Συνέντευξη με τον Τάσο Μπλάτζιο για την παράσταση "Πεθαίνω σα χώρα"

Επιμέλεια συνέντευξης: Νίκος Κολίτσης

Το συγγραφικό έργο «Πεθαίνω σα χώρα» παραπέμπει στην Ελλάδα του χθες, του σήμερα και του αύριο ή μπορεί να «προσαρμοστεί» και σε μία άλλη χώρα, σύμφωνα με τη δική σας εκτίμηση και ως αναγνώστη; Αν ναι, ποια άλλη χώρα σας έρχεται πρώτη στο μυαλό;
Πρώτη στο μυαλό μου σήμερα έρχεται η Βενεζουέλα. Όχι ότι είναι η μόνη, σαφώς., αλλά είναι η πρώτη. Θα ήθελα να διευκρινίσω ότι το “Πεθαίνω σα Χώρα “ του Δ. Δημητριάδη δεν είναι έπος , είναι “θέση”, κι ως τέτοια βεβαίως και αναφέρεται ή μπορεί να αναφέρεται σ' όλη την υφήλιο.

Το «Πεθαίνω σα χώρα» κυκλοφόρησε το 1979. Πού οφείλεται η διαχρονικότητα και η... διαστροφική προφητικότητά του εν έτει 2019;
Στο  ότι είναι τόσο επίκαιρο με την κατάσταση που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα όπως και σε πολλές χώρες στην Ευρώπη και παγκοσμίως βέβαια

Έχοντας την ευθύνη της διασκευής του κειμένου και της σκηνοθεσίας (από κοινού με την Τάνια Κίτσου), νιώθετε ότι «η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν τραγωδία και τη δεύτερη σαν φάρσα» (Καρλ Μαρξ) στην Ελλάδα ή υπάρχει και τρίτη φορά και δεν την έχουμε ζήσει ακόμα;
Η ιστορία επαναλαμβάνεται γιατί διαρκώς συμβαίνει. Την τρίτη φορά την ζούμε ήδη. ¨οπως με το “1989” του Όργουελ : δεν περιμένουμε να έρθει, έχει ήδη έρθει.

Συνιστά ο μονόλογος «τάση» στο σύγχρονο θέατρο ή ανάγκη; Πόσο έχει επηρεάσει το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε δει στην Αθήνα σπουδαίες ερμηνείες σε μονολόγους; Εσείς ποιες τρεις θα ξεχωρίζατε; Πού έγκειται η μεγαλύτερη δυσκολία του μονολόγου, με αφορμή και το δικό σας εγχείρημα;
Η δυσκολία έγκειται στη μοναχικότητα του μονολόγου ενώ το θέατρο είναι συλλογική δουλειά. Όντας μόνος πάνω στην σκηνή, το παραμικρό παραστράτημα μπορεί να αποβεί ολέθριο. «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου», «Σταματία το γένος Αργυροπούλου» και «Το μόνο της ζωής του ταξίδιον»

Γράφονται σήμερα, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, μυθιστορήματα με πολιτικό περιεχόμενο, αντίστοιχης εμβέλειας και δυναμικής με το «Πεθαίνω σα χώρα», του Δημήτρη Δημητριάδη; (Aιτιολογήστε την απάντησή ας, σε κάθε περίπτωση)
Πρώτα απ όλα δεν θα χαρακτήριζα το συγκεκριμένο κείμενο “μυθιστόρημα”, ίσως είναι πολύ περισσότερο “μανιφέστο”. Αλλά, κείμενα που μπορούν και έχουν μια διαχρονική εμβέλεια, και γραφόταν και γράφονται παγκοσμίως, απλά η σχέση μας με την λογοτεχνία είναι αρχικά “τοπική”, ιδίως λόγω γλώσσας .   Η “Δίκη”του Κάφκα  είναι πολιτικό κείμενο, “Η Πανούκλα” του Καμύ επίσης και το πολύ πιο σύγχρονο “Δοκίμιο περί Διαύγειας” του Σαραμάγκου το ίδιο. Κι ίσως, λόγω της ευρύτερης διάδοσης καθώς το αναγνωστικό κοινό αυτών των γλωσσών είναι παρασάγκας μεγαλύτερο απ' ότι το ελληνομαθές κοινό , η εμβέλειά τους να είναι και πολύ πιο μεγάλη. Κείμενα με αξιόλογη τοποθέτηση ιδεολογικά και πολιτικά ευτυχώς εξακολουθούν να γράφονται ανά την υφήλιο.

Ποιο είναι το θεατρικό αποτύπωμα της Θεσσαλονίκης, από την οποία κατάγεστε; Έχει διακριτά ομοιογενή χαρακτηριστικά σε σύγκριση με το αντίστοιχο της Αθήνας; Ποια είναι η θεατρική καταγραφή της περιφέρειας, στο βαθμό που μπορείτε να την εκτιμήσετε από απόσταση;
Στην περιφέρεια γίνονται αξιοθαύμαστα πράγματα και ιδίως στην Θεσσαλονίκη από όπου ξεκίνησα. Απλά στην Αθήνα έχει κανείς περισσότερες ευκαιρίες και οι παραστάσεις έχουν μεγαλύτερη προβολή πανελλαδικά.

