήματος και της βίας του λόγου, την υποκειμενικότητα και την αλήθεια της κοινής ιστορίας, την απόκρυψη και την αποκάλυψη του εαυτού, τη συνάφεια βιολογικού και ψυχολογικού ρόλου, μέσα από την πλέον αρχετυπική σχέση: τη σχέση μητέρα και κόρης.

Η μητέρα και η κόρη ξανασυναντιούνται μετά από πολλά χρόνια. Η καθεμία έχει τις δικές της λέξεις για να περιγράψει την πραγματικότητά της. Όταν όμως τις ανταλλάσσουν, οι λέξεις αυτές δεν έχουν αξία. Γιατί, όπως λέει ο Στρίντμπεργκ στη «Σονάτα των Φαντασμάτων», η σιωπή δεν μπορεί να κρύψει τίποτα, ενώ τα λόγια μπορούν.

Η κόρη ρωτάει: «Τι λάθος έκανα;»
«Κανένα λάθος» απαντάει η μητέρα, χωρίς όμως να την κοιτάει.
Αργότερα, η μητέρα με τη σειρά της θα ρωτήσει: «Τι λάθος έκανα;».

Και τότε, το κοινό τους παρελθόν θα εμφανιστεί σαν φάντασμα, που ξαναζωντανεύει ζητώντας επίμονα κάτι. Τα λάθη, οι ενοχές, η τιμωρία και η συγχώρεση θα παλέψουν με την αγάπη, που στέκει αμήχανη και ανέκφραστη.

Ανάμεσα στις δύο γυναίκες, θα παρεμβάλλεται πάντα η μουσική...

Συντελεστές:
Μετάφραση, Διασκευή, Σκηνοθεσία: Μαρία Μαγκανάρη
Σκηνικός χώρος, Κοστούμια: προτσές
Φωτισμοί, Σχεδιασμός Ήχου: Μαρία Γοζαδίνου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ανδριάνα Χαλκίδη

Βίντεο

3 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Από τη θεατρολόγο Μαρία Μαρή.

    Τη δύσκολη μεταφορά του έργου του Μπέργκμαν επιχείρησε η Μαρία Μαγκανάρη στη σκηνή του θεάτρου της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής. Ο θεατρικός Μπέργκμαν ανέβηκε στην ελληνική σκηνή, δίνοντας με επιτυχία την ατμόσφαιρα συμφόρησης, ανεκπλήρωτων προσμονών, μεγάλων παραπόνων, ενοχών και πληγών, μέσα από τον καθρέφτη της μάνας - κόρης, μιας σχέσης δηλαδή εξαιρετικά επιβαρυμένης, καθώς το εμβληματικό αυτό πρόσωπο της μητέρας, παίζει έναν καθοριστικό ρόλο για τη συγκρότηση του παιδιού .

    Στη σκηνή καρέκλα φερ φορζέ, διάφορες καρέκλες πιάνου, ένα τραπέζι και αποσκευές, κάνουν ορατά εξ’ αρχής τα σημεία της παράστασης.

    Όλο αυτό το έργο δωματίου βασίστηκε σε δύο πρόσωπα αυτό της μάνας (Μαρία Κεχαγιόγλου) και της κόρης (Ανθή Ευστρατιάδου). Η ζωτικής σημασίας επικοινωνία μεταξύ τους, είναι το ίδιο σημαντική για την επικοινωνία των ρόλων και το στόχο του συγγραφέα και της σκηνοθέτιδας.

    Μάνα και κόρη κοιτούν αρχικά το αρχοντικό που προβάλλεται στον τοίχο, ένα αρχοντικό, αγροικία και μετά κοιτιούνται μεταξύ τους.

    Ο λόγος έχει τρομερή δύναμη, χτυπά και τις δύο ηθοποιούς, προσπαθεί να δικαιολογήσει, να αποκαλύψει ή να καλύψει χωρίς αποτέλεσμα, γιατί έτσι είναι ο λόγος, όταν είναι αληθινός και στην παράσταση αυτή δεν παίζουν τον λόγο, είναι ο λόγος που εκφέρουν.

    Η Σαρλότ, η μητέρα εγκαταλείπει νωρίς την Εύα και το σύζυγό της για να κάνει περιοδεία ως πιανίστα με τον Μάρτιν. Το μαρτύριο της Εύας επιδεινώνεται , όταν η μητέρα της επιστρέφει για να ξαναφύγει. Η εγκατάλειψη αυτή δημιουργεί σοβαρή αστάθεια στην κοπέλα. Μένει έγκυος από τον Στεφάν και με παρότρυνση της μητέρας της κάνει έκτρωση. Η μάνα στο μεταξύ γεννά ένα δεύτερο παιδί την Έλενα, που και αυτή την εγκαταλείπει, για την καριέρα της. Η Έλενα έχει ένα σοβαρό πρόβλημα ψύχωσης. Ερωτεύεται κιόλας μια στιγμή τον σύντροφο της μητέρας της και μετά βυθίζεται στην ασθένειά της.

