Ο Μισάνθρωπος

Κείμενο: του Μολιέρου
Μετάφραση: Χρύσα Προκοπάκη
Σκηνοθέτης: Μαρία Μαγκανάρη
Σκηνογραφία: Φιλάνθη Μπουγάτσου
Κοστούμια: Παύλος Θανόπουλος
Φωτισμοί: Μαρία Γοζαδίνου
Μουσική: Πέτρος Μάλαμας
Ερμηνεύουν: (με αλφαβητική σειρά) Βαγγέλης Αμπατζής, Μαρία Γεωργιάδου, Πάολα Καλλιγά, Σύρμω Κεκέ, Γιάννης Κλίνης, Κώστας Κορωναίος, Κώστας Κουτσολέλος, Μαρία Μαγκανάρη

Περιγραφή

Πικρόχολος, εκκεντρικός, πεσιμιστής, εχθρός της κοινωνίας, πρόσωπο που δεν εντάσσεται στα γνωστά μολιερικά κωμικά πρότυπα,- πολλά έχουν γραφτεί για τον “μισάνθρωπο” πρωταγωνιστή της ομώνυμης κωμωδίας του Μολιέρου. Ο Αλσέστ όμως, πριν και πέρα απ'όλα αυτά είναι ένας πολύ ερωτευμένος άνθρωπος.

Περισσότερα

Μισώ τους μεν γιατί είν'αισχροί, καθάρματα μεγάλα,  τους δε γιατί με τους αισχρούς τα πάνε μέλι γάλα”

Η δράση του “Μισάνθρωπου”, (έργου γραμμένου το 1666), δομείται πάνω σε δύο άξονες: αφενός την προσπάθεια του πρωταγωνιστή να μείνει μόνος με το αντικείμενο του πόθου του (και πόθου πολλών άλλων), τη Σελιμέν, για να της αποσπάσει “ομολογία” πίστης και αποκλειστικότητας, και αφετέρου την εξέλιξη μιας δίκης, που εκτυλίσσεται εκτός σκηνής, και στην οποία ο Αλσέστ είναι κατηγορούμενος. Μέχρι το τέλος του έργου, η ήττα του και στις δύο υποθέσεις, θα είναι συντριπτική.

Μέχρι ο Αλσέστ να φτάσει στην συντριβή, εμείς γινόμαστε μάρτυρες της κοινωνικής συναναστροφής στην αυλή της κοσμικής χήρας Σελιμέν του βρίσκεται στις παρυφές της Αυλής του Βασιλιά. Μιας συναναστροφής που αποκαλύπτει, με τους πιο αστείους τρόπους, την έννοια της κοινωνικής δυσαρμονίας: τον ανταγωνισμό, την κεκαλυμμένη εχθρότητα, την επιτήδευση και την υποκρισία. Τα περισσότερα πρόσωπα του έργου, (του Αλσέστ συμπεριλαμβανομένου) υπάρχουν δικάζοντας τους γύρω τους. Συνδέονται με τους ανθρώπους στη βάση της κοινής παραδοχής ότι “κάποιοι άλλοι”(τους οποίους συχνά συναναστρέφονται), είναι ανήθικοι ή ανόητοι- εν τέλει γελοίοι. Ο Μολιέρος μας ζητάει να γελάσουμε εις βάρος όλων των ηρώων του- ακόμη και των “σοβαρών”. Όπως και στη ζωή εξάλλου, η σοβαρότητα δεν αποκλείει τη γελοιότητα.

Δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο σημείο ν’ αγαπάμε τους εχθρούς μας.” παραδέχεται ο Φρόυντ, ενώ ο Γκορ Βιντάλ συμπληρώνει πως δεν είμαστε απολύτως αθώοι ούτε απέναντι στους φίλους μας. Μήπως λοιπόν το έργο θα έπρεπε να λέγεται “Οι Μισάνθρωποι”; Ας το παραδεχτούμε: το να γελάμε εις βάρος του “άλλου”, ενεργοποιώντας μια στιγμιαία αναισθησία της ψυχής - ιδιότητα που όλοι διαθέτουμε, είναι μεγάλη ευχαρίστηση.

Η έννοια της ευχαρίστησης φαίνεται να είναι κεντρική στο έργο. Ευχαρίστηση που απαρνιόμαστε (σαν τον Αλσέστ) ή αναζητάμε (σαν την Σελιμέν), που δεν είναι ποτέ αρκετή, ευχαρίστηση μέσω του λόγου, της αντιδικίας, της χλεύης, του κουτσομπολιού, της ερωτοτροπίας (γιατί πραγματική, σωματική ηδονή δεν συναντάμε πουθενά στο έργο). Και τι περίεργο! Η πρώτη αίσθηση που έχει κανείς μιλώντας την έμμετρη αριστουργηματική μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη, είναι και πάλι η ευχαρίστηση. Η ευχαρίστηση του ίδιου του ηθοποιού μέσω του λόγου. Η ευχαρίστηση του θεατή που ακούει. Τα γλωσσικά επίπεδα του έργου αποκαλύπτουν με μοναδικό τρόπο τα πρόσωπα και τις σχέσεις, και η μετάφραση δικαιώνει πλήρως την παράδοξη συνύπαρξη: το υψηλό δίπλα - δίπλα με το ποταπό, το λόγιο μαζί με το λαϊκό, το ευγενές παρέα με το αγοραίο.

Όταν δουλεύουμε πάνω σε κλασικά έργα, δουλεύουμε και πάνω στην συλλογική μνήμη. Ζώντας σε μια χώρα που αγαπάει τις Αυλές αλλά και τα Δικαστήρια, για την κατανόηση και πλαισίωση του έργου ίσως δεν χρειάζεται ν’ ανατρέξουμε στην (άγνωστη για μας) Γαλλία της εποχής του Λουδοβίκου. Η Ελλάδα της δεκαετίας του '80 και κυρίως του '90, των Ειδικών Δικαστηρίων, της ιδιωτικής τηλεόρασης και του Μεγάρου Μουσικής, αλλά και του περίφημου Εκσυγχρονισμού που ακολούθησε, δημιουργεί έναν ωραίο (και αστείο) χώρο για να στήσουμε το δικό μας έργο.

βοηθός σκηνοθέτιδας: Άννα Καραμανίδου

φωτογραφίες: Μαρία Γοζαδίνου

επικοινωνία : Ευαγγελία Σκρομπόλα

Παραγωγή: προτσές

*Η παράσταση επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού.

Φωτογραφίες

Βίντεο