Ποιος είναι ο πιο ευφάνταστος και αποτελεσματικός τρόπος σύνδεσης της ιστορίας ενός τόπου -από το παρελθόν, στο παρόν και το μέλλον-, αν εξαιρέσουμε τη θεατρική απόδοσή της επί σκηνής;
Η γαστρονομία. Δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει τον τρόπο που εμπλέκει τις αισθήσεις και την μνήμη σε ένα συνταρακτικό “όλο”.  Όταν τρώμε , τρώμε την ιστορία μας, μια ιδιαίτερη κι αποκλίνουσα απ' το όλο συνταγή , που είμαστε εμείς., άμεσα και διαχρονικά.

Aν σας πρότειναν να περάσετε «Ένα μήνα στην εξοχή» την επερχόμενη άνοιξη, ποιο μέρος θα διαλέγατε, εντός ή εκτός Ελλάδας και πώς θ’ αξιοποιούσατε τον ελεύθερό σας χρόνο;
Στους αγαπημένους μου Δελφούς με θέατρο, διάβασμα, ξεκούραση και χαλάρωση στον ομφαλό της γης.

Πότε «επιστρέψατε» για τελευταία φορά για κάτι σημαντικό και ποια είναι η αξία της «επιστροφής», με την έννοια της δεύτερης ευκαιρίας, στη ζωή σας;
Όταν «Επέστρεφα» στην Θεσσαλονίκη το 1994 μετά το μεταπτυχιακό μου στο Παρίσι και μετά από απουσία 7 χρόνων από το θέατρο σαν καθηγητής αγγλικών, έπειτα από κάποιες ιστορικές παραστάσεις που κάναμε με την Ρ.Πατεράκη στο θέατρο Άδωνις. Ίδρυσα τη ΣΚΗΝΗ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ και για 7 χρόνια έκανα παραστάσεις κλασικών έργων, «Δωδέκατη νύχτα»-Σαίξπηρ, «Δανείστες» και «Σύντροφοι»-Στρίντμπεργκ, «Ο μικρός Έγιολφ»-Ίπσεν και άλλα στο θέατρο ΑΥΛΑΙΑ, στο ΒΑΦΟΠΟΥΛΕΙΟ, στο ΑΝΕΤΟΝ και αλλού. Ομολογώ η ανταπόκριση του κοινού ήταν μεγάλη και τους ευχαριστώ όλους μέσα από την καρδιά μου

«Κάθε χώρα έχει το τσίρκο που της αξίζει», σύμφωνα με την Αμερικανίδα συγγραφέα Εrica Jong. Το ασπάζεστε; Πώς μπορεί να συσχετιστεί με το «Πεθαίνω σα χώρα»;
Θεωρώ επικίνδυνους παρόμοιους “αφορισμούς”. Όπως σε κανέναν άνθρωπό δεν του “αξίζει” το ό,ποιο πάθημα έτσι και σε καμία χώρα, δηλαδή σε κανένα σύνολο ανθρώπων, δεν “αξίζει” τίποτα απ' όσα παθαίνει. Δεν καταστρέφω μ' αυτό την “δίκη” της τραγωδίας, σαφώς και τα γεγονότα είναι αποτελέσματα άλλων, προηγούμενων γεγονότων : όμως οι άνθρωποι που είναι ο λαός μιας χώρας υποκύπτουν στην εμβέλεια πράξεων και γεγονότων που τους χρησιμοποιούν, χωρίς την δική τους συνειδητή- κι επιμένω στον όρο- συγκατάθεση και “λούζονται” τα αποτελέσματά τους. Βεβαίως κι απέχω πολύ απ' το να σκέφτομαι ότι αυτά τα αποτελέσματα είναι η “εκδίκαση” της ιστορίας. Η ζωή μόνο υπάρχει σαν αξία , αξίζει και δεν εξαγοράζεται κι είναι αυτή που αξιολογούμε λιγότερο, ιδιαίτερα μέσα από την οπτική της διεθνούς  πολιτικής.

Σε τι φοβάστε περισσότερο ότι μπορεί να δικαιωθεί και να επαληθευτεί το «Πεθαίνω σα χώρα»;
Στην σύνθλιψη του ατόμου, κι αυτό πλέον ανά την υφήλιο : κι είναι κάτι που Έχει ήδη επαληθευτεί, κι είναι τρομαχτικό.

«Δε με θλίβει που πεθαίνω, μα που όσο ζω μαθαίνω...», λέει μια ελληνική παροιμία. Τι σας θλίβει περισσότερο στο θέατρο και στην καθημερινότητα και τι νιώθετε ότι θέλετε να μάθετε στο μέλλον;
Η αθλιότητα που συμβαίνει στην χώρα με τόσους άστεγους και όσο αφορά το θέατρο τις οικονομικές δυσκολίες που επικρατούν σήμερα και έχει καταντήσει το επάγγελμα του ηθοποιού να είναι χόμπι. Θα ήθελα πολύ να γνωρίσω νέες κουλτούρες και επίσης να νιώσω την γαλήνη και την ηρεμία στην ψυχή μου στους δύσκολους καιρούς και στην συμφιλίωση με τον θάνατο.

Πληροφορίες για την παράστασηΕδώ