    Η Εύα γνωρίζει και παντρεύεται τον Ιερέα Βικτώρ και έχουν δυσκολία να κάνουν παιδί. Όταν πια το καταφέρνουν, ο Έρικ, τεσσάρων χρονών, πνίγεται στο πηγάδι και έκτοτε μένουν με την Έλενα σε ένα σπίτι στην επαρχία. Εκεί αποφασίζει να γράψει στη μητέρα της, πιο πολύ γιατί έχει αυτή την ανάγκη να θεραπευτεί και αυτό θα γίνει μόνο αν μπορέσουν να μιλήσουν.

    Μετά από επτά χρόνια η Σαρλότ στη δύση της καριέρας της ανταποκρίνεται στην πρόσκληση της κόρης της να τη φιλοξενήσει στην επαρχία , όπου ζει.

    Πόσο αδιέξοδο φαντάζει αυτό για μια γυναίκα σαν τη Σαρλότ , που δεν μιλά ποτέ, που έχει μάθει να τη θαυμάζουν και να την επαινούν ξένοι άνθρωποι με τους οποίους ποτέ δεν συνάπτει πραγματικές σχέσεις, αλλά του κρατά πάντα σε απόσταση !

    Η Εύα από την άλλη ψάχνει στα τυφλά να την αγαπήσει κάποιος όπως είναι , ίσως τότε να κατορθώσει να είναι αυτή που είναι».

    Είναι και οι δύο είναι εγκλωβισμένες σε ένα δωμάτιο ερμητικά κλειστό , παγιδευμένες.

    Η Σαρλότ με το κινητό και τα τσιγάρα, με ύφος κοσμικής κυρίας , ενώ η κόρη με μεγάλα μαύρα γυαλιά, λιτά ντυμένη με μαύρο παντελόνι και λευκό πουκάμισο. Την ακούει να μιλά για τον σύντροφό της τον Λεονάρντο, που πέθανε, που της άφησε μια περιουσία, πόσο γλυκός ήταν, πως ήταν δεκαοκτώ χρόνια μαζί και πως ενώ πέθαινε την διαβεβαίωνε ότι θα είναι πάντα μαζί της. Και αυτή η γυναίκα, η κοσμική και αυτόνομη, θέλει κάποιον να τη φροντίζει, σαν να ήταν παιδί. Την πονά η πλάτη της και ζητά σανίδα κάτω από το στρώμα της, για το οποίο η Εύα έχει ήδη προνοήσει.

    Η μουσική δίνει τον ρυθμό στην παράσταση και δημιουργεί τις συνάφειες ή τις αποστάσεις.

    Και οι δύο γυναίκες έχουν σπουδάσει και ασχολούνται με τη μουσική, αλλά σε άλλη διάσταση. Η Σαρλότ παίζει πιάνο σε διεθνή κλίμακα , ενώ η Εύα στο πρεσβυτέριο.

    Δεν αντέχει να δει την Έλενα και ταράζεται όταν μαθαίνει ότι είναι στο σπίτι. Η Εύα της λέει ότι μετά τον θάνατο του Έρικ την πήρε μαζί της , να έχει κάποιον να φροντίζει.

    Η Εύα την παρακινεί να την δουν ενώ εκείνη δεν θέλει. Είναι καχύποπτη «Πάντα με φοβίζουν οι άνθρωποι που κρύβουν τα κίνητρά τους.» Η Σαρλότ κοιτιέται στον καθρέφτη και πίσω προβάλλεται η εικόνα ενός παιδιού. Με το πόδι της μετρά ένα μουσικό κομμάτι. Δεν αισθάνεται καλά νομίζει ότι έχει πυρετό. Υποπτεύεται ότι η κόρη της θέλει να την κάνει να νιώσει ντροπή και τύψεις. Καπνίζει και αναρωτιέται γιατί δεν μπορεί να κρατήσει την Έλενα, όπως όταν ήταν μικρή αλλά γρήγορα διώχνει τη σκέψη καταστρώνοντας τα επόμενα σχέδια της. Θα μείνει τέσσερεις μέρες και μετά θα πάει στην Αφρική, θα φορέσει το κόκκινο φουστάνι για να πεισμώσει την κόρη της, που την θέλει συντηρητική μετά το θάνατο του Λεονάρντο. Αν και τον αντίστοιχο ρόλο στην ταινία του Μπέργκμαν, τον έχει η Ίνγκρτιντ Μπέργκμαν και η σύγκριση θα ήταν αθέμιτη με το ιερό αυτό τέρας, η Μαρία Κεχαγιόγλου, δίνει δείγματα υψηλής ερμηνείας.

    Φορά το κόκκινο φουστάνι και μιλά με τον ατζέντη της για το επόμενο κοντσέρτο.

    Κριτικάρει το παίξιμό της κόρης της στο πιάνο, όταν εκείνη εκτελεί το Πρελούδιο Νο. 2 σε Λα ελάσσονα του Σοπέν και το ξαναπαίζει η ίδια με τη δεξιοτεχνία που τη διακρίνει, της εξηγεί δε ότι ο Σοπέν είναι ευαίσθητος, αλλά όχι γλυκερός. Η Εύα πέφτει στη σκιά της. Έντονος ανταγωνισμός και πικρία.

    Η Εύα απευθύνεται στο νεκρό παιδί της, όσο προβάλλεται η εικόνα του στο τοίχο, να έρθει να δει τη γιαγιά του. Μερικές φορές λέει, όταν πέφτει για ύπνο νιώθει την ανάσα του. Για την Εύα κάθε άνθρωπος έχει το ύψιστο και το έσχατο μέσα του. Υπάρχουν απεριόριστες πραγματικότητες, ενώ τα όρια είναι δημιούργημα φόβου.

    Ακόμα και η σχέση της με τον Βικτώρ είναι τραυματισμένη, απόρροια της ανάπηρης σχέσης με την μητέρα της. Νιώθει ότι δεν την αγαπά ο Βικτώρ, αλλά και εκείνη δεν μπορεί να αγαπήσει κανέναν άντρα. Είναι καταπληκτική η ανατομία της ψυχής που γίνεται από τον Μπέργκμαν.

    Η Εύα την περιποιείται σαν να ήταν εκείνη η μητέρα της και η Σαρλότ το παιδί. Ο διάλογος ωστόσο είναι αποκαλυπτικός « Με συμπαθείς;» για να ανταπαντήσει «Είσαι η μητέρα μου.» και αργότερα «Εύα με μισείς ;» « Δεν ξέρω!»

    Ακούγονται κραυγές της Έλενας, η Σαρλότ ανησυχεί , αλλά μένει αδρανής. Η Εύα την ενημερώνει ότι η μικρή έβλεπε εφιάλτη. Αυτό πυροδοτεί άλλη συζήτηση, καθώς θεωρεί ότι την εγκατέλειψε η μητέρα της και το καλοκαίρι, που ανακαλεί η Σαρλότ ως ευτυχισμένη ανάμνηση, κάνει την Εύα να εκραγεί γιατί τότε της έκοψε τα μαλλιά ,της έβαλε σιδεράκια, της επέβαλε τα φουστάνια και να διαβάζει κάτι ακαταλαβίστικα βιβλία και καθώς ήταν φοβισμένη έλεγε στη μητέρα της αυτό που ήθελε να ακούσει. Της προσάπτει ότι είναι κλεισμένη μέσα στο εγώ της και ότι κατάστρεψε ότι ήταν ζωντανό μέσα στη κόρη της. Της λέει ότι άνθρωποι σαν εκείνη είναι απειλή. Θα έπρεπε να την κλειδώσουν κάπου για να πάψει να κάνει κακό στους άλλους. Ενώ κλαίνε και οι δύο, της λέει ότι τα τραύματα της μητέρας φαίνεται ότι πρέπει να περάσουν στην κόρη και η δυστυχία της μιας, να γίνει ο θρίαμβος της άλλης. Η ερμηνεία της Ανθής Ευστρατιάδου στο ρόλο της κόρης , ρόλο που στη ταινία είχε η Λιβ Ούλμαν, είναι εκπληκτική. Μια κόρη χαμένη, συνεσταλμένη, ευνουχισμένη που όμως προσπαθεί, όπως χαρακτηριστικά λέει να βρει ποια αλήθεια είναι η ίδια , για να αγαπηθεί, ανάγκη ζωτική για κάθε άνθρωπο. Όταν ξαναγίνονται οι σκηνές με τη μητέρα προσπαθεί να διαλευκάνει το δικό της χάος και να γιατρέψει τη δική της πληγή. Ίσως όχι μάταια.

    Η μητέρα καταθέτει το δικό της τραύμα. Δεν θυμάται τους γονείς της να την αγγίζουν. Η εμφάνιση της μουσικής δίνει την ψυχική τους κατάσταση. Η μητέρα δεν θυμάται τα πρόσωπα ούτε της Εύας , ούτε της Έλενας, καθώς λέει « η αίσθηση της πραγματικότητας είναι ένα χάρισμα, που οι πιο πολλοί δεν το έχουν.»Της χρεώνει την ασθένεια της Έλενας και χαμογελά στο νεκρό γιο της λέγοντας ότι δεν θα εγκαταλείψει ποτέ ο ένας τον άλλον.

    Η στιγμές έχουν τραγική ένταση. Η Σαρλότ αναχωρεί εσπευσμένα, η στάση της είναι κινηματογραφική ενώ την ίδια στιγμή η Εύα της ζητά συγγνώμη μέσω μιας επιστολής, αφήνοντας ένα ενδεχόμενο συμφιλίωσης για το μέλλον.

    Η παράσταση με το θεατρικό νυστέρι, ξεδιπλώνει βαθιές τομές αποκρυφισμού σε ένα περιβάλλον , που ευνοεί την βαθιά μελέτη του έργου, του ανθρώπου, του ρόλου.